Γεννήθηκα στην Καστέλλα, στη συνέχεια μετακινηθήκαμε προς Νεάπολη, Β’ Πειραιώς και στη Λεύκα, όπου πέρασα μια επταετία υπέροχη της ζωής μου ‒ μετά επιστρέψαμε Καστέλλα. Από εκεί έφυγα πια όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο. Ο Πειραιάς έχει μείνει ως κάτι πολύ δυνατό μέσα στην καρδιά μου, και ως ανάμνηση αλλά και ως κουλτούρα, με τα πάντα του.
Αυτό που θυμάμαι περισσότερο, φυσικά, είναι το σινεμά γιατί από πολύ μικρός κόλλησα και δεν είχα μια «φυσιολογική» εξέλιξη σε σχέση με αυτά που έκαναν τα άλλα παιδάκια. Το μυαλό μου ήταν εκεί, και γι’ αυτό έχω φάει κανιβαλισμό, τιμωρίες, κοροϊδία, και στο σπίτι και όπου θες. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από κινηματογραφική αίθουσα ήταν από τη «Μουσίτσα», που ήμουν δυόμισι χρονών. Η αδερφή μου, όταν είδε το Fabelmans του Σπίλμπεργκ, στην πρώτη σκηνή με τον πιτσιρίκο είπε «α, ο Παναγιωτάκης!».
• Στο δημοτικό ήμουν άριστος. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο ήμουν πολύ επαναστατημένος και δεν μπορούσα να συμμαζέψω το μυαλό μου. Βγήκαν οι ανησυχίες, η εφηβεία, όμως όταν ήρθε η ώρα, θυσίασα το σινεμά για έναν χρόνο, γιατί είχα αντιληφθεί ότι θα σήμαινε πολλά το να περάσω. Ήξερα ότι το πανεπιστήμιο θα με απελευθέρωνε από μια σειρά πραγμάτων και καταπιέσεων.
• Καθώς μεγάλωνα, δεν μπορούσα να αντιπαλέψω τις πιέσεις του σπιτιού, δεν είχα κάτι συγκεκριμένο να αντιτάξω. Ενώ είχα φοβερή φαντασία στην έκθεση και μια ευκολία στη σύνθεση των λέξεων, ήμουν σίγουρος ότι δεν ενδιαφερόμουν ούτε να σκηνοθετήσω ούτε να γράψω. Για ηθοποιός ούτε να το συζητήσω. Δεν μπορώ τα ακροατήρια, παρόλο που μέσα από τη δουλειά μου υποχρεώθηκα πολλές φορές να βρεθώ μπροστά τους. Ο φακός δεν με πείραζε, με το ζωντανό ακροατήριο είχα θέμα, άρα με το θέατρο, με το να παίζω ρόλο.
Το καλοκαίρι που έκλεισα τα 17 μου, επηρεασμένος από ένα ποίημα του Καββαδία που είχα ανακαλύψει στα 13 και με έχει σημαδέψει («μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί / και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,/ κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,/ θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει») ‒δεν ξέρω από πού πιάστηκα‒, συνειδητοποίησα ότι αυτό θέλω να κάνω: να βλέπω έργα. Υπάρχει επάγγελμα τέτοιο, σκέφτηκα, θα το κάνω δουλειά.
Έτσι κύλησε όλη μου η ζωή. Τα καλοκαίρια δεν πήγαινα πουθενά, τα πέρναγα στα θερινά σινεμά, όπου έπαιζαν όλα τα παλιά. Έβγαινα από το ένα, πήγαινα στο άλλο, προγραμμάτιζα συντονισμένα τις περιοχές. Εμπειρίες διακοπών τύπου Αλίκη στο Ναυτικό και Κορίτσια για φίλημα δεν έχω να σου πω.
Γιατί ασχολούμαστε ακόμα με τα Όσκαρ; Κρύβει πολύ βαθιά μια μεγάλη αλήθεια αυτός ο θεσμός, και αυτή η αλήθεια του και το αδιάβλητο έχουν τεράστια γοητεία, αυτό είναι το μυστικό.
• Με το που μπήκα στη Νομική Αθηνών, αυτομάτως βρήκα δουλειά στη δημοσιογραφία. Δεν είχα κλείσει ακόμα τα 19 όταν ξεκίνησα στην «Εστία». Ήμουν στο μισθολόγιο από τότε. Τώρα έχω συνταξιοδοτηθεί γιατί έχω συμπληρώσει τα χρόνια – και παραπάνω! Είχε αδειάσει, λοιπόν, θέση για την κάλυψη του υπουργείου Δικαιοσύνης και χωρίς δεύτερη σκέψη είπα «ναι», γιατί αισθάνθηκα ότι μου είχε έρθει ένα δώρο από κάπου, ότι άνοιγε μια πόρτα.
Έκανα όλες τις δουλειές, ό,τι θες, έγραφα τα φαρμακεία, τα λαχεία, τα κέρατά μου, στο πλαίσιο του ρόλου που έπρεπε να παίξω για να κερδίσω αυτό που ήθελα, να το πάω εκεί που ήθελα σιγά-σιγά. Η ζωή μου είχε αποκτήσει νόημα, δεν είχα αγωνία πια.
• Στην «Εστία» γράφαμε στην καθαρεύουσα. Εγώ, ως της Νομικής, εκείνη την εποχή ήμουν πολύ της καθαρεύουσας, κι ακόμα μου ξεφεύγει καμιά φορά. Και όταν περάσαμε στη δημοτική, και στις διαβαθμίσεις ήμουν καλός. Εκεί, λοιπόν, έμαθα το ήθος. Ήμουν 19 χρονών και μου μίλαγαν όλοι οι ακαδημαϊκοί με τα κοστούμια στον πληθυντικό. Δεν με είπε κανείς «Παναγιώτη».
Ο Κύρου μου είχε ζητήσει να βοηθάω και τον κριτικό Τώνη Τσιρμπίνο, που ήταν και αντιπρόεδρος της Ταινιοθήκης – εκεί ξημεροβραδιαζόμουν και μορφωνόμουν κινηματογραφικά. Τους έγραφα και κάποια κείμενα. Η «Εστία» είχε λίγο προσωπικό και πλήρωνε τους δημοσιογράφους με τη συλλογική σύμβαση, γι’ αυτό και τους επέτρεπε να δουλεύουν κι αλλού. Ο Τσιρμπίνος στην «Εστία» είχε το θέατρο, το σινεμά και χρειαζόταν μια ανάσα. Τότε άρχισα να πηγαίνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και εκεί το πράγμα πήρε μια επισημότητα. Πήγαινα όπου με στέλνανε, ήμουν άλογο κούρσας.
• Για ρεπορτάζ πήγαινα και στην ΕΡΤ, που τότε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Εκείνη την περίοδο, το ’80-’81, διοργάνωνε τον Μουσικό Αύγουστο στην Κρήτη που περιλάμβανε και κινηματογραφικό πρόγραμμα σε καθημερινή βάση, με προπολεμικές αμερικανικές και γαλλικές ταινίες που τις είχε δανειστεί από την Ταινιοθήκη. Υπέροχος άνθρωπος ήταν ο Χατζιδάκις, και το ’λεγε η περδικούλα του. Είχε κανονίσει με τον δήμο του Ηρακλείου να εκπέμπει ένα δίωρο καθημερινά, 10-12 το πρωί, και να αναμεταδίδει το πρόγραμμα η ΕΡΤ. Εγώ, εν τω μεταξύ, γνώριζα και τον Άρη Δαβαράκη που θα ήταν εκεί. Τους είπε, λοιπόν, ο Χατζιδάκις: «Δεν λέτε εκείνου του ψηλού παιδιού που του αρέσει το σινεμά μήπως ενδιαφέρεται;».
Έτσι πήγα και ανέλαβα σε εκείνη την καθημερινή εκπομπή το κινηματογραφικό κομμάτι των εκδηλώσεων. Αλλά δεν έλεγα πράγματα που θα έλεγε ένας πιτσιρικάς. Μια μέρα ήρθε επίσκεψη στο στούντιο ο διευθυντής του «Ταχυδρόμου», ο Νίκος Κυριαζίδης, αφού δούλευε ο Δαβαράκης εκεί, την ώρα που εγώ μιλούσα για την Κληρονόμο του Γουάιλερ, επειδή είχαν αφιέρωμα στον συνθέτη Άαρον Κόπλαντ. Τα χάσανε γιατί το είχα πιάσει από τον Χένρι Τζέιμς και το μυθιστόρημα Washington Square και το πήγα μέχρι τη Λαμπέτη, που είχε ανεβάσει το έργο στο Μουσούρη.
• Ύστερα από κανένα δίμηνο με παίρνει ο Δαβαράκης και μου προτείνει το τηλεοπτικό ρεπορτάζ του «Ταχυδρόμου». Ήθελε ο Κυριαζίδης να αναβαθμίσει το τηλεοπτικό και σκέφτηκε να δώσει άλλη έμφαση μέσα από μένα που ασχολιόμουν με τα κινηματογραφικά. Θα έλεγα όχι; Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν την οδό Λαμπράκη.
Η πρώτη συνέντευξη που έκανα τότε ήταν με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου για ένα σίριαλ που ετοίμαζαν, τους «Μυστικούς Αρραβώνες» του Ξενόπουλου, με τη Βαλσάμη και τον Ερρίκο Ανδρέου. Τη Νομική την παράτησα, στο τρίτο έτος ήρθε ο εαυτός μου και μου είπε «διάλεξε» και δεν το σκέφτηκα ούτε λεπτό. Και απ’ το σπίτι τότε δεν μου πήγαν κόντρα, από τη στιγμή που αυτό που αποφάσισα σε εκείνους όχι μόνο δεν θα κόστιζε, αλλά μπορεί και να τα ’φερνε.
Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να αφήσω την «Εστία» λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά συνέχισα να γράφω κριτικές κινηματογράφου μέχρι τέλους, μέχρι να φύγει από την οικογένεια Κύρου, το 2014, όταν έφυγε και ο Ζαούσης, αλλαγή που συνέπεσε με τη δική μου συνταξιοδότηση. Κι έδινα εντελώς διαφορετικά κείμενα όλα αυτά τα χρόνια, άλλαζα ρόλους και το ευχαριστιόμουν γιατί έβλεπα τις ταινίες υπό άλλο πρίσμα. Κάθε τομέας της κινηματογραφικής παραγωγής μπορεί να δώσει και διαφορετική ματιά, κι εγώ δεν καταδέχομαι να κάνω copy paste ούτε στον εαυτό μου.
• Σταδιακά ξύπνησε μέσα μου η Νομική, πράγματα που είχα μάθει και δεν τους είχα δώσει καμία σημασία άρχισαν να σκάνε. Ο δικαστής θέλει γεγονότα, όχι ερμηνείες ή υποθέσεις. Αυτό με έβαλε σε σκέψη για το πώς βλέπω τα έργα και με οδήγησε στον Αριστοτέλη: είμαστε εργοκεντρικοί και όχι ποιητοκεντρικοί, κοιτάμε τι λέει το έργο και όχι ο ποιητής. Όταν σε μια υπόθεση εξιχνίασης φόνου μπλοκάρεις, το αγγλικό δίκαιο λέει «go back to the corpse». Αυτό θα σε οδηγήσει. Αντίστοιχα, στο σινεμά, «go back to the script». Αναζητούν συχνά τις προθέσεις του δημιουργού. Πού τις ξέρεις μωρέ τις προθέσεις του δημιουργού; Αφού μπορεί να μην τις ξέρει ούτε ο ίδιος. Αυτό που βλέπουμε σε ένα έργο δεν είναι απαραίτητα η θέση του συγγραφέα, είναι η θέση του ήρωα. Το ζητούμενο είναι να ξέρει ο συγγραφέας να γράψει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Μπορεί να είσαι κομμουνιστής και να γράψεις το πορτρέτο ενός φασίστα. Άρχισαν μέσα μου όλα αυτά να βγάζουν νόημα.
• Τον «Ταχυδρόμο» τον έκλεισε ο κύριος Ψυχάρης, θεός σχωρέσ’ τον. Έξι-επτά χρόνια πριν μου είχαν πει να αναλάβω το τηλεοπτικό στα «Νέα», αλλά κάποιες φορές μού ζήταγαν και κινηματογραφικά κομμάτια από εκδηλώσεις και φεστιβάλ στα οποία πήγαινα. Όταν πήγα, ας πούμε, στην πρεμιέρα του πρώτου Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον το ’89 στο Λονδίνο, μου ζήτησαν να δώσω κομμάτι και σε αυτούς.
Τότε αναπτύσσονταν οι σελίδες με το τηλεοπτικό πρόγραμμα κι εγώ έγραφα για τις ταινίες που παίζονταν στην τηλεόραση, δίνοντας μια άλλη προσέγγιση. Είχα κάνει, ας πούμε, συνέντευξη με τη Μελίνα Μερκούρη όταν θα έπαιζαν στην τηλεόραση τη «Στέλλα» ή με τη Βουγιουκλάκη για το «Δόλωμα», από το οποίο είχα και προσωπική εμπειρία: είχα πάει να το δω πιτσιρίκος και δεν με άφησαν να μπω επειδή ήταν ακατάλληλο. Από κει κι έπειτα έγραφα στο «TV Ζάπινγκ» και σε πολλά άλλα έντυπα, είχα χάσει τον έλεγχο, είχα πάρει φόρα. Χρειαζόταν ένα μέτρο, για να μην εξαντλούμαι. Αλλά στη δική μου φιλοσοφία δεν υπάρχει τίποτα χαμένο, ό,τι έχεις κάνει σου ανοίγει το μυαλό.
• Αρχείο δεν έχω κρατήσει για τίποτα, είναι μεγάλη παγίδα, δεν σου επιτρέπει να εξελιχθείς, σε παγιδεύει στο πριν. Όποιος ενδιαφέρεται για τη δουλειά σου, ψάχνει και σε βρίσκει.
• Με την έλευση των ιδιωτικών καναλιών, με κάλεσε και η τηλεόραση. Στο Mega ξεκίνησα, αλλά το βασικό κανάλι όπου έμεινα ήταν το Seven-X. Δεν τη γούσταρα καθόλου την τηλεόραση, αλλά το ξέρω ότι έχει γράψει πάνω μου. Αυτό που ζήταγαν εκεί από μένα, μια καραγκιοζοποίηση, δεν ήταν το δικό μου ζητούμενο. Όταν έφερνα αντιρρήσεις, παρεξηγούνταν αυτοί που ήθελαν να διαφημιστούν και δεν με κάλυπτε το κανάλι.
• Εν τω μεταξύ, πήγαινα κάθε χρόνο στα φεστιβάλ, Βερολίνο, Βενετία, Κάννες. Το ’87 στις Κάννες οι αδερφοί Σπέντζοι που έχουν το Ιντεάλ και τη Σπέντζος Φιλμς και τότε είχαν την αντιπροσωπεία της Fox στην Ελλάδα με σύστησαν σε μια Αμερικανίδα ιταλικής καταγωγής, τη Φραν Ζελ, καλή της ώρα. Ήταν επικεφαλής του publicity department των ταινιών της 20th Century Fox, δηλαδή του τμήματος που είναι αρμόδιο για τη στρατηγική προώθησης των ταινιών. Είναι ένας κλάδος κινηματογραφικός που εκπροσωπείται στην Ακαδημία με ένα μικρό ποσοστό, ψηφίζουν για τις υποψηφιότητες της Καλύτερης Ταινίας, αλλά και για όλα τα βραβεία, όπως ψηφίζουν όλοι για όλους. Της είπα ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω στα Όσκαρ. Την ξαναείδα και τον επόμενο χρόνο στις Κάννες.
Τον Φλεβάρη του ’89 με παίρνουν τηλέφωνο στο σπίτι και μου λένε ότι είναι από το γραφείο της Φραν Ζελ στην Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου και ότι έχω πρόσκληση για τα Όσκαρ. Μόνο που δεν τους έβρισα, νόμιζα ότι κάποιος είχε το θράσος να μου κάνει πλάκα. Την επόμενη μέρα οι Σπέντζοι με ρώτησαν αν είχα μιλήσει με τη Φραν Ζελ. Τους είχε πάρει και είχε ζητήσει το τηλέφωνό μου – δεν πήγε το μυαλό μου γιατί δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Τέλος πάντων, την πήρα τηλέφωνο, με ρώτησε πού να στείλει την πρόσκληση, μου εξήγησε ότι τα μέλη της Ακαδημίας είχαν τη δυνατότητα να προσκαλέσουν κάποια άτομα και με είχε σκεφτεί.
• Στο μεταξύ εγώ έκανα ήδη συστημική ψυχοθεραπεία και αμέσως πήγα στον therapist γιατί έπαθα κρίση πανικού. Ένιωσα λες και είχα ολοκληρώσει τον κύκλο μου και θα πέθαινα! Ευτυχώς, μέσα στο αεροπλάνο δεν μου ξανάρθε, είχα αρχίσει να το δούλευα. Μου είχε πει να πιω ένα ουίσκι και μισό Visken για το μπλοκάρισμα της αδρεναλίνης – το έδιναν προληπτικά και για την πίεση, τώρα το έχουν σταματήσει, ο Καραμανλής, λέει, το έπαιρνε από τα 40 του. Με το που φτάσαμε ένιωσα ένα δέος τεράστιο, που όμως είχε να κάνει με το ότι τα κατάφερα. Από πού κι ως πού εγώ να πετύχω κάτι τέτοιο; Σαν να εκδηλώθηκε μια χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Εν πάση περιπτώσει, κάλυψα τη χρονιά που πήρε το Όσκαρ το «Rain Man» για τον «Ταχυδρόμο», τα «Νέα» και ραδιοφωνικά για τον TopFM. Με ξανακάλεσαν την επόμενη χρονιά, έβλεπαν ότι δεν είμαι κανένα ψώνιο ή wannabe που πήγαινε για τις φωτογραφίες, και τον τρίτο χρόνο η Φραν Ζελ μου είπε ότι είχε αιτηθεί να γίνω permanent guest της Ακαδημίας. Κι έτσι πήγαινα συνολικά για 21 χρόνια στα Όσκαρ, μέχρι το 2010.
• Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, λειτούργησε για μένα μια φάμπρικα σπουδών. Όλοι οι άνθρωποι του κινηματογράφου που γνώριζα δίδασκαν στα πανεπιστήμια, κατέχοντας ειδικές έδρες. Ας πούμε, είχα γνωρίσει τον Ρόμπερτ Τζόουνς που δίδασκε στο University of Southern California, σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ένα μάθημα για τη λογική του μοντάζ κατά τη συγγραφή του σεναρίου. Έβλεπαν ότι είχα έφεση, μου έβγαζαν συστατικές και πήγαινα να παρακολουθήσω courses. Κάποια από αυτά δεν ολοκληρώνονταν τις μέρες που ήμουν εκεί – βέβαια πήγαινα αρκετές φορές τον χρόνο με διάφορες αφορμές, π.χ. για τα junkets, παρόλο που δεν τα ήθελα, όμως πολλά ταξίδια τα έχω πληρώσει από την τσέπη μου. Έτσι έφευγαν τα λεφτά, αλλά χαλάλι τους.
Κάποια στιγμή μπήκα πολύ βαθιά και θυμήθηκα, με όλα αυτά τα ειδικά σεμινάρια σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, σεναρίου, μοντάζ, μια κουβέντα που μου είχε πει στα ξεκινήματά μου η Ελένη Βλάχου, όταν δημοσίευσε στην «Καθημερινή» το πρώτο κομμάτι που είχα γράψει για τα Όσκαρ, εξηγώντας μου γιατί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δεν έγινε δημοσιογράφος: επειδή ήταν σοφός και διαβασμένος και έγραφε με ύφος που απευθυνόταν μόνο σε μυημένους. «Ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει και μια επιπολαιότητα στην προσέγγιση, να τα γράφει και λίγο στον αέρα, να ψάχνει, αλλά όχι τόσο βαθιά, γιατί τότε ξεφεύγει από τη δημοσιογραφία και πηγαίνει σε κάτι άλλο – έρευνα, επιστήμη».
Το θέμα ήταν πώς ήθελα να εξελίξω τις γνώσεις που είχα αποκτήσει. Συνειδητοποίησα ότι αν το συνέχιζα, έπρεπε να περάσω στην απέναντι όχθη. Κι αν πέρναγα, τι θα γινόμουν; Μοντέρ; Ενδυματολόγος; Εκεί έβαλα ένα φρένο. Είχα κουραστεί κιόλας. Είχα ξεκινήσει να πηγαίνω και στις Χρυσές Σφαίρες, που δεν τις εκτιμώ, αλλά με πλησίασαν, μου φέρθηκαν εξαιρετικά – απλώς το όλο πράγμα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα, είναι κάτι κατασκευασμένο, εκεί είναι η ένστασή μου. Σιγά που θα έλεγα όχι. Αλλά συγχρόνως εδώ είχα ραδιόφωνο, τηλεόραση, περιοδικό, εφημερίδα – την εξαετία της τηλεόρασης τα είχα όλα αυτά μαζί.
• Ακριβώς επειδή ξεκίνησα σε πολύ μικρή ηλικία και έτρεχα παντού, όπως καταλαβαίνεις, μου την πέσανε. Με πλησίαζαν και όλα αυτά τα μυθικά πρόσωπα, Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη, Ειρήνη Παπά, εγώ όμως είχα καταλάβει πως αν άρχιζα να πηγαίνω στα σπίτια και στα εξοχικά τους, μπορεί να έχανα την ταυτότητα και την υπόστασή μου ως κριτικού. Γενικά ήμουν συγκρατημένος, γιατί όλοι τους έκαναν κάτι για το οποίο εγώ θα έπρεπε να γράψω. Στερήθηκα την παρέα τους, την απέφευγα ακριβώς επειδή ήθελα να μένω πιστός σε αυτή την αρχή, που μπορεί να είναι και λάθος.
• Έναν μεγάλο έρωτα πρέπει να τον σώσεις προτού φθαρεί. Το 2007, λοιπόν, μου έγινε ένα περίεργο κλικ. Εκείνη τη χρονιά είχε έρθει στην απονομή η Άννα Βίσση με την Πατρίσια Φιλντ, που ήταν υποψήφια με τα κοστούμια του «Devil wears Prada». Είχαμε βρεθεί πολλές φορές με την Άννα, για φαγητό, με είχε γνωρίσει σε παραγωγούς – τη γουστάρω πολύ, όπως και την Ντενίση. Με κάλεσαν στο after party που θα έκανε η Πατρίσια κι εγώ δεν μπορούσα να πάω γιατί έπρεπε να γράψω.
Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα πως όλα αυτά τα χρόνια, όλο αυτό το πράγμα που το θαυμάζουν ή το φθονούν, εγώ το περνάω σαν είλωτας – επειδή το γουστάρω βέβαια. Μετά τις απονομές εγώ έπρεπε να καλύψω τη διαφορά των ωρών, με περίμεναν περιοδικά, εφημερίδες και ό,τι άλλο μπορεί να είχα, το καθένα με το δικό του ωράριο. Μου βγήκε παράπονο βασικά απέναντι στον εαυτό μου. Από την άλλη, χωρίς να δουλεύω, πώς θα συνέχιζα να πηγαίνω εκεί; Ήταν συγκεκριμένη η θέση μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που ήταν να πάρω το είχα πάρει. Έτσι τα επόμενα χρόνια αποφάσισα σταδιακά να σταματήσω και το ’10 πήγα να υπογράψω το χαρτί του διαζυγίου.
• Η τελετή απονομής των Όσκαρ πρακτικά είναι ένα 48ωρο εξοντωτικό για τα ανθρώπινα όρια. Το Σάββατο το πρωί πήγαινα στο θέατρο για το συμπόσιο των υποψηφίων για ξενόγλωσση ταινία. Μετά είχε διάφορα προεόρτια, συγκεντρώσεις, πάρτι, και το βράδυ όλο και κάποιο dinner θα γινόταν. Σε ένα τέτοιο, παραμονή, είχα γνωρίσει και την Μπάρμπρα Στράιζαντ. Το βράδυ του Σαββάτου δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την ξεσηκωμάρα.
Το πρωί της Κυριακής παραμιλούσα, θυμόμουν όλες τις κατηγορίες και τους υποψήφιους με τη σειρά απέξω. Στις 2 το μεσημέρι τοπική ώρα έπρεπε να είμαι εκεί γιατί στις 5 ξεκινά η απονομή, αλλά πρέπει να είσαι νωρίτερα για τους ελέγχους και τα σουρταφέρτα και αφού μπεις δεν μπορείς να βγεις, ώστε να ελευθερώνεται ο χώρος για την άφιξη των υποψηφίων. Μέσα στο θέατρο είναι όλα πολύ αυστηρά, έχεις συγκεκριμένη θέση και δεν μπορείς να κουνηθείς γιατί όλες οι κάμερες είναι ρυθμισμένες με πλάνα για το πού κάθεται ο καθένας, γίνεται μοντάζ στον αέρα. Πάντα χειροκροτούσα όλους τους υποψήφιους, γιατί καταλάβαινα τι σήμαινε αυτό.
Δύο φορές είχα παρακολουθήσει και τις πρόβες, ως μέλος του international crew του ABC που έχει τα τηλεοπτικά δικαιώματα, και είδα συγκλονιστικά πράγματα για το πώς στήνεται η παραγωγή. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι ένα τηλεοπτικό σόου που λειτουργεί με τηλεοπτικούς όρους. Μετά πήγαιναν όλοι στα πάρτι κι εγώ έπρεπε να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να παραγγείλω φαγητό και να ξεκινήσω.
• Ποιος ήταν ο καλύτερος παρουσιαστής, ποια ήταν η καλύτερη βραδιά, όλα αυτά, τα του σόου, δεν με αφορούν. Κάθε χρόνο διαφωνώ με τα αποτελέσματα, σκοπός μου δεν είναι να συμφωνήσω, αλλά να πάρω το μάθημα, να δω πού κατέληξαν αυτά που ξέρω, τι όρισαν ως επιτεύγματα όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και δεν εκπλήσσομαι.
Από ευχάριστα ξαφνιάσματα έχω να θυμάμαι τον Πολάνσκι, ας πούμε, που αποδεικνύει ότι βράβευσαν σκηνοθεσία και όχι σκηνοθέτη, δηλαδή έναν άνθρωπο που δεν του επιτρέπεται να μπει στη χώρα. Φέτος το «Τα πάντα όλα» εγώ τα είχα στηρίξει από την αρχή. Λένε ότι αυτή η ταινία διακρίθηκε επειδή σπάει τους κανόνες. Το αντίθετο, τους τηρεί, γιατί το σπίτι χτίζεται πάντα από τα θεμέλια, αυτό που αλλάζει είναι η αρχιτεκτονική διακόσμηση.
• Η παγκοσμιοποίηση έχει επηρεάσει τον κινηματογράφο. Αυτή η Ακαδημία, και άλλες που την ακολουθούν, ανοίχτηκε σταδιακά και άρχισαν να μπαίνουν διάφορα ρεύματα. Δεν αποφάσισαν ξαφνικά να συμπεριλαμβάνουν τους μαύρους ή τους Ασιάτες, η ίδια η βιομηχανία τούς είχε στην απ’ έξω, δεν υπήρχαν σενάρια γι’ αυτούς. Τώρα που κοινωνικά έχει ανοίξει το πράγμα, άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο και τα αντίστοιχα σενάρια, όπως του «Moonlight».
Φέτος φάνηκε ότι το σινεμά έχει ξεστρατίσει, βαδίζει σε μια νέα οδό που πολλοί δημοσιογράφοι δεν μπορούν να την αντιληφθούν, προσκρούει πάνω στα συντηρητικά τους ένστικτα. Καθετί καινούργιο το φοβούνται, ενώ παρουσιάζονται ως νεωτεριστές. Η ανάγκη ανανέωσης του κινηματογράφου είναι επιτακτική εδώ και χρόνια, για να σωθεί η αίθουσα.
• Γιατί ασχολούμαστε ακόμα με τα Όσκαρ; Για τον ίδιο λόγο που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ ρήμαξε τα πάντα, σταμάτησε τα Νόμπελ, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το Παγκόσμιο Κύπελο Ποδοσφαίρου ‒τώρα ο Covid σταμάτησε μέχρι και τη Eurovision‒, το μόνο που δεν πείραξε ήταν τα Όσκαρ. Κρύβει πολύ βαθιά μια μεγάλη αλήθεια αυτός ο θεσμός, και αυτή η αλήθεια του και το αδιάβλητο έχουν τεράστια γοητεία, αυτό είναι το μυστικό.
Όσο κι αν γελούν αυτοί που γουστάρουν να χλευάζουν, κάτω από αυτόν τον θεσμό υπάρχει ο Αριστοτέλης και η έννοια της Ακαδημίας, ο εργοκεντρισμός, η αλήθεια του έργου. Είναι όλα αλληλένδετα, το πώς βλέπουν κάθε επιμέρους επίτευγμα ενός έργου όλοι οι άλλοι κλάδοι αλλά και ο δικός του. Άνθρωπος με άνθρωπο διαφέρουν αλλά η βάση τους είναι η τέχνη τους. Και η Ακαδημία μπορεί κατ’ όνομα να είναι αμερικανική, αλλά στην ουσία είναι διεθνής. Ψηφίζουν εκεί όχι μόνο ο Λάνθιμος αλλά και η Αθηνά Τσαγγάρη, είναι δέκα χιλιάδες άνθρωποι, ολόκληρος δήμος σε δημοτικές εκλογές!
• Δεν ήταν ότι υπερασπιζόμουν ειδικώς το Χόλιγουντ και το εμπορικό, ψυχαγωγικό σινεμά στις κριτικές μου, έτσι φαινόταν απλώς επειδή δεν το έκαναν οι άλλοι. Και μου κόλλαγαν ταμπέλες που δεν τις αποκήρυξα, γιατί είμαι, σ’ το ξαναλέω, εργοκεντρικός. Όταν βλέπω το «Ghost» δεν μπορώ να μην πω «Παναγία μου, τι έξυπνος άνθρωπος αυτός που το έγραψε».
Γύρω από την κριτική επικρατεί μια παρεξηγημένη αντίληψη. Δεν σε ενδιαφέρει, εσένα, τον αναγνώστη, αν βαρέθηκα, αυτό που θέλεις είναι να σε κατατοπίσω, όχι σαν δελτίο τύπου, ώστε να ξέρεις τι θα δεις. Αν και εγώ είμαι της άποψης ότι την κριτική πρέπει να τη διαβάζει κανείς μετά την ταινία. Αν το κάνει πριν, δεν θα ανακαλύψει τίποτα μόνος του, θα προσπαθεί να δει αυτά που είδε ο κριτικός. Το ίδιο και με τα ταξίδια, όταν με ρωτάει κάποιος πού να πάει σε ένα μέρος που έχω επισκεφθεί, του απαντώ «δεν θα σου πω, πρέπει να ανακαλύψεις εσύ τη γωνιά σου».
• Τα έργα γράφονται, δημιουργούνται και κρίνονται στον ενεστώτα τους. Όχι στον μέλλοντα. Το «Vertigo» θεωρείται η καλύτερη ταινία όλων των εποχών σήμερα, ενώ στην εποχή του ήταν ένα αστυνομικό έργο, λίγο ψυχολογικό, με τρύπα στο σενάριο. Αυτά τα αποφασίζουν οι άνθρωποι με κριτήρια ενεστώτα. Και όλα είναι κατευθυνόμενα.
• Ένας ηθοποιός που μου είχε κάνει αρνητική εντύπωση σε συνέντευξη ήταν ο Άντονι Χόπκινς. Μου είχε φανεί πολύ σνομπ όταν τον είχα πρωτοδεί, αλλά στην πορεία τον είδα αλλιώτικα, να μαλακώνει, όταν πέρασε τις φάσεις του. Όπως και να ’χει, έμενα στο έργο του. Όταν βλέπω τον «Πατέρα», ε, δεν θα μείνω στο ότι πριν από τριάντα χρόνια στις Κάννες μού φάνηκε σνομπ. Μπορεί να μην είχε ξυπνήσει καλά ο άνθρωπος, να μην είχε κοιμηθεί το βράδυ. Δεν έχω να πω αρνητικά ξέρεις γιατί; Γιατί δεν πήγαινα να τους γδύσω, να τους ξεσκεπάσω, να τους κάνω ερωτήσεις-παγίδες, τους έβλεπα με συμπάθεια επειδή ήθελα να μάθω από αυτούς.
• Επιστρέφω συνέχεια στις ταινίες. Τις βλέπω, πρώτα απ’ όλα, γιατί γουστάρω. Επειδή το σινεμά με έχει καθορίσει ασυνείδητα, έχω πιάσει τον εαυτό μου, ειδικά με την ωρίμανση, σε κάποιες περιπτώσεις να παίζει έναν ρόλο, παρά να ζει, ας πούμε, έναν πραγματικό έρωτα. Στο φιλικό αυτό δεν μπορεί να συμβεί γιατί ο φίλος που σε ξέρει θα σε καταλάβει. Αυτά που λέω και κάνω κουβαλάνε ένα κινηματογραφικό βίωμα που είναι κάπως απροσδιόριστο, αξεδιάλυτο.
• Σινεμά εξακολουθώ να πηγαίνω κανονικά ως θεατής. Όταν σταμάτησα με την εφημερίδα, ξαναβρήκα τη σχέση μου με την αίθουσα, ως θεατής πια. Με σειρές ασχολήθηκα για πρώτη φορά στην πανδημία. Αυτή ήταν η λύση μου, όταν έμεινα μέσα στράφηκα στην τηλεόραση. Αποφάσισα να δω ελληνικές σειρές γιατί με ενδιέφερε να δω πού βρισκόμαστε με τα σενάρια. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι στην τηλεόραση ξέρουν από σενάρια, ενώ στο σινεμά λείπει η στοιχειώδης κατάρτιση εδώ και δεκαετίες.
• Είναι τόσο πολλές οι αγαπημένες μου ταινίες, αλλά θα σου πω κάποιους τίτλους. Το «The way we were» το έχω δει απεριόριστες φορές, ασκεί πάνω μου μια γοητεία απίστευτη. Ο «Κλέφτης των ποδηλάτων» με συγκινεί ανεξέλεγκτα. Το «Όσα παίρνει ο άνεμος» εξακολουθεί να αντέχει ακόμα και σήμερα – μα τι κάνανε εκείνη την εποχή! Ο «Νονός II» είναι γεμάτος μεγάλες, σημαντικές σκηνές. Το «West Side Story»… Είναι πολλά και θα μου βγουν ενοχές.
• Μένω καρακέντρο πολλά χρόνια, αλλά πλέον η Αθήνα δεν μου αρέσει, γι’ αυτό και θα μετακομίσω. Αγόρασα σπίτι στην Αγία Παρασκευή, μεγάλη αλλαγή, όπως και το τσιγάρο που έκοψα. Έχω διάθεση να αποτραβηχτώ σε προάστιο.
Η Αθήνα μού βγάζει μιζέρια. Την είχα μάθει αλλιώς. Έχουν κλείσει τα σινεμά, δεν μπορώ να ανεβαίνω την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου και εκεί όπου βρίσκονταν όλα αυτά για τα οποία εγώ ήθελα να ζω στην Αθήνα, ξαφνικά να επικρατεί πένθος. Το βράδυ ερημώνουν οι δρόμοι από τις 9. Αυτή είναι η Αθήνα; Η Αγία Παρασκευή μού θυμίζει λίγο τα προάστια του L.A., το Σέρμαν Όουκς, και γουστάρω να μετακινηθώ, την τρίτη πράξη να την παίξω σε άλλο σκηνικό.
Οι κριτικές και τα άρθρα του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη είναι διαθέσιμα στο pantimo.gr
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.