«ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ στις δέκα, στην οδό Ανθέων, σε γνωστό οίκο ανοχής…» είναι η φράση με την οποία αρχίζει και τελειώνει, αλλά επίσης και η φράση που αποτελεί τον εναλλακτικό τίτλο της ταινίας «Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας», μιας από τις τρεις-τέσσερις πιο γνωστές από τις φαινομενικά άπειρες που είχε γυρίσει η Λίνα Βερτμίλερ, η οποία πέθανε χθες στα 93 της έχοντας εξασφαλίσει μια σειρά από εντυπωσιακές πρωτιές στη μακρόχρονη καριέρα της.
Ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε ποτέ για το Όσκαρ σκηνοθεσίας (για την ταινία «Ο Πασκουαλίνο και οι επτά καλλονές» του 1977) και μόλις η μία από τις επτά που έχουν κερδίσει μια τέτοια υποψηφιότητα μέχρι σήμερα.
Και για να μην ξεχνάμε πόσο πρόσφατη είναι αυτή η ιστορία, οι υπόλοιπες είναι η Τζέιν Κάμπιον («Μαθήματα Πιάνου», 1993), η Σοφία Κόπολα («Χαμένοι στη Μετάφραση», 2003), η Κάθριν Μπίγκελοου («The Hurt Locker», 2009), η Γκρέτα Γκέργουικ («Lady Bird», 2017) και πέρσι η Έμεραλντ Φένελ («Promising Young Woman») και η Κλόι Ζάο («Nomadland») που το σήκωσε.
Η Λίνα Βερτμίλερ ήταν επίσης η δεύτερη σκηνοθέτρια που έχει τιμηθεί (πρόπερσι) με το Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της στο προσφοράς της στο σινεμά – η πρώτη ήταν η τρισμέγιστη Ανιές Βαρντά, έναν χρόνο πριν.
Ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου το σινεμά και πολύ σκληρές οι ιδεολογικές κόντρες με φόντο την μεγάλη οθόνη στα ‘70s, πλέον όμως δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητούμε τις ευγενείς προθέσεις της πρώτης σκηνοθέτριας που μάθαμε ποτέ.
Ομολογώ ότι μου είχαν φανεί κάπως ακατανόητες τέτοιες τιμές και τόση αναγνώριση για το έργο μιας δημιουργού που στο μυαλό μου είχε τραυματικά συνδεθεί με μια σειρά από αλύπητα ελευθεριακές σάτιρες ηθών που έμοιαζαν να ευδοκιμούν στη βαρέως τύπου πολιτικοποίηση των ‘70s, όπως ο «Μίμης ο Σιδεράς» και η «Κυρία και ο Ναύτης», παρότι βεβαίως οι ελληνικοί τίτλοι ασκούσαν μια περίεργη υπο-λούμπεν γοητεία. Το γεγονός ότι η δεύτερη έγινε ένα προβλέψιμα κακόγουστο ριμέικ με πρωταγωνίστρια τη Μαντόνα σίγουρα δεν βοήθησε.
Για πάρα πολλά χρόνια όμως η Λίνα Βερτμίλερ (που προς τιμήν της είχε στωικά δεχτεί επιθέσεις κι από φαλλοκράτες κι από φεμινίστριες, κι από δεξιούς κι από αριστερούς) ήταν η μοναδική, ίσως, διάσημη σκηνοθέτρια στον πλανήτη, όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό σήμερα.
Καθόλου λίγο, ειδικά για μια δημιουργό που είχε καταφέρει να στήσει το δικό της καθεστώς στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα με τους δικούς της όρους. «Ήταν η πρώτη σκηνοθέτρια που ήξερα το όνομά της», όπως ακριβώς είπε χθες αποχαιρετώντας την ο Ταραντίνο, ο οποίος μας υπενθύμισε επίσης ότι υπήρξε η μοναδική γυναίκα που σκηνοθέτησε ποτέ σπαγκέτι γουέστερν («The Belle Starr Story», 1968).
Παρότι «αναρχοσοσιαλίστρια», ήταν στα ’70s πολύ δημοφιλής και στην αμερικανική ιντελιτζένσια (πάντα συμπλεγματική απέναντι στην Ευρώπη) ως η επιτομή ενός ευρω-σοφιστικέ ήθους και μιας αορίστως ριζοσπαστικής και επιμελώς σκανταλιάρικης προδιάθεσης.
Υπήρξε βέβαια και ο αντίλογος, όπως μάλλον αυστηρά είχε εκφραστεί από την τότε κριτικό του περιοδικού Rolling Stone, Ellen Willis, η οποία είχε γράψει ότι οι ταινίες της «λειτουργούν σ’ ένα διπλό ταμπλό που επιτρέπει στους υψηλόφρονες να απολαμβάνουν τις πιο χαμερπείς προκαταλήψεις τους. Είναι μια μισογύνης που επενδύεται τον μανδύα της φεμινίστριας. Οικτίρει τις μάζες και αυτό το αποκαλεί ριζοσπαστισμό, χλευάζει την υπευθυνότητα και αυτό το αποκαλεί κωμωδία».
Ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου το σινεμά και πολύ σκληρές οι ιδεολογικές κόντρες με φόντο την μεγάλη οθόνη στα ‘70s, πλέον όμως δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητούμε τις ευγενείς προθέσεις της πρώτης σκηνοθέτριας που μάθαμε ποτέ.
Η ίδια κάποτε είχε συνοψίσει ως εξής το ιδεολογικό της credo: «Είμαι σοσιαλίστρια. Αγαπώ πολύ τους αναρχικούς παρότι γνωρίζω καλά ότι ο αναρχισμός αποτελεί ολοκληρωτική ουτοπία και μπορεί να έχει τρομακτικό πρόσωπο. Στην ουτοπική ιδεολογία του αναρχισμού βρίσκεται όμως το κλειδί της ανθρώπινης φύσης, της επιθυμίας δηλαδή του ανθρώπου να εξελιχθεί σε μια ελεύθερη και πολιτισμένη οντότητα. Η ελευθερία του καθενός μας πρέπει να τελειώνει εκεί που ξεκινά η ελευθερία του άλλου».