ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΝΑ ΣΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ως τον αγαπημένο τους καθηγητή οι μαθητές σου, και μάλιστα για πάντα. Ανεκτίμητο πραγματικά. Ένας καλός εκπαιδευτικός λειτουργός –ειδικά στο εφηβικό ναρκοπέδιο της μέσης εκπαίδευσης– μεταδίδει γνώση, αλλά κυρίως μεταδίδει αντίληψη, ακόμα και στάση ζωής σε κάποιες περιπτώσεις, προσφέροντας στις μαθήτριες και τους μαθητές του/της τη δυνατότητα να εξοικειωθούν όσο γίνεται με τις ιδέες, τα στοιχεία και τους ρυθμούς ενός μαθήματος.
Οι καλύτεροι όμως –εκείνοι και εκείνες που σου μένουν για πάντα στη σκέψη, αλλά και στην καρδιά– έχουν το σπάνιο και ανεξιχνίαστο χάρισμα να μεταδίδουν τον ίδιο τους τον εαυτό, την προσωπικότητά τους ή μια ιδανική εκδοχή της που λειτουργεί καταλυτικά στη διαδικασία μάθησης που συντελείται στο χαοτικό συχνά περιβάλλον της σχολικής αίθουσας. Οι άνθρωποι αυτοί συνιστούν ένα ευλογημένο είδος που έχει τη μαγική ιδιότητα να προωθεί –να «πουλάει»– με τον πιο ελκυστικό τρόπο τη γνώση και την κριτική σκέψη, απομακρύνοντας συγχρόνως το αυστηρό, γραφειοκρατικό πέπλο που σκεπάζει την σχολική εμπειρία.
Ο καλός δάσκαλος δεν είναι απαραίτητα ο καλοσυνάτος, ο καλόψυχος, ο πράος, ο προσηνής δάσκαλος που συχνά οι μαθητές, μυρίζοντας αδυναμία (αποτελεί αυτό κάτι σαν έκτη αίσθηση των μαθητών απανταχού της γης), τον «καβαλάνε» στραγγίζοντας του κάθε ρανίδα προσωπικότητας, αλλά και αξιοπρέπειας, κάποιες φορές. Αυτοί που μένουν στη μνήμη σου –και ο καλός δάσκαλος πάντα αξιολογείται ως τέτοιος εκ των υστέρων– δεν είναι εκείνοι και εκείνες που σου χάιδευαν μια ψευδή αίσθηση αυτάρκειας και αυτοπεποίθησης αλλά εκείνοι που σου μάθαιναν μια αλήθεια. Οποιαδήποτε αλήθεια.
Μια φορά είχε ξεχωρίσει ενώπιον των συμμαθητών μου μια έκθεση που είχα γράψει με θέμα «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία» και νομίζω αυτή ήταν η πιο λαμπρή στιγμή που έζησα στη μέτρια και «γκρίζα» μαθητική μου καριέρα.
Κάθομαι και τα γράφω αυτά επειδή πληροφορήθηκα μέσα στο Σαββατοκύριακο, μέσω ενός «δικτύου» παλιών συμμαθητών, ότι έφυγε από τη ζωή η πιο αγαπημένη για πολλούς από εμάς καθηγήτρια που είχαμε στο Γυμνάσιο, η κυρία Φ., η φιλόλογός μας εκείνα τα παράξενα και ρευστά και τραυματικά χρόνια της πρώιμης εφηβείας, που τα πάντα φαίνονται ικανά να αφήσουν πάνω σου (μέσα σου) ανεξίτηλο ψυχοσυναισθηματικό αποτύπωμα.
Μας φαίνονταν αστρονομικές και ασύλληπτες οι ηλικίες των ενηλίκων, αλλά θα πρέπει να ήταν τότε στην ηλικία των γονιών μας –ο γιος της μάλιστα ήταν ανάμεσα στους συμμαθητές μας– και μέσα στην τάξη λειτουργούσε ως μια ιδανική «γονεϊκή» φιγούρα που ενθάρρυνε την περιέργειά μας και έβγαζε στην επιφάνεια τα πιο ευγενή μας ένστικτα.
Ήταν σαν να μας έδειχνε –σε κάποιους από εμάς ειδικά– ότι ο κωλοπαιδισμός και η αντικοινωνική συμπεριφορά σ’ αυτή την ηλικία δεν είναι και το τέλος του κόσμου, αργότερα όμως είναι δραματικά βέβαιο ότι δεν θα βοηθήσει καθόλου στην αλληλουχία συμβιβασμών που είναι η ενήλικη ζωή. Σαν να λειτουργούσε ως διακριτικός φορέας μιας προοδευτικής αντίληψης, χωρίς σαφή κομματική απόχρωση και κυρίως χωρίς καμιά διάθεση ιδεολογικής χειραγώγησης.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, η μορφή της μου είναι θολή (δεν την ξαναείδα από τότε) αλλά ο τρόπος της –η στάση της, το ύφος της, το χιούμορ της, το διόλου σαρκαστικό μειδίαμα που επιστράτευε απέναντι στους κατά συρροή «αδιάβαστους»– παραμένει ζωντανός στο μυαλό μου, σαν εικόνα ισχυρού συμβολισμού και υψηλής ευκρίνειας. Θα έλεγα ότι ενσάρκωνε την έννοια της ενσυναίσθησης, δεκαετίες πριν εισαχθεί ο όρος στο κοινό λεξιλόγιο.
Μια φορά είχε ξεχωρίσει ενώπιον των συμμαθητών μου μια έκθεση που είχα γράψει με θέμα «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία» –πού και πού τσιγκλούσε τις λογοτεχνικές τάσεις που μπορεί να κρύβαμε μέσα μας, αναθέτοντας μας εκθέσεις που ενθάρρυναν ένα συνδυασμό βιωματικής εμπειρίας και μυθοπλασίας– και νομίζω αυτή ήταν η πιο λαμπρή στιγμή που έζησα στη μέτρια και «γκρίζα» μαθητική μου καριέρα.