ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που την είχα δει, μου είχε προκαλέσει μια μεταφυσική σχεδόν ευφορία, κάτι σαν συναισθηματικό κλονισμό, αυτή η τόσο εμβληματικά ρομαντική φωτογραφία του Tom Waits με την Rickie Lee Jones στην αποβάθρα της Σάντα Μόνικα το καλοκαίρι του 1978, καθώς ποζάρουν ανέμελοι και πανευτυχείς (και κατά πάσα πιθανότητα μεθυσμένοι) ενώ ζουν έναν μεγάλο και ‘τρελό’ έρωτα. Εκείνη γέρνει πάνω του φορώντας την χαρακτηριστική μποέμ στολή της (μπερές, μαύρο μακρυμάνικο) ενώ εκείνος αντίθετα απολαμβάνει ημίγυμνος και με κλειστά μάτια τον ήλιο και την μαγεία της στιγμής με φόντο μια φαινομενικά εγκαταλελειμμένη αμερικανική ψαροταβέρνα, ενδημική στην παλιά Καλιφόρνια.
Η φωτογραφία είναι αναμνηστική, ερασιτεχνική και έχει επιβιώσει στην δημοσιότητα με την υφή της εξαρχής πολυκαιρισμένη, μολυσμένη, καμένη, στοιχειωμένη από την πρώτη έκθεσή της στο φως, πριν την στοιχειώσουν οι δεκαετίες. Και την έχω πετύχει δυο-τρεις φορές τον τελευταίο καιρό να εμφανίζεται μπροστά μου σε (διθυραμβικές συνήθως) κριτικές παρουσιάσεις της αυτοβιογραφίας της πάλαι πότε «δούκισσας των cool» (όπως την είχε αποκαλέσει κάποτε το Time), της σπουδαίας τραγουδοποιού και ερμηνεύτριας με την έντονη προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασιακή και άνιση καριέρα (και μόνο το άλμπουμ Pirates του 1981 πάντως ανήκει στα κορυφαία των κορυφαίων), της ακμαίας στα 66 της και δραστήριας και πιστής ακόμα στον μυστικισμό της ζωής, Rickie Lee Jones.
O (χαρακτηριστικός) τίτλος του βιβλίου είναι “Last Chance Texaco: Chronicles of an American Troubadour” και δεν θα μπορούσε να μην αναφέρεται και στην «μυθική», για το κοινό, σχέση της με τον Tom Waits παρότι στην πραγματικότητα βάστηξε όσο περίπου ένας οποιοσδήποτε μεγάλος, αξέχαστος αλλά και βραχύβιος εκ φύσεως, καλοκαιρινός έρωτας.
O (χαρακτηριστικός) τίτλος του βιβλίου είναι “Last Chance Texaco: Chronicles of an American Troubadour” και δεν θα μπορούσε να μην αναφέρεται και στην «μυθική», για το κοινό, σχέση της με τον Tom Waits παρότι στην πραγματικότητα βάστηξε όσο περίπου ένας οποιοσδήποτε μεγάλος, αξέχαστος αλλά και βραχύβιος εκ φύσεως, καλοκαιρινός έρωτας. Τον άνθρωπο της ζωής τους θα τον έβρισκαν και οι δύο μερικά χρόνια αργότερα.
Μπορεί να υπήρξε σύντομη εκείνη η σχέση με συμβατικά χρονικά κριτήρια, φαίνεται όμως ότι την είχε πονέσει ο ξαφνικός τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες τερματίστηκε, ενώ συγχρόνως αναγνωρίζει την βαθιά επίδραση που είχε η εικόνα του πρότυπου «περιθωριακού» ζεύγους σε άπειρα ζευγαράκια που ήθελαν διακαώς να κατακτήσουν αυτού του είδους το στυλ, αυτού του είδους την αίγλη και αυτού του είδους την ελευθερία.
«Νιώθαμε μια λαχτάρα τόσο αιχμηρή που ο ένας ήθελε να γίνει ο άλλος», διαβάζουμε σ’ ένα σχετικό απόσπασμα που κυκλοφόρησε ως προδημοσίευση. «Οι απόστολοί μας εξαπλώθηκαν στον κόσμο. Μπορείς να τους δεις ακόμα και σήμερα». Και πιο κάτω, αναφέρεται λίγο πιο εκτενώς στο καλοκαίρι που γέννησε εκείνη την στιγμή έρωτα και ελευθερίας που πάγωσε για πάντα στον χρόνο μέσω μιας ταλαιπωρημένης φωτογραφίας:
Όταν ήμουν 23 ετών οδηγούσαμε διαρκώς στο Λος Άντζελες με το αμάξι του Tom Waits, ένα Thunderbird του 1963 που μόλις είχε αγοράσει.Τα ξανθά μαλλιά μου πέταγαν έξω από το παράθυρο καθώς ιδρώναμε κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, με το αλκοόλ να αναδύεται από τους πόρους μας και τη μυρωδιά του σεξ να ποτίζει ακόμα τα ρούχα και τα μαλλιά μας. Μας άρεσε η μυρωδιά μας. Δεν κάναμε μπάνιο όσο συχνά θα κάναμε υπό κανονικές συνθήκες. Ήμασταν ερωτευμένοι και εγώ τουλάχιστον δεν βιαζόμουν να το ξεβγάλω όλο αυτό από πάνω μου. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού ανταλλάσσαμε διαρκώς ιδέες για τραγούδια. Ανταλλάσσαμε επίσης κάτι βαθύτερο. Ανταλλάσσαμε μεταξύ μας ο ένας τον άλλον. Ο Tom είχε δύο τατουάζ στον δικέφαλο. Του άρεσε πάντα να ενδύεται συγκεκριμένα vintage αξεσουάρ αρρενωπότητας: ναυτικά καπέλα και μυτερά παπούτσια. Όσο πιο πολύ προσπαθούσε να κρύψει την τρυφερότητά του, τόσο αποκάλυπτε μια παιδική σχεδόν φύση. Τον λάτρευα. Ήταν ο βασιλιάς μου. Στο κρεβάτι ήταν να σα να δίνει παράσταση ένα λιοντάρι του τσίρκου. Θέλω να πω πως δεν υπήρχε ποτέ στιγμή που ο Tom δεν έκανε κάποιο performance. Και τότε ξαφνικά, τον Νοέμβριο, σταματήσαμε να βλεπόμαστε…