ΚΑΤ' ΑΡΧΑΣ τεθήκαμε για άλλη μια φορά αντιμέτωποι (όχι ότι έχουμε και επιλογή) με την κραυγαλέα υποκρισία αγοραίων ενημερωτικών μέσων που διέρρηξαν τα ιμάτιά τους, κάνοντας λόγο στις επικεφαλίδες τους για «άγριο σεξιστικό παραλήρημα Τζούμα».
Το στομάχι στριφογυρίζει ανάστατο όταν οι τηλεπερσόνες και τα μέσα που έχουν θρέψει και έχουν συντηρήσει με κάθε τρόπο τη χειρότερη οπισθοδρόμηση, ζέχνοντας καθημερινά ρατσισμό, σεξισμό και παλαιάς κοπής βαρβατίλα, αναλαμβάνουν τον ρόλο του τιμητή και του δημόσιου κατήγορου επειδή στην ευκαιριακή τους αντίληψη περί κοινωνικής ευαισθησίας, θέματα άκρας κρισιμότητας όπως οι γυναικοκτονίες και η πατριαρχία δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα hot και trending topic.
Δεν «φάγαμε» άλλον έναν επιφανή και δυσώδη μπούμερ μ’ αυτό που συνέβη, όπως πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν στα σόσιαλ, φάγαμε άλλο ένα δόλωμα που σκοπό είχε να προσφέρουμε δωρεάν περιεχόμενο (ξερνώντας τα λυσσακά μας στο πληκτρολόγιο) και να νομιμοποιήσουμε σκανδαλοθηρικές μεθόδους προερχόμενες από συστήματα απαθή και παμφάγα όπως είναι τα σύγχρονα μέσα.
Έτσι έκαναν –και εξακολουθούν να κάνουν– και με το #metoo, φιμώνοντας εν τη γενέσει της κάθε φωνή που τους καλούσε να δουν και τα δικά τους χάλια στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Συγχρόνως, ανακάλυψαν νέα λαμπρά πεδία κιτρινισμού, χρησιμοποιώντας τις παλιές μεθόδους σε ανανεωμένο ρεπερτόριο – ακόμα κι αν πρόκειται για σοβαρά, κρίσιμα και επείγοντα αιτήματα ζωής και θανάτου για τα οποία βεβαίως δεν χωράνε πλάκες ή ιδιοσυγκρασιακό πνεύμα, αλλά ούτε και το είδος της ευτελούς εκμετάλλευσης στην οποία τα μέσα ειδικεύονται.
Δεν «φάγαμε» άλλον έναν επιφανή και δυσώδη μπούμερ μ’ αυτό που συνέβη, όπως πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν στα σόσιαλ, φάγαμε άλλο ένα δόλωμα που σκοπό είχε να προσφέρουμε δωρεάν περιεχόμενο (ξερνώντας τα λυσσακά μας στο πληκτρολόγιο) και να νομιμοποιήσουμε σκανδαλοθηρικές μεθόδους προερχόμενες από συστήματα απαθή και παμφάγα όπως είναι τα σύγχρονα μέσα.
Κωμικοτραγικό ήταν επίσης το γεγονός ότι τόσοι πολλοί –και από αυτούς που του επιτέθηκαν και από αυτούς που επιχείρησαν να υπερασπιστούν τον Κωνσταντίνο Τζούμα– επικαλέστηκαν ως κριτήριο τα χρόνια του, είτε προτείνοντας να του χαριστεί ένα κάποιο ακαταλόγιστο λόγω ηλικίας είτε χαρακτηρίζοντάς τον έναν κακόβουλο και μοχθηρό γέρο που δεν θα έπρεπε καν να μιλάει (επίσης λόγω ηλικίας).
Όπως και να’ χει πάντως, έγινε γρήγορα προφανές ότι ήταν πολλοί που δικαίως ή αδίκως (με ιδεολογικούς ή αισθητικούς όρους) του την είχαν φυλαγμένη από καιρό γι’ αυτό που υποτίθεται πως εκπροσωπεί εδώ και καιρό και που δεν είναι το ίδιο μ’ αυτό που εκπροσωπούσε κάποτε.
Ίσως θα έπρεπε όμως και ο ίδιος, ασχέτως αν «παρασύρθηκε» ή όχι, να γνωρίζει πριν ξεστομίσει on camera αυτό το τραγικό και θανατερό καλαμπούρι, ότι οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά, ότι έχει ξινίσει προ πολλού η γεύση του απολιτίκ εστετισμού και της αιρετικής αμετροέπειας και ότι ο σκωπτικός κυνισμός και ο υπαινικτικός σαρκασμός ηχούν όχι μόνο εντελώς ξεκούδουνοι αλλά και εγκληματικά ανάρμοστοι όταν ξεχύνονται ανέμελα στα ραδιενεργά απόνερα τόσο κρίσιμων ζητημάτων. Το γκροτέσκο γίνεται αυτομάτως μακάβριο και το «μπλακ χιούμορ» εκτός από νοσηρά κακόγουστο γίνεται άμεσα εργαλείο ξεπλύματος της πιο βαριάς παθολογίας.