ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ έναν δημιουργό –τραγουδοποιό, συνθέτη, παραγωγό, ερμηνευτή– του μεγέθους, του εύρους και της κλίμακας του Πολ Σάιμον, υποτιμημένο;
Κι όμως, παρακολουθώντας αυτό το ντοκιμαντέρ, το πρώτο μισό του οποίου (γύρω στη μιάμιση ώρα) υπάρχει ήδη διαθέσιμο, ενώ το δεύτερο θα «ανέβει» την επόμενη εβδομάδα, και ακούγοντας ξανά όλα αυτά τα φοβερά τραγούδια, μπορεί να αναρωτηθεί ίσως κανείς μήπως o 82χρονος πλέον μουσικός δεν έχει, για κάποιο λόγο, τη φήμη ή και το κύρος που του αναλογεί, ειδικά στις νεότερες γενιές.
Η ταινία αποτελεί έργο του Άλεξ Γκίμπνι, ενός από τους πιο ευέλικτους και εκλεκτικούς μετρ της σύγχρονης ταινίας τεκμηρίωσης, με ντοκιμαντέρ για τη Σαϊεντολογία, τη λεγόμενη κρίση των οπιοειδών στην Αμερική, τον Τζούλιαν Ασάνζ και τον Χάντερ Τόμσον, μεταξύ διάφορων άλλων.
Τα μουσικά του ντοκιμαντέρ αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία και περιλαμβάνουν δύο τουλάχιστον εξαιρετικές δουλειές για δύο τεράστιες μορφές της αμερικανικής μουσικής κουλτούρας: το Mr. Dynamite: The Rise of James Brown και το Sinatra: All or Nothing at All.
Η φωνή του πάντως έχει ακόμα αυτήν τη χαρακτηριστική και απόκοσμη απαλότητα και ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία της ζωής του και της σχέσης του με τη μουσική είναι συχνά καθηλωτικός.
Η ταινία ξεκινάει (και επιστρέφει διαρκώς) στο βουκολικό στούντιο που έχει στήσει ο 82χρονος πλέον Σάιμον στην ύπαιθρο του Τέξας, και είναι άκρως διαφωτιστικές αλλά και συγκινητικές οι σκηνές που τον δείχνουν απορροφημένο, μ’ έναν μυστικιστικό σχεδόν τρόπο, στη δημιουργική διαδικασία κατά την ηχογράφηση του τελευταίου του άλμπουμ του (Seven Psalms), ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οξύνθηκε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα ακοής του – η απώλεια είναι ολοκληρωτική στο αριστερό αυτί του, γεγονός που αρχικά, όπως λέει, του προξένησε έντονη κατάθλιψη, αλλά τελικά βρήκε έναν φιλοσοφικό τρόπο να συμφιλιωθεί με το βαρύ πλήγμα.
Γεμάτη από πλούσιο και πολύτιμο αρχειακό υλικό, η ταινία καλύπτει τις περισσότερες στάσεις μιας μακράς και πολυκύμαντης διαδρομής. Τη γνωριμία του στο σχολείο με τον Αρτ Γκαρφάνκελ (το ντουέτο τους ονομαζόταν αρχικά Tom και Jerry), την πρώτη απογοήτευση όταν η αρχική εκδοχή του The Sounds of Silence (από έναν στίχο του οποίου προκύπτει και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ) συνάντησε τη γενική αδιαφορία, την «εξορία» του στο Λονδίνο, τη θριαμβευτική επιστροφή, την τεράστια επιτυχία του «Πρωτάρη» με τα τραγούδια των Simon & Garfunkel να αποτελούν την ψυχή και τη συνείδηση της ταινίας, τον πικρόχολο χωρισμό του ντουέτου μέχρι τη θρυλική τους επανασύνδεση τρόπον τινά, με τη συναυλία του 1981 στο Σέντραλ Παρκ που συγκέντρωσε πάνω από μισό εκατομμύριο κόσμο, τη σόλο καριέρα του που κορυφώθηκε με την «αμφιλεγόμενη» ηχογράφηση του δίσκου Graceland στη Νότιο Αφρική, τις συζυγικές του σχέσεις, τα καπρίτσια του, τις εμμονές του, τα ζητήματά του.
Η φωνή του πάντως έχει ακόμα αυτήν τη χαρακτηριστική και απόκοσμη απαλότητα και ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία της ζωής του και της σχέσης του με τη μουσική είναι συχνά καθηλωτικός. Όπως, για παράδειγμα, όταν θυμάται που ήταν ακόμα παιδί και πήγε με τη συγκοινωνία από τη μία άκρη της Νέας Υόρκης στην άλλη για να αγοράσει το δισκάκι Bye Bye Love των Everly Brothers. Επιστρέφοντας μετά από δυο ώρες στο δωμάτιό του, το έβαλε με τρεμάμενα από τον ενθουσιασμό χέρια στο πικάπ αλλά η βελόνα το χάραξε λίγο. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, έκανε αμέσως την ίδια διαδρομή για να το αγοράσει ξανά.