ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ανθρωποκυνηγητό στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ έληξε σε ένα McDonald's στην Αλτούνα της Πενσιλβάνια το πρωί της Δευτέρας. Εκεί, δύο αστυνομικοί πλησίασαν έναν άνδρα σκυμμένο πάνω από ένα λάπτοπ, ο οποίος ταίριαζε με την περιγραφή του ατόμου που καταζητείτο για τη δολοφονία του διευθύνοντα συμβούλου της ασφαλιστικής εταιρείας υγείας UnitedHealthcare, Μπράιαν Τόμσον, στο Μανχάταν. Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησαν αν είχε πάει πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, εκείνος «άρχισε να τρέμει». Αφού πρώτα έδειξε στους αστυνομικούς ψεύτικη ταυτότητα, παραδέχτηκε ότι ήταν ο Λουίτζι Μαντζιόνε.
Το ίδιο βράδυ, το δικαστήριο της Πενσιλβάνια, όπου παραμένει υπό κράτηση, αρνήθηκε την απελευθέρωση του 26χρονου με εγγύηση. Στη συνέχεια, η Εισαγγελία του Μανχάταν τού απήγγειλε κατηγορίες για φόνο δευτέρου βαθμού και εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του προκειμένου να εκδοθεί για να δικαστεί στη Νέα Υόρκη. Τον βαρύνουν τρεις ακόμα κατηγορίες για οπλοκατοχή και πλαστογραφία.
Αμέσως μετά τη σύλληψή του, αποκαλύφθηκε το πορτρέτο ενός προνομιούχου νεαρού, ο οποίος ακολούθησε μια πορεία που σταδιακά τον απομόνωνε όλο και περισσότερο και η οποία, σύμφωνα με τις αρχές, κατέληξε στη βία.
Το μανιφέστο που βρέθηκε στα αρχεία του Μαντζιόνε ανέφερε: «Αυτά τα παράσιτα το άξιζαν».
Ο Μαντζιόνε κατάγεται από μια επιφανή οικογένεια του Μέριλαντ που έχει δεσμούς με παράγοντες της κτηματαγοράς και της πολιτειακής εξουσίας. Η εφημερίδα «Baltimore Banner» αναφέρει ότι η οικογένειά του έχει στην ιδιοκτησία της δύο ακίνητα με εγκαταστάσεις αναψυχής στην Πολιτεία και μια σειρά ιδρυμάτων νοσηλείας και υποβοηθούμενης διαβίωσης, στην οποία, σύμφωνα με το προφίλ του Μαντζιόνε στο LinkedIn, εργαζόταν στο παρελθόν ως εθελοντής. Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής του Μέριλαντ Νίνο Μαντζιόνε είναι εξάδελφος του Λουίτζι.
Ο Μαντζιόνε αποφοίτησε με άριστα από το Gilman School, ένα ιδιωτικό γυμνάσιο αρρένων της Βαλτιμόρης, του οποίου τα δίδακτρα ξεπερνούν τα 35.000 δολάρια ετησίως. Πρώην καθηγητές και συμμαθητές δήλωσαν στην «Washington Post» ότι τον θυμούνται ως έναν εξαιρετικά έξυπνο και αγαπητό μαθητή. Το 2020, ο Μαντζιόνε αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια με πτυχία στη μηχανική και τους υπολογιστές ενώ, σύμφωνα με το προφίλ του στο LinkedIn, είχε ως δευτερεύουσα κατεύθυνση στις σπουδές του τα μαθηματικά με ειδίκευση στην τεχνητή νοημοσύνη.
Σύμφωνα με ένα άρθρο του 2018 στην πανεπιστημιακή έκδοση «Penn Today», ως προπτυχιακός φοιτητής ίδρυσε μια λέσχη για προγραμματιστές video games. Δήλωνε τότε: «Στο λύκειο άρχισα να παίζω πολλά παιχνίδια, αλλά ήθελα να φτιάξω το δικό μου παιχνίδι, και έτσι έμαθα να γράφω κώδικα». Σύμφωνα με το προφίλ του στο LinkedIn, ο Mαντζιόνε είχε περάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια δουλεύοντας ως μηχανικός δεδομένων για μια διαδικτυακή εταιρεία λιανικής πώλησης αυτοκινήτων, η οποία λειτουργεί πλήρως εξ αποστάσεως. Μέρος αυτής της περιόδου το πέρασε στη Χαβάη.
Το μόνιμο χαμόγελο στις φωτογραφίες του έκρυβε τον σωματικό και ψυχολογικό πόνο που αισθανόταν. Οι διαγραμμένες πλέον αναρτήσεις του στο Reddit που βρήκε το CNN ανέφεραν ότι υπέφερε από χρόνιο πόνο στη μέση, απόρροια της νόσου Lyme, και από «εγκεφαλική ομίχλη» ήδη από τα χρόνια που βρισκόταν στο κολέγιο. Οι αναρτήσεις του εξέφραζαν επίσης οργή για την ιατρική κοινότητα: «Είναι απολύτως βάναυσο να έχεις ένα τέτοιο πρόβλημα που καταστρέφει τη ζωή σου... Οι άνθρωποι γύρω σου πιθανόν να μην καταλαβαίνουν τα συμπτώματά σου – σίγουρα δεν καταλαβαίνουν τα δικά μου». Σε δημοσίευμα αναφέρεται ότι νωρίτερα φέτος είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για τον πόνο στη μέση.
Πρόσφατα, ο Μαντζιόνε είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους και, όπως έγραψε στο διαδίκτυο, είχε μετακομίσει στην Ιαπωνία. Την άνοιξη άρχισε να αλληλογραφεί με τον Gurwinder Bhogal, χρήστη του Substack από το Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος δήλωσε ότι αντάλλαξαν μια σειρά από emails και μίλησαν σε μια δίωρη βιντεοκλήση. Ο Bhogal λέει σχετικά: «Ανέφερε ότι η ιαπωνική κουλτούρα ήταν ιδιαίτερα άκαμπτη και με δεσμευτικούς κανόνες για τα δικά του γούστα. Αναφερθήκαμε εν συντομία στις διαφορές μεταξύ των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Ο Λουίτζι παραπονέθηκε για το πόσο ακριβή ήταν η υγειονομική περίθαλψη στις ΗΠΑ και εξέφρασε τη ζήλια του για το κρατικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου».
Ο Martin λέει ότι ο Μαντζιόνε «μετά τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο σιώπησε». Ένας άλλος φίλος του είπε στους «New York Times» ότι έλαβε ένα μήνυμα από την οικογένειά του που έλεγε ότι «δεν είχαν νέα του για αρκετούς μήνες μετά την εγχείρηση. Οι συγγενείς ήλπιζαν ότι οι φίλοι του ίσως να γνώριζαν πού βρίσκεται». Στα μέσα Νοεμβρίου η οικογένειά του δήλωσε την εξαφάνισή του στην αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο, αν και δεν είναι σαφές γιατί πίστευαν ότι μπορεί να βρισκόταν εκεί. Όταν ρωτήθηκε στο δικαστήριο αν είχε επαφή με την οικογένειά του, ο Mατζιόνε απάντησε μόνο «μέχρι πρόσφατα».
Σε ανακοίνωσή της η οικογένεια αναφέρει: «Η οικογένειά μας είναι σοκαρισμένη και συντετριμμένη από τη σύλληψη του Λουίτζι. Οι προσευχές μας είναι με την οικογένεια του Μπράιαν Τόμσον και ζητάμε από τον κόσμο να προσευχηθεί για όλους τους εμπλεκόμενους».
Στη διαδικτυακή του διαδρομή ξεχωρίζει κάτι ιδιαίτερο. Στις αρχές του τρέχοντος έτους σχολίασε θετικά το μανιφέστο του Theodore Kaczynski, γνωστού ως Unabomber, ο οποίος σκότωσε και ακρωτηρίασε ανθρώπους που πίστευε ότι είχαν καταστρέψει τον κόσμο με την τεχνολογία. Το σχόλιό του έλεγε: «Είναι εύκολο να το προσπεράσει κανείς γρήγορα και απερίσκεπτα ως το μανιφέστο ενός τρελού, προκειμένου να αποφύγει να αντιμετωπίσει κάποια από τα άβολα θέματα που εντοπίζει. Αλλά είναι απλώς αδύνατο να αγνοήσουμε πόσο προφητικές αποδείχθηκαν πολλές από τις προβλέψεις του για τη σύγχρονη κοινωνία».
Στη συνέχεια παρέθετε, όπως έγραψε, «ένα απόσπασμα που βρήκα στο διαδίκτυο και το οποίο θεωρώ ενδιαφέρον», το οποίο κατέληγε λέγοντας: «Η δήλωση “Η βία δεν έλυσε ποτέ τίποτα” ξεστομίζεται από δειλούς και αρπακτικά». Το μανιφέστο που βρέθηκε στα αρχεία του Μαντζιόνε ανέφερε: «Αυτά τα παράσιτα το άξιζαν».
Ο Bhogal είπε ότι ήταν δύσκολο να προσδιορίσει την πολιτική του στάση: «Σε ορισμένα πράγματα ήταν αριστερός και σε άλλα δεξιός. Ήταν κατά του woke επειδή δεν πίστευε ότι ήταν αποτελεσματικός τρόπος για να βοηθηθούν οι μειονότητες. Εξέφρασε ενδιαφέρον για πιο ορθολογικές, βασισμένες σε στοιχεία, μορφές συμπόνιας, όπως ο αποτελεσματικός αλτρουισμός. Με ρώτησε πώς αποφασίζω σε ποια θέματα θα είμαι αριστερός και σε ποια δεξιός, οπότε το συζητήσαμε κι αυτό. Συνολικά, η εντύπωση που αποκόμισα από αυτόν, εκτός από την περιέργεια και την καλοσύνη του, ήταν ότι είχε βαθιά ανησυχία για το μέλλον της ανθρωπότητας και ότι ήταν αποφασισμένος να βελτιώσει τον εαυτό του και τον κόσμο».
Όλα ξεκίνησαν το πρωί της περασμένης Τετάρτης έξω από το ξενοδοχείο Hilton στο κέντρο του Μανχάταν, όπου διέμενε ο Τόμσον. Περίπου στις 6:44 π.μ. ένας μασκοφόρος τον πλησίασε από πίσω και άνοιξε πυρ. Ενώ ο Τόμσον κείτονταν στο έδαφος θανάσιμα τραυματισμένος, ο ένοπλος διέφυγε πάνω σε ποδήλατο διασχίζοντας το κέντρο της πόλης και το Σέντραλ Παρκ. Μέσα σε λίγες ώρες, ξέφυγε από το μεγαλύτερο δίκτυο αστυνομικής παρακολούθησης της χώρας, το οποίο έχει πρόσβαση σε χιλιάδες κάμερες, και εξαφανίστηκε.
Η αστυνομία ανακάλυψε ότι ο ύποπτος είχε φτάσει στην πόλη δέκα ημέρες νωρίτερα με υπεραστικό λεωφορείο από την Ατλάντα της Τζόρτζια. Στις 30 Νοεμβρίου έκανε check-in σε έναν ξενώνα στο Upper West Side χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα του Νιου Τζέρζι, η οποία, σύμφωνα με τους αξιωματούχους, βρέθηκε αργότερα επάνω στον Μαντζιόνε. Εκεί ήταν που χαλάρωσε για λίγο την άμυνά του, κατεβάζοντας τη μάσκα του για να φλερτάρει, σύμφωνα με πληροφορίες, με ένα άτομο που εργαζόταν στη ρεσεψιόν. Η στιγμή καταγράφηκε από κάμερα ασφαλείας. Στις 4 Δεκεμβρίου, την ημέρα του φόνου, είχε εντοπιστεί σε ένα Starbucks λίγα τετράγωνα μακριά από το Hilton. Είχε πετάξει στα σκουπίδια ένα μπουκαλάκι νερό και μια μπάρα πρωτεΐνης, από τα οποία η αστυνομία πήρε δακτυλικά αποτυπώματα και DNA. Επάνω του βρέθηκαν 10.000 δολάρια σε μετρητά, ξένο συνάλλαγμα και διαβατήριο.
Φεύγοντας από το Central Park, κάλεσε ταξί και κατευθύνθηκε προς τον τερματικό σταθμό των λεωφορείων. Μέσα στο ταξί τον κατέγραψε μια κάμερα και η Αστυνομία της Νέας Υόρκης έδωσε αμέσως στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες με την ελπίδα να εντοπίσει τον ύποπτο. Πράγματι, 300 μίλια μακριά, ένας υπάλληλος των McDonald's τον αναγνώρισε χάρη σ’ αυτές τις φωτογραφίες.
Με στοιχεία από New York Magazine.