ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑ είναι έκφραση που ικανοποιεί διαφορετικές προσδοκίες. Άλλοτε καλείται στη «σκηνή» για να αθωώσει ή να απαλύνει τη θέση ενός κατηγορούμενου, άλλοτε την επικαλούμαστε για μεγαλύτερη αυστηρότητα και σκληρή αντιμετώπιση του παραβάτη ή του καταδικασθέντος.
Αν και φαίνεται ιδέα με κάποιο βάθος, το ότι οι κανόνες δικαιοσύνης επικοινωνούν με τις ηθικές διαισθήσεις και τα συναισθήματα των πολιτών και πως οι νόμοι λογοδοτούν στα ήθη, έχει γίνει έκφραση του συρμού.
Όλο και περισσότερο όμως το βλέπουμε σαν δικαιολογία για να κηρύξουμε μια απόφαση άδικη ή δίκαιη, αρεστή ή απεχθή, ανάλογα με τις υποκειμενικές εντυπώσεις ενός μικρού ή μεγαλύτερου πλήθους ανθρώπων.
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα όμως σε ορισμένους έχει γίνει συνώνυμο μιας λαϊκής, ανεπίσημης, αυθεντικής δικαιοσύνης. Σαν κάποια αυθόρμητη ηθική σοφία που προορίζεται να «διορθώσει» την τύφλωση ή τη μονομέρεια δικαστικών αποφάσεων ή άλλων αποφάσεων της εξουσίας.
Αν πάμε όμως λίγο πιο κοντά τον φακό θα παρατηρήσουμε πως αυτή η αυθόρμητη ηθική σοφία μπορεί να δικαιολογεί την πιο χοντροειδή βαναυσότητα. Τι λέει το περί δικαίου αίσθημα για τον έμπορο ναρκωτικών («κρέμασμα’»), για τον ληστή που παραβίασε το οικιακό άσυλο («βρε, καραμπίνα χρειάζεται»), για τον τρομοκράτη («να σαπίσει στη φυλακή», αν είναι του άλλου χώρου, να αποφυλακιστεί γιατί η δικαιοσύνη δεν πρέπει να είναι εκδικητική, αν τυγχάνει να είναι ιδεολογικά συγγενής).
Όμως σε γενικές γραμμές, το κοινό περί δικαίου αίσθημα όπως το εισπράττεις σαν φωνή γύρω σου είναι πιο ανελέητο από τις αποφάσεις των τακτικών δικαστών: υπερασπίζεται ακόμα τη θανατική ποινή (που έχει καταργηθεί από δεκαετίες), καταργεί τεκμήρια αθωότητας, δικαιολογεί ανακριτικές τεχνικές της πιο «παλιάς σχολής».
Σε αντίθεση με τη μυθοποιημένη λαϊκή δικαιοσύνη με την οποία το ταυτίζουν, το κοινό περί δικαίου αίσθημα γίνεται όργανο της μιας ή άλλης μνησίκακης συσπείρωσης. Μόνο σε περιορισμένο βαθμό αποπνέει ένα πνεύμα θετικής διόρθωσης προβληματικών αποφάσεων ή κακών νόμων. Τις περισσότερες φορές εκφράζει απλώς μια επιθυμία ανελέητης τιμωρίας εκείνου ή εκείνης που πιστεύουμε πως εκπροσωπεί το κακό – δηλαδή το ιδεολογικό και πολιτισμικό σύμπαν των εχθρών μας.
Σε αντίθεση με τη μυθοποιημένη λαϊκή δικαιοσύνη με την οποία το ταυτίζουν, το κοινό περί δικαίου αίσθημα γίνεται όργανο της μιας ή άλλης μνησίκακης συσπείρωσης. Μόνο σε περιορισμένο βαθμό αποπνέει ένα πνεύμα θετικής διόρθωσης προβληματικών αποφάσεων ή κακών νόμων.
Τις περισσότερες φορές εκφράζει απλώς μια επιθυμία ανελέητης τιμωρίας εκείνου ή εκείνης που πιστεύουμε πως εκπροσωπεί το κακό – δηλαδή το ιδεολογικό και πολιτισμικό σύμπαν των εχθρών μας.
Έτσι, καθημερινά, το κοινό περί δικαίου αίσθημα χωρίζεται σε εκείνο που ευφραίνει το αριστερό/αναρχικό ακροατήριο και σε εκείνο που αγαλλιάζει τους δεξιούς ή απλώς τους αντι-συριζαίους πολίτες.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο μήνυμά της που «σκανδάλισε» πολλούς αισθάνθηκε την ανάγκη να υπενθυμίσει κάτι σημαντικό. Πως το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το Σύνταγμα και τους νόμους ή, για να το πούμε διαφορετικά, πως είναι επικίνδυνη η αποθέωσή του ως συνταγής διόρθωσης μιας δικαστικής απόφασης.
Αυτό δεν σημαίνει κάποια «αντι-λαϊκή» ή αφ’ υψηλού περιφρόνηση για τα συναισθήματα της πλειοψηφίας. Επειδή όμως στις δημοκρατίες οι πλειοψηφίες δεν είναι σταθερά οι ίδιες αλλά σχηματίζονται και εναλλάσσονται, καμιά κυρίαρχη γνώμη μιας συγκεκριμένης στιγμής δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να έχει υπέρμετρες αξιώσεις.
Το φιλτράρισμα του κοινού περί δικαίου αισθήματος από τα ρεύματα εχθροπάθειας του Facebook ή από τις καταιγιστικές καμπάνιες έξαλλων κατηγόρων το κάνει ακόμα πιο ακατάλληλο ως κριτήριο για την απονομή της δικαιοσύνης. Σε έναν κόσμο που πολλές αποφάσεις ή εκδοχές του μας εξοργίζουν ή μας αφήνουν μια γεύση απογοήτευσης, ένας εμφύλιος μεταξύ αντιμαχόμενων «αισθημάτων δικαίου» δεν οδηγεί πουθενά. Και αυτή την κρίσιμη αλήθεια έφερε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου στη δημόσια σφαίρα, προκαλώντας την αδικαιολόγητη αγανάκτηση όσων βλέπουν παντού σκοτεινά σχέδια και δόλιες προθέσεις εναντίον τους.