Ο θάνατος του Λέοναρντ Κοέν τον Νοέμβριο του 2016 δρομολόγησε ένα νέο ενδιαφέρον για την διαβόητη κοινότητα εκπατρισμένων μποέμ (καλλιτεχνών, συγγραφέων κ.ά.) που είχε στηθεί στην Ύδρα από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50, μερικά χρόνια πριν φτάσει και ο ίδιος εκεί για να δοξαστεί – πολύ αργότερα και ενώ είχε εγκαταλείψει εκείνη την μυθική «σκηνή» – ως ο διασημότερος εκπρόσωπός της.
Η νέα αυτή ματιά όμως απέκτησε έναν χαρακτήρα επανεξέτασης και έναν ελεγειακό τόνο (σαν λιτανεία ψευδαισθήσεων ή σαν εξορκισμός φαντασμάτων), καθώς μοιάζει να επικεντρώνεται με υπνωτικό τρόπο στις ρωγμές και στα τραύματα εκείνης της «χρυσής» περιόδου, προκαλώντας τίτλους όπως «η κατάρα της Ύδρας» και παραλληλισμούς με τα θεματικά μοτίβα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Αυτή η αναθεωρητική προδιάθεση αποτυπώθηκε κυρίως στο προπέρσινο ντοκιμαντέρ του Νικ Μπλούμφιλντ, Marianne and Leonard: Words of Love, και στο περσινή νουβέλα της Πόλι Σάμσον (τακτικής επισκέπτριας του νησιού, μαζί με τον σύζυγό της, τον Ντέιβιντ Γκίλμορ των Pink Floyd) με τίτλο A Theatre of Dreamers. Κοινός τόπος και για τα δύο έργα το αμφιθεατρικό σκηνικό της Ύδρας την δεκαετία του ’60, κοινός θίασος οι εστέτ απόκληροι που αποίκισαν κάποτε το νησί αναζητώντας την έμπνευση, την ελευθερία και την υπέρβαση.
Γρήγορα γίνεται σαφές στην ίδια ότι το όραμα της απελευθέρωσης «μπάζει» από διάφορες πλευρές, ειδικά από την στιγμή που, όπως γράφει με συνταρακτική ειλικρίνεια, τα παιδιά της, παρότι «όμορφα και ελεύθερα όσο ποτέ», βαραίνουν στην καρδιά της «σαν μολύβι, σαν αλυσίδες, σαν τρεις άγκυρες χωμένες βαθιά στην πραγματικότητα από την οποία δεν μπορώ ποτέ να ξεφύγω».
Και πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε ξανά, μετά από δεκαετίες, σε νέα έκδοση, το βιβλίο που τα ξεκίνησε όλα και αφηγείται τις απαρχές εκείνης της κοινότητας, ή μάλλον εκείνου του πειράματος που για κάποια χρόνια έμοιαζε να στέκεται ως ένα λειτουργικό παράλληλο σύμπαν μέχρι που η πεζή πραγματικότητα (παιδιά, λεφτά, καριέρα) και οι επιπτώσεις από την αφιλτράριστη εκδήλωση πόθων και παθών μέσα στο περίκλειστο σκηνικό ενός μικρού νησιού, διάβρωσαν εκ των έσω το ελευθεριακό ιδεώδες.
Πρόκειται για το Peel Me a Lotus («καθάρισέ μου έναν λωτό») που έγραψε το 1956 μία από τις πιο «κομβικές» και πιο τραγικές φιγούρες (ίσως η πιο κομβική και η πιο τραγική) αυτού του εξέχοντος θιάσου, η Αυστραλή συγγραφέας και δημοσιογράφος Τσάρμιαν Κλιφτ, η οποία είχε φτάσει μερικούς μήνες πριν στο νησί με τον σύζυγό της, επιφανή επίσης γραφιά, Τζορτζ Τζόνστον και τα δύο παιδιά τους (ήταν ήδη έγκυος και στο τρίτο), με στόχο την παραμονή στην Ύδρα επ’ αόριστο, εν δυνάμει για πάντα. Ήταν μόλις οι «δεύτεροι» ξένοι που είχαν αγοράσει σπίτι στο νησί (αντί του ποσού των 120 χρυσών λιρών). Προηγουμένως, είχαν περάσει έναν χρόνο σχεδόν στην Κάλυμνο, διάστημα που είχε καταγραφεί στο προηγούμενο βιβλίο της, που είχε τίτλο Mermaid Singing και είχε ήδη κυκλοφορήσει όταν ξεκίνησε να γράφει για την ζωή της στην Ύδρα, ανάμεσα στα αρχικά μέλη της κοινότητας των εμιγκρέ «λωτοφάγων».
«Ζώντας σ’ ένα νησί, κάποια στιγμή θα συναντήσεις τον εαυτό σου», γράφει ελπιδοφόρα στις αρχές του βιβλίου, φρέσκο αντίτυπο του οποίου έφτασε στα χέρια μου πριν από μια εβδομάδα (δώρο φίλου μέσω ταχυδρομείου) και είχα την ευκαιρία να το διαβάσω τις μέρες της αργίας. Ακολούθως μας συστήνει τα υπόλοιπα ιδρυτικά μέλη της θεαματικά δυσλειτουργικής παρέας των ξένων που είχαν μαζευτεί στο νησί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα στην «ατέλειωτη διαδοχή στείρων ημερών που ξεκινούν χωρίς ελπίδα και καταλήγουν χωρίς χαρά». Ανάμεσά τους και κάποιος ‘Ζακ’, που στην πραγματικότητα ήταν ο ζωγράφος Ζαν Κλοντ Μορίς, με τον οποίο θα δημιουργούσε δεσμό, οδηγώντας στο έπακρο τις εσωτερικές τριβές με τον σύζυγό της.
Οι μέρες περνάνε αργά και οι νύχτες με θορυβώδεις, μεθυσμένες συνάξεις που βαστούν μέχρι τελικής εξάντλησης, και μετά «ο καθένας μας τραβά τον δρόμο του νιώθοντας μια θριαμβευτική ευφορία – οι απαισιόδοξοι έχοντας αποδείξει, προς μεγάλη τους ικανοποίηση, πως η ζωή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανεπανόρθωτη καταστροφή και οι αισιόδοξοι αγκαλιά με μια γλυκιά βεβαιότητα για την αξία της ύπαρξης… Ο θάνατος παραμένει μια δραματική έννοια στην οποία το εγώ μου αρνείται πεισματικά να πιστέψει. Μόνο καμιά φορά τις νύχτες, όταν με ξυπνά απότομα η τραχιά, τρελή κραυγή ενός γαϊδουριού, ή όταν με κλωτσάει το παιδί καθώς στριφογυρίζει μέσα μου, κάθομαι και ατενίζω το ανήσυχο σκοτάδι, παγιδευμένη στην τρομερή φυλακή του ίδιου μου του κορμιού, κυριευμένη από έναν φόβο έρημο, ζοφερό και αληθινό».
Γρήγορα όμως, γίνεται σαφές στην ίδια ότι το όραμα της απελευθέρωσης «μπάζει» από διάφορες πλευρές, ειδικά από την στιγμή που, όπως γράφει με συνταρακτική ειλικρίνεια, τα παιδιά της, παρότι «όμορφα και ελεύθερα όσο ποτέ», βαραίνουν στην καρδιά της «σαν μολύβι, σαν αλυσίδες, σαν τρεις άγκυρες χωμένες βαθιά στην πραγματικότητα από την οποία δεν μπορώ ποτέ να ξεφύγω».
Προς μεγάλη της απογοήτευση επίσης, το καλοκαίρι του ’56 είναι η περίοδος όπου γυρίζεται στο νησί η ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» με αποτέλεσμα να γεμίσει ο τόπος στάρλετ, απόστολους του τζετ σετ και «δήθεν υπαρξιστές» που έχουν συναντήσει την «γυναίκα του Ρίλκε» ή «τον Νταλί αυτοπροσώπως» και περιφέρουν το «εξερευνητικό και ανήθικο βλέμμα τους»:
«Σ’ αυτό εδώ το μικρό μέρος, όπου πρίγκηπες της ναυτιλίας ζούσαν κάποτε σαν φεουδάρχες λόρδοι, συντελείται μια τελευταία αναγέννηση, η πιο θλιβερή αναγέννηση από όλες. Μετά τους καλλιτέχνες καταφτάνουν οι άνθρωποι των ανέσεων και των χρημάτων που τους αρέσει να χρησιμοποιούν τους καλλιτέχνες για την ψυχαγωγία τους, οι άνθρωποι με τα μεγάλα γιοτ και τους μεγάλους τραπεζικούς λογαριασμούς που ανεβάζουν το κόστος ζωής τόσο ψηλά ώστε οι φτωχότεροι καλλιτέχνες εξαναγκάζονται να φύγουν και να αναζητήσουν καταφύγιο σε κάποιο άλλο λιμανάκι. Παρακολουθούμε την διαδικασία μετατροπής του νησιού σε σικ προορισμό».
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου – κομμάτια του οποίου είχαν προκαλέσει τις πρώτες έντονες αναταράξεις στις εύθραυστες σχέσεις των μελών της κοινότητας – και πέντε χρόνια μετά από την αναχώρησή τους από το νησί, εκτυλίχθηκε το τελευταίο τραγικό κεφαλαίο στην ιστορία του ζεύγους που είχε αποτελέσει τον πυρήνα εκείνης της μυθικής παρέας αμαρτωλών αναχωρητών. Στις 8 Ιουλίου του 1969, παραμονή της κυκλοφορίας του βιβλίου του συζύγου της Clean Straw for Nothing, στο οποίο αποκαλύπτονταν οι «απιστίες» της στα χρόνια της Ύδρας, η Τσάρμιαν Κλιφτ έδωσε τέλος στην ζωή της καταπίνοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Ήταν 46 χρονών. Ένα χρόνο αργότερα θα πέθαινε και ο Τζορτζ Τζόνστον, καταβεβλημένος από τις επιπτώσεις του χρόνιου αλκοολισμού του. Σε ένα από τα τελευταία κείμενά της, αναρωτιόταν πώς γίνεται να περάσει κανείς «μια ολόκληρη ζωή γεμάτη αγώνες, θριάμβους, ήττες, ελπίδες, απελπισίες, και να φτάσει, στο τέλος, να τον θυμούνται μόνο για ένα μεθυσμένο ατόπημα».