ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΕΜΟΙΑΖΕ εξαιρετική η ιδέα να ολοκληρωθεί τελετουργικά στα Ιεροσόλυμα η περιοδεία που είχε επιχειρήσει ανά την Ευρώπη το 1972 ο Λέοναρντ Κοέν, λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό βάρος της εβραϊκής καταγωγής του αείμνηστου Καναδού ποιητή και τραγουδοποιού. Όπως όμως μπορεί να δει κανείς στην ταινία Bird on a wire, το απείρως αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει στα παρασκήνια εκείνης της «επεισοδιακής» περιοδείας (και ποια περιοδεία δεν ήταν «επεισοδιακή» εκείνες τις εποχές, βέβαια) ο Βρετανός κινηματογραφιστής Τόνι Πάλμερ, παραλίγο αυτή η συναυλία να εξελιχθεί σε απόλυτη συντριβή για την ιδιαιτέρως ευάλωτη εκείνη την περίοδο αυτοπεποίθηση του Κοέν που κόντευε τα σαράντα, χωρίς ακόμα να είναι σίγουρος ότι ήταν σωστή η απόφασή του να παραμερίσει το γράψιμο και να ενταχθεί στο ροκ πανηγύρι.
Υπήρχε τόσος θάνατος και τρόμος στον κόσμο. Αποφάσισα να φροντίσω τον μικρό μου κήπο. Μπορεί να μην είναι ακριβώς ο κήπος που ήθελα, αλλά είναι ο δικός μου μικρός κήπος και θα κάνω το καλύτερο που μπορώ».
Δύο μέρες πριν από την εμφάνιση στην Ιερουσαλήμ, που είχε οριστεί για τις 21 Απριλίου, ο Κοέν και η μπάντα του είχαν παίξει στο Τελ-Αβίβ και είχαν γίνει μάρτυρες της βίαιης συμπεριφοράς των αστυνομικών ενάντια στους μακρυμάλληδες και μη νέους που αποτελούσαν το κοινό της συναυλίας στο Γιαντ Ελιάου, το ιστορικό γήπεδο της Μακαμπί. Ακόμα κι αυτή η ατμόσφαιρα έμοιαζε ήπια και διαχειρίσιμη συγκριτικά με το χάος που επικράτησε στη συναυλία της Ιερουσαλήμ όταν ο Κοέν –καταβεβλημένος από την κόπωση, τις ουσίες και την αβάσταχτη πίεση της «ιστορικής» του εμφάνισης στην ιερή πόλη– εγκατέλειψε τη σκηνή, λέγοντας στους θεατές ότι δεν μπορεί να συνεχίσει και ότι δικαιούνται να τους επιστραφεί το αντίτιμο του εισιτηρίου.
Οι ουσίες κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας που σημαδεύτηκε από διάφορα απρόοπτα μπορεί να είχαν συντελέσει στην κατάσταση αποσύνθεσης που έμοιαζε να βρίσκεται εκείνη την ώρα ο Λέοναρντ Κοέν, εν τέλει όμως ήταν αυτές που όχι μόνο έσωσαν τη συναυλία αλλά τη μετέτρεψαν σε μια υπερβατική και μυσταγωγική εμπειρία για όλους τους παρευρισκόμενους. Ενθαρρυμένος ίσως και από το πλήθος που τον καλούσε πίσω, τραγουδώντας εν χορώ το παραδοσιακό «Hevenu Shalom Aleichem», και κατόπιν πολλών διαβουλεύσεων, ο Κοέν αποφάσισε να ξυριστεί για να νιώσει καλύτερα και αναζητώντας στα πράγματά του ένα ξυραφάκι, βρήκε ένα ξεχασμένο φακελάκι το οποίο περιείχε LSD. «Και σαν τη Θεία Ευχαριστία», θα έλεγε αργότερα, «έσκισα τον φάκελο και μοίρασα σε κάθε μέλος της μπάντας από μια μικρή δόση». Μετά από λίγη ώρα, ξυρισμένος και εντελώς «αλλού», οδήγησε το συγκρότημα πίσω στη σκηνή και αυτό που ακολούθησε, με αρχή το «So long Marianne», μόνο με μεταφυσικούς όρους μπορεί να περιγραφεί.
Θυμήθηκα αυτήν τη φοβερή σκηνή από το Bird on a wire (που ήταν χαμένο για χρόνια και κυκλοφόρησε ξανά σε αποκατεστημένη DVD κόπια το 2010), διαβάζοντας αυτές τις μέρες για ένα βιβλίο του Καναδο-ισραηλινού συγγραφέα Matti Friedman που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Who by fire: Leonard Cohen in the Sinai και έχει να κάνει με την επόμενη επίσκεψη του Κοέν στο Ισραήλ, ενάμιση χρόνο μετά, κατά τη διάρκεια του Δ’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (γνωστού ως Πολέμου του Γιομ Κιπούρ), τον Οκτώβριο του 1973. Όπως φαίνεται, ο Κοέν είχε επιστρέψει στην Ύδρα μετά από εκείνη την περιοδεία, αλλά τρωγόταν διαρκώς με τις σάρκες του και ο πόλεμος του Ισραήλ ήταν η ευκαιρία του να αποδράσει από την προσωπική του κρίση και να χαθεί σε μια κρίση που η κλίμακά της τον ξεπερνούσε, έμοιαζε όμως και να τον περιλαμβάνει, ως μέλος της διασποράς. Και σηκώθηκε και πήγε μόνος του, χωρίς αποσκευές, ως εθελοντής. Και βρέθηκε τελικά με μια κιθάρα στο μέτωπο να τραγουδάει ανάμεσα σε φαντάρους αλλά και υψηλούς βαθμοφόρους, όπως ο αρχιστράτηγος (τότε, και μετέπειτα πρωθυπουργός) Αριέλ Σαρόν.
Ο Λέοναρντ Κοέν στο «Bird on a wire»
Πάντως, το πιο ελκυστικό στοιχείο αυτού του βιβλίου, αν κρίνει κανείς από τα σχετικά δημοσιεύματα, είναι κάποια αποσπάσματα από ημερολόγια του Κοέν εκείνης της περιόδου, όπου περιγράφει την αδιέξοδη κατάσταση που βίωνε πλέον ο ίδιος στην Ύδρα πλάι στη Σουζάν (Έλροντ, καμία σχέση με το τραγούδι), τη μητέρα του νεογέννητου γιου του: «… Τα δόντια μου έτριζαν καθώς κοίταζα το ναυάγιο της ομορφιάς, παγιδευμένος στο μίσος, οχυρωμένος διαρκώς στη δική μου μεριά του κρεβατιού, ακούγοντας τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου να ουρλιάζει “όχι, δεν μπορεί να είναι αυτή η ζωή μου”». Μετά την εμπειρία του όμως στο μέτωπο (έστω και στα μετόπισθεν), φαινόταν αποφασισμένος να κάνει άλλη μια προσπάθεια: «Υπήρχε ένα μικρό παιδί, υπήρχε ένα ωραίο σπίτι στην Ύδρα, υπήρχε η Σουζάν, η ιστορία που είχαμε. Από την άλλη, υπήρχε τόσος θάνατος και τρόμος στον κόσμο. Αποφάσισα να φροντίσω τον μικρό μου κήπο. Μπορεί να μην είναι ακριβώς ο κήπος που ήθελα, αλλά είναι ο δικός μου μικρός κήπος και θα κάνω το καλύτερο που μπορώ».
Το καλύτερο που μπορούσε όμως μάλλον δεν ήταν αρκετό τελικά και σίγουρα δεν χωρούσε σε «μικρούς κήπους». Μετά τον Άνταμ, έκανε με τη Σουζάν άλλο ένα παιδί, τη Λόρκα, χώρισαν όμως οριστικά λίγα χρονιά μετά. Αργότερα εκείνος θα έλεγε ότι ήταν «ο φόβος» και «η δειλία» που τον είχαν εμποδίσει να την παντρευτεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.