Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ είναι πάντα η πρώτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε συνδυασμό με την επιδίωξη ηρεμίας στα ελληνοτουρκικά και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, ώστε να μη διαταραχθεί η σταθερότητα που επηρεάζει και την οικονομία. Πλησιάζοντας προς τις εκλογές όμως ο πρωθυπουργός επιθυμεί να κλείσει το ζήτημα των υποκλοπών που παραμένει ανοιχτό. Μπορεί να μην έχει το πολιτικό ή επικοινωνιακό κόστος που θα περίμενε κανείς, έχει όμως θεσμικό κόστος για την κυβέρνηση και κυρίως για τη χώρα. Παρομοίως, η ΝΔ θα επιδιώξει να κλείσει και όλες τις πρόσφατες αποκαλύψεις για βουλευτές της με την κλασική μέθοδο του συμψηφισμού. Μια ιδέα πήραμε αυτές τις μέρες, όταν μετά την αποκάλυψη για μια δικηγόρο βουλευτή της ΝΔ ότι εξακολουθούσε να πληρώνεται από τον ΕΦΚΑ έπειτα από την εκλογή της, ακολούθησε η αποκάλυψη για μια δικηγόρο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε το ίδιο.
O Κυριάκος Μητσοτάκης, πηγαίνοντας προς τις εκλογές, εξετάζει όσα είχε υποσχεθεί την προηγούμενη προεκλογική περίοδο και δεν έπραξε, καθώς ένα από τα συνθήματά του θα είναι ότι έκαναν όλα όσα είπαν ότι θα κάνουν. Οπότε αυτά που δεν έκαναν θα φροντίσουν τώρα να μοιάζει σαν να τα έκαναν ή ότι, έστω, ξεκινάνε τώρα να τα κάνουν.
Η οικονομία ως πολιτική και προεκλογική προτεραιότητα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πιστός στο δόγμα Κλίντον «είναι η οικονομία, ηλίθιε», θα κινηθεί με παρόμοιο τρόπο και προεκλογικά, σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια θα αναδείξει κυρίως αυτό που θεωρεί επιτυχία της κυβέρνησής του, αξιοποιώντας τους θετικούς δείκτες και δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, αποσιωπώντας όμως ότι στην κατάσταση που ήταν η ελληνική οικονομία, αυτό που προβάλλει δεν είναι κατόρθωμα. Από την άλλη, η κυβέρνησή του προσπαθεί να δείξει ότι ενδιαφέρεται και για τον λαό, δίνοντας κάποιες αυξήσεις που δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό και με επιδόματα τύπου pass που καθιέρωσε, τα οποία θα συνεχιστούν μέχρι τις εκλογές.
Η κόντρα με την ΑΔΑΕ
Στο θέμα των υποκλοπών το Μέγαρο Μαξίμου έχει ανοίξει μία όχι απλώς αχρείαστη αλλά και επικίνδυνη κόντρα με την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Είναι ξεκάθαρο ότι στη διένεξη αυτή ήταν το Μαξίμου που ήρξατο χειρών αδίκων, ενώ ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, αποδεικνύει για άλλη μια φορά την ανεξαρτησία του.
Ίσως σήμερα λίγοι να θυμούνται ότι τον Οκτώβριο του 2016, ο Χρήστος Ράμμος, μαζί με τη νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αντιπρόεδροι του ΣτΕ και οι δύο τότε, είχαν παραιτηθεί από την Ένωση των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για τα μαγειρέματα που επιχειρούνταν σχετικά με τον διαγωνισμό και το νομοσχέδιο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες. Τότε, παρά το κλίμα φόβου που επικρατούσε (ένας δικαστής που έκρινε ως αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο Παππά είδε την προσωπική του αλληλογραφία να διαρρέει στον Τύπο), ο Χρήστος Ράμμος άσκησε έντονη κριτική χωρίς φόβο. Το ίδιο κάνει και σήμερα. Εκφράζει την επιστημονική του άποψη με επιχειρήματα, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική, αποδεικνύοντας ότι είναι πραγματικά ανεξάρτητος.
Η γνωμοδότησή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, που υποστήριξε ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την αρμοδιότητα να ερευνά αιτήματα πολιτών που ζητούν να πληροφορηθούν εάν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους, εκθέτει την κυβέρνηση. Η γνωμοδότηση είναι προφανές ότι ήταν καλοδεχούμενη στο Μέγαρο Μαξίμου και βεβαίως στηρίζεται στον νέο νόμο που εφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τον οποίο πήρε την αρμοδιότητα από την ΑΔΑΕ και την έδωσε σε τριμελή επιτροπή (που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και στην οποία προεδρεύει εισαγγελέας).
Όλα αυτά φανερώνουν ότι μπορεί η κυβέρνηση στα λόγια να μιλάει για «άπλετο» φως, στην πράξη όμως αποδεικνύει ότι θέλει να κρατήσει την ιστορία αυτή στο σκοτάδι. Η αναφορά Ντογιάκου σε σειρά ποινικών διατάξεων και νόμων που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνων κάθειρξης για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο (σ.σ. νέος) νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης, δημιουργεί ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση. Επίσης, με την ερμηνεία του κ. Ντογιάκου (με την οποία συμφωνεί και η κυβέρνηση φυσικά) ότι το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ «λευκή επιταγή», αλλά «καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της», επιχειρείται να καταστεί μια ανεξάρτητη αρχή σχεδόν διακοσμητική.
Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ αντέδρασε, απαντώντας ότι η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου νομικά δεν παράγει καμία δέσμευση και παραβιάζει «την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ», ενώ με το θέμα θα ασχοληθεί και η ολομέλεια της ΑΔΑΕ, οπότε θα υπάρξει νέα ανακοίνωση και συνέχεια. Η σύγκρουση με μια ανεξάρτητη αρχή, επειδή συμπεριφέρεται ως τέτοια, εκθέτει την κυβέρνηση και βλάπτει το φιλελεύθερο προφίλ που θέλει να προβάλλει ο πρωθυπουργός, ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε επικίνδυνες καταστάσεις.
«Σας περιμένω να με συλλάβετε»
Η αξιωματική αντιπολίτευση, πάντως, αντί να μείνει στους πραγματικούς κινδύνους με επιχειρήματα και πολιτικές προτάσεις, κατέφυγε πάλι σε εντυπωσιασμούς που τραβούν την προσοχή μεν, αλλά απομακρύνουν από την ουσία. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, στην ανακοίνωσή του, μίλησε για απειλές που «δεν αφορούν μόνο τα στελέχη της ΑΔΑΕ» αλλά και εκείνον προσωπικά, παρότι η σύγκρουση αφορά αποκλειστικά την Αρχή. Αλλά, αφού, σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, έχει καταθέσει κι εκείνος στην ΑΔΑΕ αίτημα να τον ενημερώσει ποιοι παρακολουθούνται, «αν αυτή η ενέργεια, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διώκεται ποινικά, του δηλώνω ότι παραιτούμαι της βουλευτικής μου ασυλίας και τον καλώ να προβεί στα νόμιμα σε βάρος μου».
Βέβαια, πουθενά ο κ. Ντογιάκος δεν ανέφερε ότι διώκονται όσοι ζητούν ενημέρωση, αλλά ο κ. Τσίπρας του είπε: «Κύριε εισαγγελέα, πλατεία Ελευθερίας 1 είναι το γραφείο μου. Σας περιμένω να με συλλάβετε». Η εντυπωσιακή αυτή δήλωση τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας σε βάρος της υπόλοιπης ανακοίνωσης, αλλά δεν φώτισε καθόλου την πολύ σοβαρή υπόθεση, γεγονός που εν τέλει διευκολύνει την κυβέρνηση ώστε να μη στριμώχνεται επί της ουσίας, αφού αυτή δεν αναδεικνύεται.
Κάνοντας τσεκ στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
Κατά τ’ άλλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πηγαίνοντας προς τις εκλογές, εξετάζει όσα είχε υποσχεθεί στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο και δεν έπραξε, καθώς ένα από τα συνθήματά του θα είναι ότι έκαναν όλα όσα είπαν ότι θα κάνουν. Οπότε, αυτά που δεν έκαναν, θα φροντίσουν τώρα να μοιάζει σαν να τα έκαναν ή ότι, έστω, ξεκινάνε τώρα να τα κάνουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που δόθηκε στη δημοσιότητα η αρχιτεκτονική πρόταση που προκρίθηκε για τη δημιουργία του νέου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και η οποία θα παρουσιαστεί τις επόμενες εβδομάδες. Μία από τις υποσχέσεις του πρωθυπουργού προεκλογικά, όμως, στην οποία είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση και είχε ενθουσιάσει πολλούς, ήταν η αναβάθμιση όλης της περιοχής που περιλαμβάνει τόσο το Αρχαιολογικό Μουσείο όσο και το ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου. Η τετραετία συμπληρώνεται και η υπόσχεση του πρωθυπουργού έμεινε ανεκπλήρωτη.
Άλλη μία ανεκπλήρωτη δέσμευση της κυβέρνησης είναι ο εκσυγχρονισμός και η επιτάχυνση του έργου της Δικαιοσύνης, την οποία ζητούσαν επιτακτικά ο επιχειρηματικός κόσμος και οι επενδυτές που υπολογίζει ιδιαιτέρως το Μαξίμου. Κάποια στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάστηκε αν θα μπορούσε να τρέξει το θέμα μόνο για τις υποθέσεις των επιχειρήσεων, αλλά αυτό θα δημιουργούσε δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων και δεν ήταν και εφικτό. Τώρα, τη δωδεκάτη ώρα, λέγεται ότι κυβέρνηση μπορεί να ανακοινώσει κάτι, μετά και την πρωτοβουλία της Προέδρου της Δημοκρατίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Δικαιοσύνης. Αλλά η ουσία είναι ότι πέρασαν σχεδόν τέσσερα χρόνια και πάλι κανείς δεν τόλμησε να εκσυγχρονίσει τη Δικαιοσύνη.