Η ΛΕΞΗ «ΒΙΛΑ» στα ελληνικά σημαίνει απαραίτητα, σχεδόν, πολυτέλεια, χλιδή, πλουτισμό αλλά και νεοπλουτισμό. Σημαίνει επίσης απομόνωση από το κοινό βλέμμα και ενδεχομένως από τον νόμο αλλά και πεδίο εξωτικών και ύποπτων δραστηριοτήτων, άντρο ηδονισμού και αποχαλίνωσης («η βίλα των οργίων»), χώρος ιδιωτικής αναψυχής χωρίς όρια. Δυνάμει, έστω.
Με αφορμή την εγκαινίαση ενός νέου επίσημου site (καλοστημένου και χρήσιμου) για τη ζωή και το έργο του Αλέξανδρου Ιόλα, θυμήθηκα ξανά όλα εκείνα τα τερατώδη που λέγονταν και γράφονταν τότε για τον ίδιο και για τη διαβόητη «Βίλα Ιόλα» στην Αγία Παρασκευή, αυτό το απίστευτο και εδώ και δεκαετίες στοιχειωμένο μέρος που δαιμονοποιήθηκε (και ακολούθως λεηλατήθηκε) πέρα από κάθε νοσηρή φαντασία. Από τους πάντες σχεδόν, όχι μόνο από τον αυριανισμό και τα παρακλάδια του.
Στην καλύτερη περίπτωση, τον βλέπαμε σαν ένα είδος queer Ωνάση που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι του ήρθε και επαναπατρίστηκε επισήμως.
Κι αν τον Χατζιδάκι έβγαιναν να τον υπερασπιστούν και κάποιοι σοβαροί παράγοντες, όλοι λίγο-πολύ έμοιαζαν να σιγοντάρουν (ή να σφυρίζουν αδιάφορα υπομειδιώντας) στο κράξιμο ή στην απαξίωση του Ιόλα, ο οποίος, εκτός των άλλων (γούνες, εσάρπες, πάρτι, γκλάμουρ, ντεκαντάνς), είχε τολμήσει να προτείνει δημόσια «να μας κυβερνήσει η φτερού».
Για το μεγάλο χωριό μας ήταν ένας αλλόκοτος μαικήνας-κροίσος-κίναιδος, ύποπτος και διεφθαρμένος με την πρώτη ματιά, είτε με τη δεξιά είτε με την αριστερή παραδοσιακή οπτική. (Κι αν πιστεύει κανείς ότι έχουμε αλλάξει πραγματικά, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στα διάφορα εμετικά σχόλια κάτω από τις χορηγούμενες αναρτήσεις του νέου site στα social media).
Στην καλύτερη περίπτωση, τον βλέπαμε σαν ένα είδος queer Ωνάση που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι του ήρθε και επαναπατρίστηκε επισήμως. Από τον Μαξ Ερνστ και τον Άντι Γουόρχολ στον «Ίακχο» του Ζάχου Χατζηφωτίου – γιατί; Μυστήριο πράγμα ο νόστος.
Στο site για τον Ιόλα υπάρχει και πολύ ενδιαφέρον οπτικοακουστικό υλικό, και μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται και το ντοκιμαντέρ «Βίλα Ιόλα, ταξίδι στον χώρο και χρόνο» (2017) του Θάνου Αγγελή, μια ξενάγηση σ’ αυτό το γεμάτο φαντάσματα μαυσωλείο όπου κάποτε η πιο υψηλή εικαστική δημιουργία λειτουργούσε ως διάκοσμος. Σε ένα σημείο εμφανίζεται κι ένα γκραφίτι σ’ έναν τοίχο του πολλαπλώς μαγαρισμένου αλλά απόκοσμα ακέραιου χώρου που δηλώνει «Ο Ιόλας ζει!».
Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με την εξής αποστροφή, καθώς οι δημιουργοί του απευθύνονται πλέον στον θεατή: «Ο Ιόλας ζει μέσα από τη δουλειά του, τους καλλιτέχνες που ενέπνευσε καθώς και μέσα από την κατοικία του. Δυστυχώς ζει επίσης μέσα από τις φήμες και τους μύθους που αφορούν τα πέντε τελευταία χρόνια της μυθιστορηματικής ζωής του, αναδεικνύοντας τη χειρότερη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Τριάντα χρόνια [36 πλέον] μετά τον θάνατό του, το ερώτημα παραμένει αμείλικτο: Μήπως τελικά μας αξίζει αυτό το βανδαλισμένο κι ερειπωμένο μνημείο; Μήπως στην παρηκμασμένη του όψη αναγνωρίζουμε κάτι από τον ίδιο μας τον εαυτό;».