ΩΣ ΚΑΘ’ ΕΞΙΝ και κατά συρροή δημοσιολόγος και εθνοπατέρας –ιδιότητες που εδώ και δεκαετίες μοιάζουν να έχουν υποκαταστήσει το αδιαμφισβήτητο δημιουργικό του εκτόπισμα και να έχουν υπονομεύσει την σπουδαία μουσική κληρονομιά του– ο Διονύσης Σαββόπουλος θεώρησε ότι όφειλε να κοινοποιήσει την αμέριστη συμπαράστασή του στον Πρωθυπουργό και την ελπίδα του να πετύχει το κυβερνών κόμμα την πολυπόθητη αυτοδυναμία στις προσεχείς εκλογές, καθόσον «τα κόμματα της υποτιθέμενης προοδευτικής συνεργασίας διατηρούν ένα παλαιό είδος φοιτητικής ξεγνοιασιάς και μιας υπερβολικής και αδικαιολόγητης αυτοπεποίθησης που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη».
Γνώμη του και δικαίωμά του, προφανώς, ασχέτως αν με την δήλωση του αυτή αποξένωσε και ενόχλησε και τους τελευταίους υποστηρικτές που είχε σ’ ένα ευρύτερο φάσμα της αριστεράς. Πολλά τα νεύρα, πολλές οι αντιδράσεις, πολλές οι αναρτήσεις, πολλές, για άλλη μια φορά, οι ανακοινώσεις «ακύρωσης» του έργου του συνολικά, από τους χρήστες των κοινωνικών μέσων. Οι πιο ψύχραιμοι αρκέστηκαν απλά να υπογραμμίσουν ότι έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς ο Σαββόπουλος είχε τελειώσει στα «Τραπεζάκια Έξω» του 1983. Αυτό ο δίσκος ήταν το τελευταίο σημαντικό του έργο πριν την μετάλλαξή του σε κάτι άλλο – σε κάτι συντηρητικό, αντιδραστικό, αλλοπρόσαλλο, ξένο προς τις ιδεολογικές ευαισθησίες τους.
Οι πιο ψύχραιμοι αρκέστηκαν απλά να υπογραμμίσουν ότι έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς ο Σαββόπουλος είχε τελειώσει στα «Τραπεζάκια Έξω» του 1983. Αυτό ο δίσκος ήταν το τελευταίο σημαντικό του έργο πριν την μετάλλαξή του σε κάτι άλλο – σε κάτι συντηρητικό, αντιδραστικό, αλλοπρόσαλλο, ξένο προς τις ιδεολογικές ευαισθησίες τους.
Πράγματι, έξι χρόνια και δύο διακυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ αργότερα, μέσα στις αναθυμιάσεις του βρώμικου ’89, όταν κυκλοφόρησε ο επόμενος κανονικός δίσκος του, το σοκ της αλλαγής ήταν μεγάλο, και μόνο από το εξώφυλλο. Η «υβριδική» μορφή που το κοσμούσε, υπομειδιώντας στοργικά, δεν έμοιαζε καθόλου με τον Σαββόπουλο παρότι φυσικά ήταν αυτός ο ίδιος, καλοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος και με γραβάτα. Μόνο οι τιράντες και τα γυαλιά είχαν μείνει από τα παλιά, πλέον όμως έμοιαζαν να παραπέμπουν στον Λάρι Κινγκ ή σε στέλεχος ασφαλιστικής ή διαφημιστικής εταιρείας.
Κι όμως, «Το Κούρεμα» είναι ένα υποτιμημένο άλμπουμ – άνισο, σίγουρα, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον και γενναίο, και όχι μόνο ως δημόσιο ψυχογράφημα του δημιουργού του. Κατ’ αρχάς περιέχει το «Καλοκαίρι», ένα πολύ μεγάλο τραγούδι που οπωσδήποτε ανήκει ή θα έπρεπε να ανήκει στα κορυφαία του σαββοπουλικού κανόνα. Παρά την έκφραση ανέμελης συγκατάβασης στο εξώφυλλο, ο Σαββόπουλος ήταν σε σκοτεινό και δυσοίωνο mood σ’ εκείνον τον δίσκο, κάνοντας ένα άλμα (ή μια ελεύθερη πτώση) από το «Ας κρατήσουν οι χοροί» (το μεγάλο εθνεγερτικό σουξέ από τα Τραπεζάκια Έξω) στους «Κωλοέλληνες» («κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες»). «Ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία / και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία», μονολογεί στο ξεκάθαρων προθέσεων «Μην περιμένετε αστειάκια».
Η ενδοσκόπηση (με ανασηκωμένους τους ώμους) συνεχίζεται ακόμα πιο έντονη στο «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς»: «Εμείς, μιας δίψυχης ωδής / παράλογα ανοιχτής / με συμπεριφορές ανατροπής / και της βαθιάς μας ζωής της συντηρητικής / εμείς οι εκκρεμείς…σχεδόν 45 ετών / με μπλοκ επιταγών / χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν / την γη του θησαυρού, τους τίτλους τ’ ουρανού, το αίμα του Θεού».
Υπάρχουν βέβαια στον δίσκο και κάποια τραγούδια άφιλτρης εποχικής ρητορικής και αυτο-εξορκισμού που έχουν κακογεράσει: «Η αποτυχία της αριστεράς» (με ποιους να πάμε, μη ρωτάτε κι ούτε είναι το θέμα εκεί / χούντα περνάμε, πολεμάτε κι είναι πιο μαυριδερή), «Ο γιος μου πάει στο στρατό» (ενώ εγώ δεν πήγα / μον’ πήγα κι απαλλάχτηκα κι εν τέλει μετανιώνω), «Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι» (γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη / γι’ αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση / πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί).
Υπάρχει τέλος και «Το Μητσοτάκ», που εκ των υστέρων μοιάζει να σφράγισε τον δεσμό του δημιουργού του με την πολιτική δυναστεία των Μητσοτάκηδων μέχρι σήμερα, παρά τους ιδιοσυγκρασιακούς και αμφίθυμους στίχους του, ένα κομμάτι που αποκλείεται να γνωρίζουν πολλοί από τους έσχατους υποστηρικτές του: «Αντί, αντί πολιτική / αντιπολιτική τ’ όνομά μου / κι ο δρόμος μου γραμμή / όλος ζικ - ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ…».