Όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, πάνω σε κάποια ψιλοκουβέντα γύρω από τις κορυφαίες τηλεοπτικές σειρές όλων των εποχών, ακούγονται και ενστάσεις του τύπου, «ναι, ξέρω, αριστούργημα, δοκίμασα όμως να δω λίγο και δεν με έψησε…». Η αλήθεια είναι ότι έχει χωθεί βαθιά στην αντίληψη του κόσμου η ιδέα ότι δεν υπάρχει χρόνος για δοκιμές ούτε υπομονή ώσπου να μπει στο μυαλό και στο δέρμα σου το ύφος, ο τόνος και οι χαρακτήρες μιας σειράς, όπως συνέβαινε παλιότερα όταν δεν υπήρχε το σημερινό vortex επιλογών που καίει τον εγκέφαλο. Η διάσπαση προσοχής είναι μια πραγματικότητα (μέχρι να πάρει μπρος η ιστορία και μέχρι να σε ψήσει, έχεις ήδη αφεθεί στους αντιπερισπασμούς του κινητού) και αν κάτι δεν προκαλεί άμεση διέγερση και γρήγορο «φτιάξιμο», μπορεί να μείνει για πάντα στη λίστα με τα υπόψη.
Δεν γίνεται όμως να κρίνεται μια εγνωσμένης αξίας σειρά από μια φευγαλέα ματιά στον «πιλότο» της. Ακόμα και όταν πρόκειται για σειρές που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, όπως οι Sopranos και το Wire, στο πρώτο, αναγνωριστικό, επεισόδιό τους, βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση η συνταγή που θα τις οδηγούσε στην υπέρβαση και στον μύθο. Ακόμα και το Six Feet Under, η σειρά με την οποία οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης κλάσης και συνομοταξίας (αρκετά ευρείας ως απεδείχθη αργότερα) συνδεθήκαμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, λόγω του χαρακτήρα και της φύσης της (σαγηνευτικά ιδιαίτερης και καθησυχαστικά οικουμενικής), είχε ξεκινήσει με έναν ελαφρώς προβληματικό πιλότο.
Το Six Feet Under δεν ήταν μαύρη κωμωδία πρωτίστως, ούτε σάτιρα ηθών, αλλά ένα πολυσύνθετο και πολυδύναμο δράμα για την ζωή, την οικογένεια, τον έρωτα, τις σχέσεις και όλα εκείνα που ακροβατούν ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο.
Όλα τα θέματα, τα στοιχεία και οι κεντρικοί χαρακτήρες ήταν ήδη εκεί, κάποια ‘εφέ’ όμως δεν λειτουργούσαν, και ειδικά εκείνες οι εμβόλιμες, fake διαφημίσεις αξεσουάρ γραφείου κηδειών, οι οποίες δεν επαναλήφθηκαν ποτέ ξανά. Το Six Feet Under δεν ήταν μαύρη κωμωδία πρωτίστως, ούτε σάτιρα ηθών, αλλά ένα πολυσύνθετο και πολυδύναμο δράμα για την ζωή, την οικογένεια, τον έρωτα, τις σχέσεις και όλα εκείνα που ακροβατούν ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο.
Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από εκείνο το πρώτο επεισόδιο της σειράς, η οποία αρχικά στην χώρα μας προβαλλόταν συγχρόνως (την ίδια μέρα) με τις ΗΠΑ από το Filmnet (νυν Nova), οι περισσότεροι όμως το βλέπαμε με κάποια καθυστέρηση και σε συνθήκες ομαδικού (οπαδικού), παρεϊστικου binge, μόλις έβγαινε στην κυκλοφορία το DVD κάθε κύκλου.
Με αφορμή αυτή την ιστορική επέτειο διοργανώθηκαν τους τελευταίους μήνες καναδυό reunion (μέρους) του καστ της σειράς, με την συμμετοχή επίσης του δημιουργού της, Άλαν Μπολ. Μέσω zoom όλα αυτά και με βαριά την σκιά της πανδημικής συνθήκης, η οποία όμως έκανε πολύ κόσμο να δει (ξανά ή για πρώτη φορά) από την αρχή την ιστορία της οικογένειας Φίσερ και των λοιπών κεντρικών χαρακτήρων.
Δεκαπέντε λεπτά κρατά μόνο το "reunion" που διοργάνωσε το Entertainment Weekly υπό τη μορφή «προφορικής ιστορίας» και υπάρχει στο YouTube, είναι αρκετά όμως για να χωρέσουν κάποιες πολύ όμορφες και συγκινητικές μνήμες και κάποιες καίριες παρατηρήσεις για την βαριά κληρονομιά μιας σειράς που αγαπήθηκε όσο ελάχιστες, από τους βασικούς συντελεστές της. Μεταξύ άλλων, η Ρέιτσελ Γκρίφιθς (‘Μπρέντα’) δηλώνει πως ήταν κάργα ερωτευμένη και στην πραγματικότητα με τον Πίτερ Κρος (‘Νέιτ’), ενώ η Φράνσις Κόνροϊ (η μαμά Ρουθ) θυμάται με θαυμασμό και νοσταλγία τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούσε την σειρά το κοινό της, «που έμοιαζε σαν φυλή ή σαν κοινότητα». Ο Πίτερ Κρος, από την άλλη (ε ρε κλάμα που είχε πέσει), πάει κατευθείαν στο υπαρξιακό «ψητό» θυμίζοντας ένα από τα βασικά ερωτήματα που έθετε το Six Feet Under στην πενταετία που διήρκεσε πριν κλείσει με το πιο οριστικό και ικανοποιητικό φινάλε σειράς όλων των εποχών. Εν ολίγοις: Πώς ζεις την ζωή σου γνωρίζοντας ότι μπορεί αυτή να χαθεί ξαφνικά από κάποια καλπάζουσα ασθένεια ή από κάποιο καπρίτσιο της μοίρας;