Στο Prisoners (2013) του Ντενί Βιλνέβ ο Τζέικ Τζίλενχαλ έχει θεωρητικά τον πιο άχαρο ρόλο, εκείνον του αστυνομικού που αναλαμβάνει το σκέλος της αστυνομικής διαδικασίας. Ο ίδιος όμως δίνει στον χαρακτήρα του στοιχεία που δεν υπάρχουν στο σενάριο.
Οι γερμένοι ώμοι, η κόπωση στην ομιλία και η εμμονή στο βλέμμα φανερώνουν έναν άνθρωπο για τον οποίο η υπόθεση που ανέλαβε, πέρα από τη διάσωση των νεαρών κοριτσιών και την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, αφορά και τη σωτηρία της ψυχής του. Έτσι γεννά από μόνος του μια υπο-ιστορία λύτρωσης μέσα στο έργο, ξεκινώντας από την υπόκωφη ένταση και φτάνοντας μεθοδικά μέχρι την εκδήλωση και την εκτόνωσή της.
Στο Guilty, αμερικανικό ριμέικ του ομώνυμου δανέζικου θρίλερ που έφτασε μέχρι την προεπιλογή για το ξενόγλωσσο Όσκαρ το 2018, υποδύεται και πάλι έναν αστυνομικό που αναζητά τη λύτρωση μέσω μιας υπόθεσης που προκύπτει. Μόνο που ο Τζίλενχαλ δεν είναι πια ο ίδιος ηθοποιός. Δεν γνωρίζουμε αν το κακό ξεκίνησε από το Nightcrawler ή από τη μοναδική αστοχία του Μπονγκ, το Okja, η ουσία είναι ότι κάπου εκεί ο Τζίλενχαλ αλλάζει υποκριτικά, γίνεται ένας ηθοποιός του οποίου τα εκφραστικά μέσα βρίσκονται διαρκώς σε υπερδιέγερση, ένας πρωταγωνιστής που κάνει τον Πατσίνο των ‘90s να φαντάζει σαν Πατσίνο των ‘70s συγκριτικά.
Στο Guilty ο Τζίλενχαλ ξεκινά σχεδόν με το καλημέρα με τη μηχανή στη μεγάλη σκάλα. Και με αυτό τον τρόπο όταν οι έξυπνοι ελιγμοί της πλοκής εντείνουν το αδιέξοδο του χαρακτήρα, το ξέσπασμά του δεν έχει τον ανάλογο αντίκτυπο, ακριβώς γιατί δεν μοιάζει για τέτοιο – ας μην πιάσουμε την κάθαρση του φινάλε.
Στο Guilty ο Τζίλενχαλ ξεκινά σχεδόν με το καλημέρα με τη μηχανή στη μεγάλη σκάλα. Και με αυτό τον τρόπο όταν οι έξυπνοι ελιγμοί της πλοκής εντείνουν το αδιέξοδο του χαρακτήρα, το ξέσπασμά του δεν έχει τον ανάλογο αντίκτυπο, ακριβώς γιατί δεν μοιάζει για τέτοιο.
Όλο το εγχείρημα, αν και σε γενικές γραμμές εξαιρετικά πιστό στο original, σε βαθμό που να μην έχει κάτι για να αποζημιώσει μη «παρθένους» θεατές, είναι πιο εξωστρεφές από εκείνο το φιλμ.
Στο τηλεφωνικό κέντρο της αμέσου δράσεως, όπου ο κεντρικός ήρωας κάνει τη βάρδιά του και θα εμπλακεί σε μια υπόθεση απαγωγής, την οποία θα αναλάβει προσωπικά, ώστε να εξιλεωθεί για κρίματα του παρελθόντος, έχουν προστεθεί video wall, όπου φαίνονται πυρκαγιές που μαίνονται στην περιοχή. Λες και το σκοτεινό background, που τόσο πετυχημένα διόγκωνε το αίσθημα κλειστοφοβίας στο πρωτότυπο, θα κούραζε τον θεατή κι έπρεπε να του ανοίξουμε ένα παράθυρο στον έξω κόσμο, για να σπάσουμε την οπτική μονοτονία.
Οι πυρκαγιές έχουν, φυσικά, και συμβολικό χαρακτήρα, θα σβήσουν όταν ο ήρωας κάνει το σωστό κι αυτή είναι η έτερη διαφορά του remake από το πρωτότυπο. Εδώ η μεταμέλεια όχι μόνο κατονομάζεται, αλλά υπερτονίζεται, σε βαθμό που το θεματικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται.
Έτσι, από ένα φιλμ που άνετα μπορεί να διαβαστεί σαν κριτική πάνω στην ευκολία με την οποία εξάγουμε συμπεράσματα στη σοσιαλμιντιακή μας πραγματικότητα και στα επακόλουθα λαϊκά δικαστήρια, καταλήγουμε με μια καταγγελία κατά της αστυνομικής βίας και της κατάχρησης εξουσίας, η οποία δεν στηρίζεται επαρκώς από τη δραματουργία.
Φυσικά, επειδή πρέπει να σκεφτούμε κι εκείνον τον θεατή που ιδέα δεν έχει για την προϊστορία του έργου και απλά θα πατήσει το play όταν ο αλγόριθμος του Netflix το φέρει μπροστά στην οθόνη του, το remake του Guilty κρατά το ενδιαφέρον χάρη στη σφιχτοδεμένη του πλοκή και την ένταση των διαλογικών αντεγκλήσεων, αμφότερες πιστές στο πρωτότυπο, σε βαθμό που αναρωτιέσαι πόσες εργατοώρες έφαγε ο Νικ Πιτζολάτο του True Detective πάνω στη σεναριακή διασκευή.
Αν, όμως, αναζητάς να ακούσεις την ιστορία ενός χαρακτήρα έγκλειστου κυριολεκτικά και μεταφορικά, ευρισκόμενου σε οριακό σημείο κι απεγνωσμένου να λυτρωθεί, ανεξάρτητα από το κόστος, και τη θες οπωσδήποτε σε πακέτο συγκλονιστικής παράστασης για έναν ρόλο, θα την εντοπίσεις στο Locke (2013) του Στίβεν Νάιτ με τον Τομ Χάρντι, ένα γνήσιο υπαρξιστικό διαμαντάκι που έχει αδίκως ξεχαστεί.