ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΟ γεγονός: μια απροσδιόριστη αρρώστια έχει σκεπάσει την πόλη και τη βυθίζει σε μια τοξικότητα, ίσως πιο αρρωστημένη και από αυτήν που ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία της αντιμνημονιακής υστερίας.
Όχι, δεν είναι ο κορωνοϊός αλλά ένας άλλος ιός για τον οποίο δεν έχει βρεθεί ακόμη εμβόλιο, και από τον οποίο είναι αλήθεια ότι πάσχουν σήμερα λίγο-πολύ όλες οι δημοκρατίες. Και αν δεν έχει βρεθεί εμβόλιο, είναι διότι όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας είναι αρνητές του, με άλλα λόγια όλο και λιγότεροι θεωρούν τον ιό αυτό κακοήθη: είναι ο ιός της διαδικτυακής εχθροπάθειας και του κανιβαλισμού των συνανθρώπων μας.
Δεν αναφέρομαι προφανώς στην απολύτως δικαιολογημένη, ακόμα και οξεία κριτική που μπορεί να ασκηθεί στις δηλώσεις ή στις πράξεις ενός δημόσιου προσώπου, πόσο μάλλον ενός αιρετού. Αυτή είναι μάλιστα και επιβεβλημένη, ακόμα κι αν γίνεται με όρους οχλαγωγίας. Αυτό είναι το τίμημα των μαζικών δημοκρατιών, το οποίο όμως αντισταθμίζεται από την ευρεία συμπεριληπτικότητα όλων στο πανηγύρι της. Κι ευτυχώς που είναι έτσι.
Δεν μιλώ εξάλλου ούτε για την αντιπαράθεση απόψεων που ακόμη κι όταν δεν οδηγεί σε συναντήσεις, τουλάχιστον αποτυπώνει τα όρια της απαραίτητης πολυφωνίας μας.
Θα έλεγε κανείς, βέβαια, να μη δίνουμε και πολλή σημασία στην τοξικότητα των κοινωνικών δικτύων, καθώς αυτή είναι η φύση του μέσου, να ευνοεί την αυθαιρεσία των λαϊκιστών, της κενότητας, των ύβρεων και των ψεμάτων τους, χωρίς να υφίσταται καμία συνέπεια προσωπικά εκείνος που διασπείρει κάθε φορά τον οχετό της λάσπης.
Αν σε κάτι αναφέρομαι, είναι σε ένα πολύ πιο εξατομικευμένο αίσθημα εχθροπάθειας, χωρίς πάντα σαφή στόχο και αιτία. Η κόλαση για τον μέσο Έλληνα (και όχι μόνο) χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ο άλλος, ο οποιοσδήποτε άλλος: ένα άλλο διαδικτυακό προφίλ με το οποίο έτυχε να αλληλεπιδράσει ή ένας άλλος άγνωστος που έτυχε να δει σε μια φωτογραφία και δεν του πολυάρεσε η φάτσα του, τα ρούχα του ή τα κιλά του κ.λπ., κ.λπ. Γενικώς, ο άλλος.
Επιμένω στο ρήμα «έτυχε» διότι πράγματι όλες αυτές οι κατά τα άλλα οξύτατες αντδράσεις μοιάζουν με εκείνες του σκύλου του Παβλώφ: οι αντιδρώντες απλώς αντιδρούν ενστικτωδώς σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν λογικά γιατί και πώς.
Δεν έχει καμία σημασία αν όσα καταγγέλλουν βασίζονται σε επιβεβαιωμένες ειδήσεις και στοιχεία. Αρκούν οι φήμες, τα fake news, ότι τέλος πάντων το είπε κάποιος, ακόμη κι αν αυτός είναι ο Φούφουτος. Και ότι μπορούν έτσι να πάρουν την καθημερινή δόση αίματος που είναι απαραίτητη σε ένα ψηφιακό βαμπίρ για να υπάρχει.
Τα τελευταία θύματα του διαδικτυακού αυτού ξεσκίσματος ήταν δυο καλλιτέχνες που βρέθηκαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στη γιορτή της δημοκρατίας, την οποία οργανώνει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες η Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο λόγος; Απολύτως ποταπός και γελοίος: ότι ήταν, άκουσον-άκουσον, απρεπώς ενδεδυμένοι.
Ωστόσο η χολή που χύθηκε και οι χαρακτηρισμοί που εκτοξεύτηκαν ήταν εντελώς δυσανάλογοι με αυτό που συνέβη, καθώς παρέπεμπαν σε έγκλημα τουλάχιστον κατά της δημοκρατίας – και βάλε. Συνοδεύονταν, δε, συχνά από την αποστροφή: «Μα, είναι συριζαίοι».
Ξαναθυμίζω εδώ ότι αυτό που γιορτάζαμε τις προάλλες στο Προεδρικό Μέγαρο αφορούσε, αλίμονο, την 48η επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας, δηλαδή γιορτάζαμε την ημέρα εκείνη που αφήσαμε πίσω μας τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων και το γεγονός ότι οι όποιες πολιτικές μας απόψεις έπαψαν να αποτελούν κριτήριο για να μας στέλνουν οι αντίπαλοί μας στο πυρ το εξώτερο.
Γιορτάζαμε, με άλλα λόγια, το ότι οι απόψεις μας έπαψαν να χωρίζουν την κοινωνία μας σε «εχθρούς» και «φίλους» διότι αυτές αφορούν απλώς αφηρημένες ιδέες και όχι το ποιόν των προσώπων.
Θεωρητικά τουλάχιστον. Διότι το να υιοθετούν τέτοιες πρακτικές άνθρωποι που τα προηγούμενα χρόνια είχαν το θάρρος να αντιπαρατεθούν στον εγχώριο λαϊκισμό από τη φιλελεύθερη σκοπιά συνιστά όχι μόνο σοβαρή αντίφαση αλλά και δείγμα ότι ο ιός της εχθροπάθειας έχει γίνει κι αυτός πανδημικός. Διότι αν υπάρχουν κάποιοι που γνωρίζουν πολύ καλά πού οδηγεί αυτή η τυφλή πόλωση, είναι οι φιλελεύθεροι αντιλαϊκιστές. Και δεν μπορεί παρά να ξέρουν ότι οδηγεί στον γκρεμό. Και ότι γενικός κανόνας στη ζωή και στην πολιτική είναι πως θερίζεις ό,τι έχεις σπείρει.
Φυσικά, η πρώτη που επανέφερε μετά από πολλά χρόνια την ανθρωποφαγική τοξικότητα στο πολιτικό παιχνίδι είναι η ελληνική αριστερά, στην εναγώνια και τυφλή μανία της για την εξουσία. Δεν θα αυτοχαρακτηριζόταν, άλλωστε, ως «αντισυστημική» αν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη συναίνεση και τον σεβασμό των κανόνων της «αστικής δημοκρατίας».
Τι να πρωτοθυμηθούμε από τα τρομερά (βλ. τρομακτικά) κατορθώματά της: δολοφονίες χαρακτήρων, δημόσιοι προπηλακισμοί, απειλές, ύβρεις, άνευ όρων χυδαιότητα στον λόγο της και συστηματικό φλερτ με κάθε απίθανη υπερβολή και υστερία κατέκλυζε τόσα χρόνια τον δημόσιο λόγο από κάθε καρυδιάς καρύδι, ακόμα και από την ακροδεξιά.
Η δε λογική της ήταν και παραμένει καθαρά παραταξιακή: βιαστές, δολοφόνοι, τρομοκράτες κ.λπ. είναι μόνο «δεξιοί». Και αν είναι όλα αυτά τα φρικτά πράγματα, είναι ακριβώς διότι είναι «δεξιοί». Οι αριστεροί, στον βαθμό που μπορεί να υιοθετούν καμιά φορά και βίαιες μεθόδους, το κάνουν διότι είναι κοινωνικοί αγωνιστές. Και αφού ο σκοπός είναι καλός, αγιάζονται και τα μέσα.
Πρόκειται, βεβαίως, για φρικώδεις απόψεις που φλερτάρουν με τον ολοκληρωτισμό, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, και το ξέρουμε καλά αυτό από ολόκληρο τον βίαιο εικοστό αιώνα. Οι ευθύνες της ως εκ τούτου, σε αυτό το κλίμα που έχει επικρατήσει στον δημόσιο διάλογο, είναι κολοσσιαίες, όσο κι αν πλέον έχουν το μερίδιό τους όλοι σε αυτόν τον κατήφορο.
Θα έλεγε κανείς, βέβαια, να μη δίνουμε και πολλή σημασία στην τοξικότητα των κοινωνικών δικτύων, καθώς αυτή είναι η φύση του μέσου, να ευνοεί την αυθαιρεσία των λαϊκιστών, της κενότητας, των ύβρεων και των ψεμάτων τους, χωρίς να υφίσταται καμία συνέπεια προσωπικά εκείνος που διασπείρει κάθε φορά τον οχετό της λάσπης.
Θα ήταν σωστή παρατήρηση αν η χαμηλή ποιότητα του δημόσιου διαλόγου δεν ήταν πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, ιδίως μεταπολιτευτικά, ακόμη και πριν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για πολλούς και διαφόρους λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με το πολιτικό μας σύστημα όσο και με τη δομή των ΜΜΕ μας.
Μόνο που η εποχή έχει πλέον αλλάξει δραματικά για να μπορεί να απορροφά τόση τοξικότητα και εχθροπάθεια χωρίς βαθιές επενέργειες στην αποτελεσματικότητα των συστημάτων.
Να το πω απλά: η υστερία μας έχει βαρύ κόστος. Μπορεί να αποφορτίζει εμάς, αλλά επιφορτίζει σοβαρά το κράτος μας. Η συνθετότητα και η πολυπλοκότητα των σημερινών προβλημάτων, τα οποία είναι κατά βάση παγκόσμια, είναι τόσο μεγάλη και πρωτόγνωρη που, αν δεν επικρατήσει άμεσα μια κουλτούρα συναίνεσης στα θεμελιώδη, θα είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν.
Μια είδηση που προσπεράσαμε τις τελευταίες μέρες δείχνει, από αυτή την άποψη, την αισιόδοξη εκδοχή του μέλλοντός μας. Το νομοσχέδιο του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του Κυριάκου Πιερρακάκη για τις αναδυόμενες τεχνολογίες πέρασε με ευρύτατη πλειοψηφία, κερδίζοντας τη στήριξη τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ επί της αρχής.
Γνωρίζω τον αντίλογο: ότι επρόκειτο δήθεν για ένα καθαρά τεχνοκρατικό νομοσχέδιο, οπότε και η συναίνεση ήταν ευκολότερη. Μόνο που ακριβώς αυτή είναι η φύση σχεδόν όλων των μείζονων προβλημάτων που βρίσκονται ενώπιόν μας σήμερα. Είναι τόσο σύνθετος και τεχνικός ο χαρακτήρας τους, που δεν θα επιτρέπουν τη λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Αν, λοιπόν, επιμείνουμε στις άγριες φωνασκίες, ακόμη και για το χρώμα γραβάτας που φοράμε, δεν θα μπορούμε πλέον να συζητάμε καλοπροαίρετα για κανένα από όλα αυτά τα τεχνικά προβλήματα που είναι εν τέλει καθαρά πολιτικά ζητήματα. Και θα μας καταπιούν στη δίνη τους, πριν καν προλάβουμε να φαγωθούμε μεταξύ μας.