ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ «φονικού καύσωνα του ‘87» θα ζήσουν οι εγκλωβισμένοι στην πρωτεύουσα (κυρίως), σύμφωνα με τις απειλητικές προγνώσεις των μετεωρολογικών ρεπορτάζ τις τελευταίες μέρες. Και ήταν πράγματι φονικό εκείνο το δριμύ θερμικό κύμα που τέτοιο καιρό έψηνε για πολλές αλύπητες μέρες την τσιμεντούπολη, σ’ έναν κόσμο που ο κλιματισμός αποτελούσε ακόμα εξωτικό αξεσουάρ όχι μόνο για τα περισσότερα σπίτια αλλά και για τις περισσότερες υπηρεσίες.
Μόνο αμυδρά όμως μπορώ να ανακαλέσω εκείνη την κόλαση που αποτυπώθηκε γλαφυρά στα γκραν γκινιόλ πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στοίχισε την ζωή σε τόσους ηλικιωμένους.
Είχαν τελειώσει οι Πανελλήνιες (είχα δώσει για δεύτερη φορά, Ιστορία μόνο, αφού την πρώτη δεν είχα προλάβει να αποστηθίσω το διαβόητο βιβλίο με το δημοσιονομικό σύστημα της τουρκοκρατίας, τα βακούφια κ.λπ.), είχε περάσει και ο θρίαμβος του Eurobasket, και δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος να βρίσκεται ένας αργόσχολος 18αρης στην Αθήνα που έλιωνε ανυπεράσπιστη.
Ήμασταν σε μια ηλικία που πιστεύαμε ότι οι μεγάλοι άνθρωποι είναι, όχι ακριβώς αναλώσιμοι, αλλά πάντως δεν συνιστούσε και καμιά συγκλονιστική τραγωδία η τυχόν απώλειά τους, ακόμα και με τον μαζικό και μακάβριο τρόπο που συνέβη τότε.
Εκείνες τις μέρες έκανα «διακοπές» στη Σαντορίνη –τουτέστιν, είχα αφήσει την ξεκούραση και την ευκολία της οικογενειακής στέγης για μια δίαιτα που περιλάμβανε μόνο σουβλάκια και αλκοόλ, πολύ κακής ποιότητας αμφότερα– «κατάκοπος» από μια χρονιά που το μόνο που έκανα ήταν να παπαγαλίζω τα βιβλία της Ιστορίας Γ’ Δέσμης και ακολούθως να απαγγέλλω επιλεγμένα αποσπάσματα σ’ έναν ντροπαλό καθηγητή που είχαν προσλάβει οι γονείς μου (δεν ήταν διατεθειμένοι να το ρισκάρουν) να μου κάνει «ιδιαίτερα» με μοναδικό σκοπό αυτό ακριβώς. Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ… Μισή ντροπή δική του, μισή δική μου.
Η Σαντορίνη ήταν ακόμα τότε ένα διαφορετικό μέρος από το όργιο υπερτουρισμού, απληστίας και ανοικοδόμησης που έγινε αργότερα σε ακραίο και απολύτως απωθητικό βαθμό (εδώ και δεκαετίες, η μόνη μου επαφή με το νησί είναι το «καθαρτήριο» του Αθινιού κατά την αλλαγή πλοίου). Μην παρεξηγηθούμε, φουλ τουριστικό μέρος ήταν και τότε, σαφέστατα, πλην όμως ήταν αλλιώς ο τουρισμός, ακόμα και ο μαζικός, και μπορούσες να χαρείς το (αντικειμενικά ασύλληπτο) τοπίο χωρίς να φοβάσαι ότι θα σε ποδοπατήσουν οι ορδές των ελεφάντων με τα φλουό σορτσάκια που ξεβράζουν τα κρουαζιερόπλοια.
Ελάχιστα χρόνια εξάλλου είχαν περάσει από την κυκλοφορία της ταινίας «Εραστές του καλοκαιριού» (Summer Lovers) που είχε γυριστεί εκεί (κυρίως) και μπορούσες να φανταστείς ότι ήταν ακόμα ισχυρό στην ατμόσφαιρα εκείνο το λίγο φολκλόρ, λίγο χίπικο, λίγο new wave, νεανικό, πολυερωτικό, καλοκαιρινό ιδεώδες.
Μόνο που στην ταινία το πρωταγωνιστικό τρίγωνο έμενε σε ένα τέλειο σπίτι στην Οία (νομίζω έγινε μαγαζί μετά), ενώ εμείς μέναμε στο «πανκ» κάμπινγκ της Περίσσας, δίπλα σε κάτι psychobilly τύπους από τη Δανία που δεν κοιμόντουσαν ποτέ. Κι όλη τη μέρα σαπίζαμε ημιλιπόθυμοι στην παραλία περιμένοντας να φτάσει το βράδυ για να πάμε σε μερικά από τα ιδανικότερα μέρη που έχουν εμφανιστεί ποτέ στον χάρτη της νυχτερινής διασκέδασης στα νησιά. Μεταξύ άλλων, Casablanca, disco Enigma και Shockwaves στα Φηρά, αλλά φτάναμε και μέχρι τη Στροφή στην Οία, η επιστροφή από την οποία νυχτιάτικα με τα νοικιασμένα μηχανάκια μας (και σε κάθε άλλο παρά νηφάλια κατάσταση) ήταν ο ορισμός της άγνοιας κινδύνου.
Κάτι είχαμε ακούσει για τον καύσωνα που έλιωνε τα μπετά κι έκοβε τις πνοές των ανθρώπων στην Αθήνα, ενώ περιφερόταν και μια φήμη σύμφωνα με την οποία οι αρχές καλούν επειγόντως ανθρώπους που βρίσκονταν σε διακοπές να επικοινωνήσουν με το σπίτι τους για «σοβαρή οικογενειακή υπόθεση».
Η φήμη ήταν αληθινή. Κάποιοι συνομήλικοι μας στο κάμπινγκ ανησυχούσαν για τον παππού ή τη γιαγιά στην Αθήνα. Η δική μου γιαγιά, που έμενε μαζί μας για χρόνια είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά και ο παππούς μου (ο άντρας της) μια δεκαετία πριν. Ο άλλος παππούς και η άλλη γιαγιά ζούσαν στην ορεινή Κρήτη, οπότε δεν ανησυχούσα ποτέ για την κατάσταση της υγείας τους που παρέμεινε ακμαία μέχρι τα πολύ βαθιά γεράματα.
Και, σε κάθε περίπτωση, ήμασταν σε μια ηλικία που πιστεύαμε ότι οι μεγάλοι άνθρωποι είναι, όχι ακριβώς αναλώσιμοι, αλλά πάντως δεν συνιστούσε και καμιά συγκλονιστική τραγωδία η τυχόν απώλειά τους, ακόμα και με τον μαζικό και μακάβριο τρόπο που συνέβη τότε.
Το κακό είναι ότι φάνηκε να το πιστεύουμε και ως μεσήλικες πλέον, αν κρίνουμε από τον τρόπο που επιχειρήσαμε να ξορκίσουμε τον φόβο μας για την πανδημία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, πείθοντας πολλές φορές τον εαυτό μας ότι ο κίνδυνος αφορά μόνο βεβαρημένους και «αναλώσιμους» υπερήλικες.