ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ, σεξουαλικής κακοποίησης ή προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας που συζητιούνται τον τελευταίο καιρό αφήνουν να φανεί μία όψη της ζωής των νέων γυναικών υπερβολικά οικεία στις ίδιες και στις οικογένειές τους. Μέσα απ’ τη χαραμάδα που ανοίγουν οι καταγγελίες βλέπουμε μια καθημερινότητα χωρίς ανεμελιά, μια ζωή στην οποία πρέπει να πασχίσεις να διεκδικήσεις λίγο χώρο, μέρες που φοβάσαι ή αισθάνεσαι άσχημα απλώς επειδή περπάτησες στον δρόμο.
Όμως, κάτι φαίνεται να αλλάζει. Από το «προκαλούσε, φορούσε κοντό σορτς» φαίνεται πως επιτέλους έχουμε περάσει σε μια λιγότερο υποτιμητική προσέγγιση των νεαρών γυναικών που καταγγέλλουν αυτούς που τις ακολουθούν, τις χουφτώνουν, τις χρησιμοποιούν σαν αντικείμενα ικανοποίησης. Μέσα στον τρόμο που αισθάνομαι για όλους αυτούς που πρόθυμα θα σε ακολουθήσουν στην είσοδο της πολυκατοικίας και θα ικανοποιηθούν πάνω στα ρούχα σου, χαίρομαι που πλέον η κοινωνία το συζητά ως κάτι απεχθές, ως ένα πρόβλημα που χρήζει λύσεων και παρεμβάσεων.
Βέβαια, πάλι δεν λείπουν αυτοί που δήθεν πέφτουν απ’ τα σύννεφα ή αυτοί που πρόθυμα θα υποστηρίξουν ότι η διακινδύνευση ή η τρομοκράτηση γυναικών δεν είναι, δήθεν, άδικη πράξη αλλά πρέπει να περιμένουμε κάποια πράξη βιασμού (τετελεσμένη ή σε απόπειρα) για να αρχίσουμε να συζητάμε. Ας μην ξεχνιόμαστε: πριν από περίπου έναν χρόνο, σε πάνελ τηλεοπτικής εκπομπής, εκλεκτές τηλεπερσόνες είχαν γελάσει και απορρίψει ως νεανική τρέλα περιστατικό μες στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπου ένας φοιτητής κακοποίησε φοιτήτρια.
Μια γυναίκα μαθαίνει από μικρή να τσεκάρει πρόσωπα και να αξιολογεί την επικινδυνότητα καταστάσεων. Το κάνουμε αυτόματα, μηχανικά, μιμούμενες άλλες γυναίκες, ή από καθαρό ένστικτο αυτοπροστασίας. Αυτό σημαίνει να είσαι γυναίκα, μεταξύ άλλων, να είσαι σε εγρήγορση στο ασανσέρ ή στο γραφείο αργά τη νύχτα.
Φυσικά, όσες είμαστε γυναίκες ξέρουμε ότι όλα αυτά τα πράγματα (η κακοποίηση, ο εξευτελισμός, ο έλεγχος του σώματός μας ή αυτή η αίσθηση ενοχής και ήττας που σε κατακλύζει όταν το σώμα δεν πράττει σύμφωνα με το προσδοκώμενο) είναι πιθανές πτυχές της καθημερινότητάς μας που μπορούν να ξεδιπλωθούν οποτεδήποτε.
Απ’ όταν γεννιόμαστε μας προειδοποιούν αναφορικά με τους πολλούς κινδύνους που υπάρχουν στο να είσαι γυναίκα. Η αναζήτηση ηδονών από γυναίκες ακόμα αντιμετωπίζεται ως κάτι χυδαίο και σιχαμένο (αν είναι «μεγάλες»), ως κάτι ακραία επικίνδυνο (αν είναι «μικρές»). Το γεγονός ότι όλοι έχουν κινητά και μπορούν να αποθηκεύσουν τα «πειστήρια» του πόσο ασυγκράτητη είσαι κάνει ακόμα δυσκολότερη τη ζωή των νέων κοριτσιών.
Από τα φοιτητικά μας χρόνια μαθαίνουμε να προσέχουμε όταν μπαίνουμε σε πολυκατοικίες, ταξί ή ασανσέρ. Σχεδόν όλες έχουμε να διηγηθούμε μια ιστορία όπου κάποιος μας πλησίασε στο σινεμά στα σκοτεινά ή φορές που αισθανθήκαμε απειλή μες στο ταξί, το σούπερ-μάρκετ ή το λεωφορείο. Μια γυναίκα μαθαίνει από μικρή να τσεκάρει πρόσωπα και να αξιολογεί την επικινδυνότητα καταστάσεων. Το κάνουμε αυτόματα, μηχανικά, μιμούμενες άλλες γυναίκες, ή από καθαρό ένστικτο αυτοπροστασίας. Αυτό σημαίνει να είσαι γυναίκα, μεταξύ άλλων, να είσαι σε εγρήγορση στο ασανσέρ ή στο γραφείο αργά τη νύχτα. Ξέρουμε να κοιτάμε πίσω μας, να προσέχουμε μην τυχόν και μας ακολουθούν, να ελέγχουμε ποιος μας πλησιάζει. Μαθαίνουμε να αποφεύγουμε τα σκοτεινά σημεία, να έχουμε έτοιμα τα κλειδιά ή το κινητό, να κάνουμε στα ψέματα ότι μιλάμε ή ότι μπαίνουμε κάπου.
Στη μέτρια, κατά τα άλλα, ταινία Promising young woman νομίζω ότι τίθεται ακριβώς αυτό το θέμα. Ένα κορίτσι που θα παρτάρει μέχρι αηδίας είναι το τσουλάκι που «τα ’θελε», αυτή που φταίει όταν οι άγνωστοι ικανοποιούνται γύρω της, ενώ ένας νέος άντρας που θα περιέλθει στην ίδια ακριβώς κατάσταση περνάει απλώς στη σφαίρα του θρύλου στην αντροπαρέα και γυρίζει ανανεωμένος στην εργασία του ως ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας τη Δευτέρα.
Είναι βαθιά εμπεδωμένη η ιδέα ότι ένα κορίτσι οφείλει να αυτοπροστατεύεται διαρκώς. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί όπου τα σώματα εκτίθενται στο βλέμμα και στο πιθανό άγγιγμα των άλλων οι γυναίκες νιώθουν περισσότερο ευάλωτες. Από το κακοποιητικό κοίταγμα στις πισίνες και τις παραλίες μέχρι τα αγγίγματα από προπονητές, μέχρι το ελεύθερο κάμπινγκ και τη γυμναστική στον δημόσιο χώρο, όλα αυτά δείχνουν τον προφανή συσχετισμό δυνάμεων.
Όμως δεν έχουμε καμία όρεξη να είμαστε γενναίες ούτε διψάμε να αδικήσουμε στη θέση όσων μας αδικούν, να αναπτύξουμε κι εμείς αυτή την ειδική αίσθηση υπεροχής που προφανώς ενδυναμώνει κάποιους άντρες όταν με αυτοπεποίθηση καταλαμβάνουν σχεδόν όλο το πεζοδρόμιο πριν τριφτούν πάνω μας, προσπερνώντας, ή όταν απλώνουν τα πόδια τους στις θέσεις του μετρό, αγγίζονται διακριτικά ή απροκάλυπτα και κοιτάζουν διερευνητικά το σώμα μας. Θέλουμε απλώς να νιώθουμε ασφαλείς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.