ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ τους συνήθεις υπόπτους –τους «αλλοδαπούς», τους «μετανάστες», τους «λάθρο», τους «ξένους»– υπήρχαν πάντα οι τσιγγάνοι, οι γύφτοι, οι Ρομά όπως (μόλις εσχάτως) συμφωνήσαμε όλοι να τους αποκαλούμε, παρότι πολλοί το κάνουν με δαγκωμένο το χείλος ή με σαρκαστικό μειδίαμα.
Οι Έλληνες τσιγγάνοι ήταν οι δικοί μας «μαύροι», το οικείο Άλλο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από εμάς, άλλοτε εξωτικοί και ενδόξως αντισυμβατικοί (αδέλφια μου αλήτες πουλιά, γαρύφαλλο στ’ αυτί, ψίθυροι καρδιάς), κατά κανόνα όμως ενοχλητικοί, επικίνδυνοι, άρρηκτα συνδεδεμένοι με πάσης φύσεως αντικοινωνική συμπεριφορά και παραβατικότητα, μυθικοί πρωταγωνιστές τρομακτικών ιστοριών που λέγαμε στα παιδιά για να φάνε το φαγητό τους, γκετοποιημένοι, περιθωριακοί, αναλώσιμοι.
Και όλοι τους ίδιοι κι απαράλλαχτοι στα μάτια μας και στ’ αυτιά μας – στους καταυλισμούς, στις καρότσες, στα μαιευτήρια, στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια, στα πρόσωπα των γυναικών που επαιτούν με τα μωρά στην αγκαλιά ή σου ζητάνε τσιγάρο στον δρόμο, στα μεγάφωνα των παλιατζήδων που παίζουν όλα την ίδια κασέτα στις γειτονιές («… παλιές κουζίνες, παλιές τηλεοράσεις, παλιά σώματα»).
Ασχέτως αν όλοι μας γνωρίζουμε –αλλά προτιμούμε να λησμονούμε επειδή χαλάει το γλαφυρό και περιπετειώδες αφήγημα– πως Ρομά δεν υπάρχουν μόνο στους καταυλισμούς, πως δεν έχουν όλοι το ίδιο ελευθεριακό και νομαδικό lifestyle, πως δεν έχουν όλοι στο αίμα τους την παρανομία, πως δεν κλέβουν όλοι παιδιά, πως δεν πουλάνε όλοι ναρκωτικά, πως είναι Έλληνες πολίτες.
Όχι και τόσο παλιότερα, υπήρχε τουλάχιστον μια συστολή, μια αυτοσυγκράτηση, μια ντροπή, μια κοινή συμφωνία υπέρ της προστασίας των θεσμών και των νόμων, έστω και υποκριτική, έστω και με σφιγμένα τα δόντια. Έτσι για να πάμε μπροστά, κι εμείς και η αστυνομία.
Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι πιο «ανοιχτοί» εκ των συμπολιτών μας κάποτε έχουν βρεθεί σε καταστάσεις –σε καταστρώματα καραβιών, σε προθάλαμους νοσοκομείων κ.λπ.– κατά τις οποίες δοκιμάστηκαν τα προοδευτικά αντανακλαστικά τους, αντιμέτωποι με συμπεριφορές (έντονη μουσική, στρωματσάδα, αμφιλεγόμενες συνθήκες υγιεινής, περιφερόμενα βρέφη) που παρότι δεν ήταν ευθέως απειλητικές ή εχθρικές, δεν θα τις ανέχονταν από ανθρώπους που δεν ανήκουν σ’ αυτή την «ειδική» φυλή / μειονότητα, η οποία επιμένει να ζει σύμφωνα με τα δικά της ήθη, αγνοώντας τους κανόνες μας.
Τούτων δοθέντων, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το κύμα συμπαράστασης (αλλά και ο οχετός απανθρωπιάς, μισαλλοδοξίας και φασιστικού μένους) που ξεχύθηκε υπέρ των αστυνομικών που κατόπιν «κινηματογραφικής» καταδίωξης, άδειασαν 38 κάλυκες στο Πέραμα εναντίον άοπλων υπόπτων, φονεύοντας τον έναν εξ αυτών. Μπορεί να ήταν μόλις 18 χρονών, ήταν Ρομά όμως, οπότε ποιος ξέρει τι θα είχε κάνει… ή τι θα έκανε στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, ένας μη αρμόδιος υπουργός εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα μέσω Twitter («πολύ καλώς αντέδρασαν οι αστυνομικοί») κι ένας αρμόδιος υπουργός θεώρησε ορθό να επισκεφτεί και να προσφέρει «ψυχική στήριξη» στους αστυνομικούς που κατηγορούνται ότι διέπραξαν τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας.
Τι να περιμένεις μετά από τον όχλο (ακόμα και τον «καλλιεργημένο») που αναζητά εξιλαστήρια θύματα για τη μιζέρια του και πλέον δεν διστάζει να εκφράζει δημόσια τα πιο αντιδραστικά και ρατσιστικά του ένστικτα, γνωρίζοντας ότι τυπικά μόνο διώκεται η ρητορική μίσους, στην πραγματικότητα όμως έχει αποενοχοποιηθεί πλήρως εκεί έξω.
Όχι και τόσο παλιότερα, υπήρχε τουλάχιστον μια συστολή, μια αυτοσυγκράτηση, μια ντροπή, μια κοινή συμφωνία υπέρ της προστασίας των θεσμών και των νόμων, έστω και υποκριτική, έστω και με σφιγμένα τα δόντια. Έτσι για να πάμε μπροστά, κι εμείς και η αστυνομία.
Είναι φανερό όμως ότι έχουν τελειώσει και οι εκεχειρίες και οι συναινέσεις και όλα τα ωραία που είχαμε πριν μας βρουν οι απανωτές κρίσεις και πριν βγει όλο το σκατό στην επιφάνεια.