Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ με καταπληκτική ποιότητα ζωής. Αν μπορεί να προσφέρει καλή εργασία και καλές απολαβές, για κάποιον που είναι Έλληνας η επιστροφή είναι περίπου μονόδρομος. Γι’ αυτό έχουμε δώσει μια σειρά από φορολογικά κίνητρα και για τις επιστροφές νέων από το εξωτερικό».
Έστειλα στις παιδικές μου φίλες το tweet του πρωθυπουργού και ευθυμήσαμε όλες μαζί. Από τις τέσσερίς μας μόνο εγώ επέστρεψα στην Ελλάδα. Η αγαπημένη μου φράση ήταν η «ποιότητα ζωής». Τι σημαίνει ποιότητα ζωής; Από τις έρευνες που βρήκα δεν υπήρχε ούτε μία που να τοποθετούσε την Ελλάδα έστω στην πρώτη εικοσάδα χωρών με καλή ποιότητα ζωής. Στo better life index του ΟΟΣΑ η Ελλάδα βγαίνει 36η σε σύνολο σαράντα χωρών.
Oι δείκτες της Eυρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι ακόμα χειρότεροι. Η έρευνά τους υπολογίζει την ποιότητα ζωής με βάση δέκα βασικούς παράγοντες, ανάμεσά τους βρίσκονται η υγεία, η (οικονομική και φυσική) ασφάλεια, η παιδεία, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, οι υλικές συνθήκες διαβίωσης, οι κοινωνικές συναναστροφές, η διακυβέρνηση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και το φυσικό περιβάλλον.
Οι πρωτιές της Ελλάδας είναι πράγματι καταπληκτικές: βρίσκεται στο Νο 1 στην ανεργία, στο μισθολογικό κενό μεταξύ ανδρών και γυναικών, στη δυσκολία των πολιτών να αντιμετωπίσουν πιθανά απρόσμενα έξοδα, στις ώρες δουλειάς ανά εβδομάδα, στη δυσκολία μας να τα βγάλουμε πέρα οικονομικά, ενώ βρίσκεται στην τελευταία θέση στην κατηγορία job satisfaction. Η χώρα μας βρίσκεται σε μέτριες ή κακές θέσεις σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες.
Ίσως να φταίει πως συχνά μπερδεύουμε την ποιότητα ζωής με τον φολκλόρ εθνικό ναρκισσισμό. Αχ, γλυκιά μας Ελλαδίτσα, εκεί που κάποια χαρωπή γιαγιούλα μάς σερβίρει μαριδάκι, ελιά θρούμπα και ούζο κάτω από το πεύκο και τραγουδάμε όλοι μαζί Πάριο. Αυτό όμως δεν είναι ζωή αλλά διαφήμιση για μπίρα.
Η Ελλάδα τα πηγαίνει καλούτσικα σε μία μόνο υποκατηγορία, αυτή της «ψυχαγωγίας και των κοινωνικών σχέσεων». Η μοναδική θετική μας πρωτιά είναι πως βλέπουμε πολύ συχνά τους φίλους και την οικογένειά μας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ακριβώς επειδή η συμμετοχή μας στα κοινά, στον εθελοντισμό ή σε αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες είναι χαμηλή, και εδώ η επίδοση της χώρας μας είναι κάτω του μετρίου.
Το tweet του πρωθυπουργού αλλά και όλη η σχετική κουβέντα για το brain drain πιθανώς να έχει απήχηση σε ανθρώπους που έχουν λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα και επιστρέφουν για να επενδύσουν ή ψηφιακούς νομάδες που μπορούν να δουλεύουν εδώ και να πληρώνονται με μισθούς εξωτερικού. Εννοείται ότι χρειαζόμαστε και επενδύσεις και ανθρώπους που θα ξοδεύουν εδώ το υψηλό τους εισόδημα. Απλώς αυτές οι δύο κατηγορίες αποτελούν μια απειροελάχιστη μειοψηφία των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό.
Κάποτε η χώρα μας είχε καλύτερη ποιότητα ζωής. Όταν πρωτογύρισα στην Ελλάδα το 2005 τα εργασιακά δεν ήταν σπουδαία (θυμάται κανείς, άραγε, τη γενιά των 700 ευρώ; Γιατί εγώ τη θυμάμαι και γελάω μόνη μου), αλλά το κόστος ζωής ήταν αρκετά πιο χαμηλό. Στην Ελλάδα μάλλον δεν θα έκανες καριέρα, αλλά μπορεί να ήταν λίγο πιο εύκολη η καθημερινότητά σου.
Δέκα χρόνια οικονομικής και πολιτικής κρίσης αργότερα, το σύστημα μπάζει από παντού – μια αστεία αγορά εργασίας, ελλιπής πρόσβαση σε στέγαση, πανάκριβες υπηρεσίες, μηδαμινή εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η ιδέα της επιχειρηματικότητας ως καφετέρια και Αirbnb. Δεν φτάνουν δύο ή τρεις εξαγορές start-up για να πάρει μπρος η ελληνική οικονομία. Oι λόγοι που δεν επιστρέφουν οι νέοι, πέρα από τις απολαβές, είναι η αναξιοκρατία και η ζωή σε ένα κράτος που, αντί να σε βοηθάει, σε διαλύει.
Πολύς κόσμος γυρνάει, αλλά καλό είναι να ξέρουμε το γιατί – είτε για συναισθηματικούς ή προσωπικούς λόγους είτε γιατί έχει κάποια «έτοιμη» δουλειά, ή σπίτι, ή συντάξεις γονιών να τον στηρίζουν. Το να γυρίσει γιατί θα βρει δουλειά με «καλές απολαβές» ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Το να γυρίσει για την «καταπληκτική ποιότητα ζωής» πιθανόν να είναι και σύντομο ανέκδοτο.
Ίσως να φταίει πως συχνά μπερδεύουμε την ποιότητα ζωής με τον φολκλόρ εθνικό ναρκισσισμό. Αχ, γλυκιά μας Ελλαδίτσα, εκεί που κάποια χαρωπή γιαγιούλα μάς σερβίρει μαριδάκι, ελιά θρούμπα και ούζο κάτω από το πεύκο και τραγουδάμε όλοι μαζί Πάριο. Αυτό όμως δεν είναι ζωή αλλά διαφήμιση για μπίρα.
Δεν πειράζει, ας γλεντήσουμε λίγο την κακομοιριά μας. Όπως είχε πει εξάλλου και ο Αλέξης Τσίπρας, λίγο πριν ξεκινήσει το τρίτο μνημόνιο (αυτό που δεν ήταν μνημόνιο αλλά «πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής»), «τoν ήλιο και το τσίπουρο δεν θα μας τα πάρουν ποτέ».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.