ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ήδη έχει πεθάνει, όμως αποφεύγει να χρησιμοποιήσει αόριστο χρόνο. Κανένας δεν χρησιμοποιεί αόριστο χρόνο όταν χάνει το παιδί του. Τέτοιες απώλειες δεν είναι αποδεκτές. Εκείνο το πρωινό, η μετανάστρια από τη Νιγηρία έλεγε στις τηλεοπτικές κάμερες πως αν το δυόμισι χρονών κοριτσάκι της ήταν λευκό, θα το πρόσεχαν και τώρα θα ζούσε. Δεν είχε πρόβλημα υγείας, αλλά πέθανε.
Ιδέα δεν έχω αν έχει δίκιο, δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για τους κατατρεγμένους που αναζητούν καλύτερη ζωή για να διαμορφώσει κανείς άποψη. Όμως άποψη είχε η πρόεδρος του ιδρύματος Άγιος Στυλιανός όπου ζούσε το παιδί. Και αυτή η άποψη έλεγε πως «το παιδί είχε ανάγκη από ιατρική επέμβαση, αλλά στο ίδρυμα δεν υπάρχει παρά μία παιδίατρος και όχι άλλοι γιατροί ή νοσηλευτές». Είπε ακόμα ότι είναι πάρα πολλά τα «λάθη που γίνονται εκεί μέσα και συνεχίζονται από διοίκηση σε διοίκηση». Όλα αυτά τα έλεγε η διευθύντρια του ιδρύματος.
Ο ρατσισμός φαίνεται παντού. Στις λοξές, καχύποπτες ματιές που ρίχνουμε στους ξένους που περνάνε δίπλα μας, στον ξυλοδαρμό μέσα σε τρένο επειδή κάποιος κοίταξε μια κοπέλα.
Όπως συνηθίζεται, έναν θάνατο που προκαλεί μια μικρή φασαρία και σηκώνει λίγη περισσότερη σκόνη επειδή το ανέφεραν και κάποια κανάλια τον ακολουθούν οι γνωστές διαδικασίες που σ’ αυτήν τη χώρα δεν οδηγούν απαραίτητα στην αλήθεια. Δίνεται αμέσως μια εντολή από έναν υπουργό για τη διερεύνηση της υπόθεσης σε βάθος (sic), διατάζεται μια επείγουσα προκαταρκτική εξέταση από έναν εισαγγελέα για το τι συνέβη στο ίδρυμα και το νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί το παιδί την προηγουμένη του θανάτου του και ξεκινάει και μια τρίτη έρευνα από τη διοίκηση του νοσοκομείου για να διαπιστώσει τι συνέβη όταν το παιδί μεταφέρθηκε εκεί.
Σε όσους τα άκουσαν όλα αυτά δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κάτι ουσιαστικό θα γίνει, η ώρα που θα μάθουμε τι ακριβώς έγινε πλησιάζει, οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν. Δεν συμβαίνει συχνά αυτό. Είναι γνωστό.
Η Τζένιφερ Ομόντια, η μητέρα από τη Νιγηρία που για τα κανάλια δεν είχε όνομα, την ημέρα της απώλειας έδειχνε πολύ απελπισμένη αλλά και έντονη επιμονή. Έκλαιγε και μαζί έβγαζε μεγάλη οργή. Έλεγε ότι «δεν τους νοιάζει η ζωή των μαύρων». Αναφερόταν στις συγκροτημένες δομές όπου φιλοξενήθηκε το παιδί της, σε ένα δημοτικό ίδρυμα και σε ένα δημόσιο νοσοκομείο.
Μια δεύτερη ανάγνωση θα έλεγε πως θα μπορούσε να αναφερόταν και στην ίδια την κοινωνία και αυτή η ανάγνωση είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή. Δεν είναι μόνο η απόγνωση και απελπισία που έκανε την Ομόντια να βλέπει ρατσισμό πίσω από την απώλεια του παιδιού της. Είναι και η πραγματικότητα που έρχεται να την επιβεβαιώσει. Οι ξένοι που ζουν στη χώρα μας, ιδιαίτερα αν έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος, νιώθουν κατώτεροι από τους ντόπιους.
Δεν είναι μόνο οι χρυσαυγίτες, οι Κασιδιάρηδες και οι ομοϊδεάτες τους που εδώ και χρόνια κυνηγούν τους ξένους. Ο ρατσισμός ενυπάρχει σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία ακόμα και σε ανθρώπους που δεν το φαντάζεσαι. Και δεν αφορά μόνο τους ξένους αλλά και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, όσους έχουν συμπεριφορά που αποκλίνει από τον μέσο όρο, τους αδύναμους και οποιονδήποτε θεωρείται διαφορετικός σε σχέση με τις νόρμες που έχουμε και πιστεύεται ότι πρέπει να τηρούμε σαν ιερούς κανόνες.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως το θέμα αφορά την απελπισμένη μαύρη μητέρα από τη Νιγηρία που έχασε το παιδί της. Ο ρατσισμός φαίνεται παντού. Στις λοξές, καχύποπτες ματιές που ρίχνουμε στους ξένους που περνάνε δίπλα μας, στον ξυλοδαρμό μέσα σε τρένο επειδή κάποιος κοίταξε μια κοπέλα, στις Αλβανίδες που φοβούνται να δηλώσουν την πραγματική τους καταγωγή και σχεδόν όλες λένε μαζικά πως είναι Βορειοηπειρώτισσες για να αγγίξουν «εθνικές ευαισθησίες». Φαίνεται ακόμα και από τις οικονομικές απολαβές και τις άθλιες συνθήκες ζωής που επιφυλάσσουν οι αγρότες σε όσους δουλεύουν στα χωράφια τους.
Για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας οι ξένοι αποτελούν απειλή. Απειλή για τις δουλειές που-υποτίθεται ότι-χάνουν, για τη δημόσια υγεία, για τα παιδιά τους που συγχρωτίζονται με αυτά των ξένων, γιατί προκαλούν μια ανασφάλεια που δεν προκύπτει από πουθενά, γιατί «έτσι όπως γεννάνε αυτοί γρήγορα θα αλλοιωθεί ο πληθυσμός». Και στοχοποιούνται με διάφορους τρόπους.
Σε μία μόνο χρονιά (2021) αποκαλύφθηκαν δεκάδες βίαια περιστατικά (τα περισσότερα τα κρατούν καλά κρυμμένα τα ίδια τα θύματα) εναντίον μεταναστών λόγω καταγωγής, θρησκείας ή χρώματος. Σε αρκετά από αυτά οι δράστες ήταν ένστολοι και αυτό απλώς σημαίνει πως το κράτος δεν μένει αμέτοχο σε όλο αυτό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.