Έχουμε δει κατά καιρούς κάποιες ιδιαιτέρως φιλόδοξες «καλλιτεχνικά» παραγωγές και συμπαραγωγές του Netflix να καίγονται στην πλατφόρμα χωρίς να κερδίσουν το πρεστίζ που αναζητούν και πριν προλάβουν να αγαπηθούν, είτε από το ευρύ είτε από το απαιτητικό κοινό.
Το «Passing» είναι κάτι άλλο. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Ρεμπέκα Χολ είναι μια αποκάλυψη, ένα κοινωνικό (και ρομαντικό) δράμα εποχής με διαχρονικές προεκτάσεις, ένα κομψοτέχνημα δαντελωτής υφής λουσμένο σε μια σειρά από αποχρώσεις και τονικότητες του λευκού και του μαύρου, μια ιστορία που έχει να κάνει με προσμονές, προκαταλήψεις και προσχήματα και ξετυλίγεται σαν γλυκόπικρο όνειρο που το στοιχειώνει μια υποβόσκουσα θλίψη και η επιθυμία της λύτρωσης.
Συναισθήματα δηλαδή και ευαισθησίες που όλοι μπορούν να νιώσουν, ασχέτως φύλου, φυλής και τάξης, ασχέτως αν ζουν στο σήμερα ή στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1920, όπως οι χαρακτήρες της ταινίας, η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο που είχε γράψει εκείνη την εποχή η Αφροαμερικανή (ανοιχτόχρωμη όμως, όπως οι δύο πρωταγωνίστριές της) συγγραφέας Νέλα Λάρσεν, εξέχον μέλος της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σκηνής που είχε συνδεθεί με την «αναγέννηση του Χάρλεμ» κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το «Passing» είναι ένα υπέρκομψο μελόδραμα βλεμμάτων, ψιθύρων και αισθήσεων που σε κάνει να νιώθεις σα να σου μεταδίδεται με τον πιο υποδόριο και αποτελεσματικό τρόπο η ουσία ενός βιβλίου ή μιας ιδέας, σαν ένα κρυστάλλινο όνειρο που έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν περιέχει όμως οριστικές απαντήσεις ούτε κραυγαλέα διδάγματα.
Να είσαι μαύρος ή μαύρη αλλά το ανοιχτό δέρμα σου να σου επιτρέπει «να περνάς» (“passing”) ως λευκός ή λευκή, με όλα τα προνόμια που αυτό τότε προϋπέθετε και εν μέρει ακόμα προϋποθέτει: αυτό είναι το κεντρικό αφηγηματικό μοτίβο της ιστορίας με ηρωίδες δύο γυναίκες που θα μπορούσαν να «περάσουν» για λευκές, μόνο η μία όμως το έκανε σβήνοντας έτσι όχι μόνο το παρελθόν της αλλά και την ίδια της την ταυτότητα, την ίδια της την υπόσταση.
Η μεσοαστή Αϊρίν (Τέσα Τόμσον), σύζυγος γιατρού (πάντα εξαιρετικός ο Άντρε Χόλαντ που είχαμε θαυμάσει και στο βραχύβιο, δυστυχώς, The Knick) και μητέρα δύο αγοριών, συναντά ξαφνικά μετά από χρόνια μια παλιά της γνώριμη από το Χάρλεμ, την Κλερ (Ρουθ Νέγκα), η οποία έχει πείσει τον ρατσιστή σύζυγό της (Αλεξάντερ Σκάσγκαρντ) και τον κοινωνικό της περίγυρο ότι είναι λευκή.
Κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία, μια καυτή καλοκαιρινή μέρα και τελειώνει με το δράμα να κορυφώνεται μια χιονισμένη νύχτα του χειμώνα.
Πέρα όμως από μια εξαιρετική σπουδή χαρακτήρων, οι οποίοι δοκιμάζονται από δυσμενείς συνθήκες και από έντονες κρίσεις ταυτότητας (φυλετικής, ταξικής, έμφυλης), η ταινία, η οποία προβάλλεται σε τετράγωνο κάδρο για να τονιστεί ίσως έτσι το περίκλειστο προαύλιο των ψευδαισθήσεών τους, προλαβαίνει με τον λεπτό, αιθέριο, εξπρεσιονιστικό και ονειρικό της τρόπο να εξερευνήσει κι ένα σωρό άλλες συναισθηματικές πτυχές: την ισχύ της επιθυμίας αλλά και της ζήλιας, τις αποφάσεις που μας κρατούν δέσμιους για πάντα, τον παραλογισμό των περιστάσεων που μπορούν να συντρίψουν ακόμα και την πιο συγκροτημένη προσωπικότητα.
Το «Passing» είναι ένα υπέρκομψο μελόδραμα βλεμμάτων, ψιθύρων και αισθήσεων που σε κάνει να νιώθεις σα να σου μεταδίδεται με τον πιο υποδόριο και αποτελεσματικό τρόπο η ουσία ενός βιβλίου ή μιας ιδέας, σαν ένα κρυστάλλινο όνειρο που έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν περιέχει όμως οριστικές απαντήσεις ούτε κραυγαλέα διδάγματα.