ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ, λόγω καλοκαιριού και βελτίωσης της επιδημιολογικής εικόνας το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση. Η μάχη με την πανδημία δεν έληξε και είναι πλέον σαφές ότι ούτε η οικονομία ούτε ο τουρισμός θα ανακάμψουν αν δεν αντιμετωπιστεί. Στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί ένα ποσοστό του πληθυσμού σχεδόν παρόμοιο με αυτό που έκανε το εμβόλιο για τη γρίπη τον χειμώνα, αλλά οι περισσότεροι παραμένουν ανεμβολίαστοι και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα πειστούν εύκολα. Αυτήν τη στιγμή εμβόλια υπάρχουν, αλλά τελειώνουν οι πρόθυμοι να εμβολιαστούν, χωρίς η Ελλάδα να έχει πλησιάσει καν το ποσοστό που χρειάζεται για να επιτευχθεί η ανοσία. Και μαζί με τους πρόθυμους να εμβολιαστούν, τελειώνουν και τα χρήματα που έχει υπολογίσει να διαθέσει η κυβέρνηση για το διάστημα που θα κρατούσε κλειστή την οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση ένα νέο lockdown το φθινόπωρο ή τον χειμώνα, αλλά η μη επίτευξη της ανοσίας, την ώρα που αναμένεται η κυριαρχία της μετάλλαξης Δέλτα, άρα ένα πιθανό τέταρτο κύμα, τα αφήνει όλα ανοιχτά. Οι επιστήμονες έχουν εξηγήσει ότι εάν μέχρι το φθινόπωρο κυριαρχήσει και στην Ελλάδα η συγκεκριμένη μετάλλαξη, η επιδημία θα εξαπλωθεί και πάλι ταχύτατα, αυτήν τη φορά στους μη εμβολιασμένους, οι οποίοι αποτελούν παραπάνω από το μισό του πληθυσμού της χώρας και επομένως αρκούν για να γεμίσουν πάλι τα νοσοκομεία και οι ΜΕΘ. Υπάρχει όμως και χειρότερο: ο διχασμός και ο κοινωνικός αυτοματισμός που παραμονεύει.
Πέρα από την οικονομική εξάντληση και την κοινωνική κόπωση, η προοπτική ενός νέου lockdown αναμένεται να βρει αντίθετους πάρα πολλούς και κυρίως τους εμβολιασμένους, που θεωρούν ότι, από τη στιγμή που υπάρχουν εμβόλια για όλους, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν περιοριστικά μέτρα. Υπάρχει, λοιπόν, ο κίνδυνος, και ήδη διαφαίνεται η δημιουργία ενός τέτοιου κλίματος, οι εμβολιασμένοι να αρνηθούν να υπομείνουν άλλους περιορισμούς «εξαιτίας των ανεμβολίαστων».
Η πρόβλεψη της Κομισιόν για την Ελλάδα, που έβλεπε ότι ως το τέλος του Ιουνίου θα είχε εμβολιάσει το 57,14% του πληθυσμού της με μία δόση, αποδείχτηκε τελικά αισιόδοξη, καθώς η χώρα πέρασε κάτω από τον πήχη με 45%. Το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί πλήρως έφτασε το 35% στο τέλος του Ιουνίου, ποσοστό καλύτερο από τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που είναι στο 33%).
Πέρα από την όποια ατομική ευθύνη όμως, είναι η κυβέρνηση που έχει την αντικειμενική ευθύνη για την προστασία της υγείας του λαού με τις λιγότερες δυνατές απώλειες κάθε είδους. Και, φυσικά, οφείλει να εμποδίσει τη δημιουργία κλίματος διχασμού. Καμπάνιες μεγάλες και δυναμικές, που θα έπειθαν τους διστακτικούς πολίτες και τους νέους να εμβολιαστούν, δεν έχουν γίνει ως τώρα. Το κίνητρο της κάρτας προνομίων των νέων, των 150 ευρώ, δεν προκάλεσε κάποιο τεράστιο ρεύμα εμβολιασμού τους. Παρόμοια κίνητρα έχουν δοθεί και σε άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο, αλλού δούλεψαν καλύτερα και αλλού χειρότερα, αλλά πουθενά δεν ήταν αρκετά μόνο αυτά για να πείσουν. Ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα ότι οι μονάδες του ΕΟΔΥ, που θα εμβολιάζουν ανά την Ελλάδα όσους δεν μπορούν να πάνε στα εμβολιαστικά κέντρα ή ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, θα ξεκινήσουν τελικά στις 6 Ιουλίου, ενώ ήταν να βγουν πολύ νωρίτερα.
Η πρόβλεψη της Κομισιόν για την Ελλάδα, που έβλεπε ότι ως το τέλος του Ιουνίου θα είχε εμβολιάσει το 57,14% του πληθυσμού της με μία δόση, αποδείχτηκε τελικά αισιόδοξη, καθώς η χώρα πέρασε κάτω από τον πήχη με 45%. Το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί πλήρως έφτασε το 35% στο τέλος του Ιουνίου, ποσοστό καλύτερο από τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που είναι στο 33%), αλλά παραμένει ανεπαρκές για το χτίσιμο της ανοσίας και την έγκαιρη αντιμετώπιση της της νέας μετάλλαξης.
Ο ρόλος της Εκκλησίας και της αντιπολίτευσης
Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να πετύχει τον στόχο του Εθνικού Επιχειρησιακού Σχεδίου Εμβολιασμών κατά του Covid-19 ως τώρα και γι’ αυτό έχει να κάνει πολύ και ανηφορικό δρόμο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να πείσει κι άλλους φορείς να συμβάλουν, όπως η αντιπολίτευση και η Eκκλησία.
Με την πρώτη, αντί να συνεργαστούν από την αρχή με κοινό σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας, πέρασαν στην αντιπαράθεση, κάτι που δεν συνέβαλε στην αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης. Ο Αλέξης Τσίπρας υποβάθμισε από την αρχή τον ρόλο του εμβολιασμού, είτε μιλώντας για ένα «εμβόλιο που δεν υπάρχει», λίγο πριν αυτό κυκλοφορήσει είτε, αργότερα, για «ξεστοκάρισμα» των εμβολίων της ΑstraΖeneca. Κυρίως, όμως, όλο αυτό το διάστημα, επέτρεψε σε πολιτικά στελέχη του περιβάλλοντός του ‒πιθανόν για ψηφοθηρικούς λόγους‒ να κλείνουν το μάτι στους «αντιεμβολιαστές». Τις προηγούμενες μέρες, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Τσίπρα παραδέχτηκε δημόσια ότι δεν έχει εμβολιαστεί για τον Covid-19 και έκανε κριτική στα εμβόλια.
Υπήρχαν, βέβαια, μεμονωμένα πολιτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που με τη στάση τους θέλησαν να συμβάλουν στην προσπάθεια του εμβολιασμού, όπως ο Ανδρέας Ξανθός, ο Νίκος Φίλης και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, οι οποίοι όμως μάλλον ήταν εκτός (προεδρικής) γραμμής. Τα στελέχη αυτά, σε γενικές γραμμές, κάνουν μάλλον πιο σκληρή κριτική στην κυβέρνηση, αλλά θεωρούν, όπως ανέφερε κάποιος από αυτούς, ότι όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν μπορούν να ποντάρουν στην αποτυχία της κυβέρνησης, γιατί είναι ο λαός αυτός που θα την πληρώσει. Σημαντικός παράγοντας στο θέμα του εμβολιασμού, που ωστόσο η κυβέρνηση δεν είχε εντάξει ενεργά στον σχεδιασμό της, είναι η Εκκλησία της Ελλάδας. Η αλήθεια είναι ότι στο ζήτημα του εμβολιασμού η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έχει αποφανθεί πως η επιλογή του εμβολιασμού δεν είναι ζήτημα τόσο θεολογικό ή εκκλησιαστικό όσο, κυρίως, ιατρικο-επιστημονικό και αποτελεί ελεύθερη προσωπική επιλογή κάθε ανθρώπου, σε επικοινωνία με τον γιατρό του. Παρ’ όλα αυτά, είναι γνωστό ότι υπάρχει διχασμός στους κόλπους της Εκκλησίας, καθώς αρκετοί ιερείς παραμένουν όχι απλώς επιφυλακτικοί αλλά και αρνητικοί απέναντι στον εμβολιασμό. Το ίδιο συμβαίνει, φυσικά, και με έναν σημαντικό αριθμό πιστών.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πήρε μεν εξαρχής θέση υπέρ του εμβολιασμού, λέγοντας ότι «δεν είναι μόνο μια πράξη ατομικής ευθύνης αλλά και μια πράξη χριστιανικής αλληλεγγύης και αγάπης προς τον πλησίον μας», αλλά δεν ανέλαβε κάποιον πιο ενεργό ρόλο για να πείσει τους αντιεμβολιαστές ιερείς και το ποίμνιο. Στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό την Τετάρτη τον άκουσε να του λέει ότι είναι σημαντικό «να πείσουμε τους συμπολίτες μας, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι καχύποπτοι απέναντι στα εμβόλια, να σπεύσουν να εμβολιαστούν» και ότι θέλει να ζητήσει ακόμα μία φορά την παρότρυνσή του, «ενδεχομένως μέσω των κηρυγμάτων των ιερέων στο ποίμνιο, ώστε να κάνουν οι καχύποπτοι αυτό το πρόσθετο βήμα».
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απάντησε ότι είναι και δική του πεποίθηση ότι στο πρόβλημα αυτό είναι απαραίτητη η συνεργασία της πολιτείας με την Εκκλησία. «Δεν μπορεί η επιστήμη να είναι αντίθετη με τη θρησκεία, με την πίστη μας, στο προκείμενο θέμα» δήλωσε και, όπως έγινε γνωστό, κατά τη διάρκεια της συνάντησης αποφασίστηκε και η σύσταση μιας επιτροπής για την εξέταση όλων των ζητημάτων μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας.
Η Ιερά Σύνοδος, πάντως, έχει στις τάξεις της και ιερείς οι οποίοι είναι σημαντικοί επιστήμονες, όπως ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, με το εντυπωσιακό βιογραφικό (που παρόμοιο δεν έχουν ούτε στην κυβέρνηση), ο οποίος είναι ταυτόχρονα μια χαρισματική προσωπικότητα, παρ’ όλα αυτά ούτε η Εκκλησία της Ελλάδας ούτε η κυβέρνηση του ανέθεσαν κάποιον ρόλο στον τομέα αυτό. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, μιλώντας πριν από λίγο καιρό σε διαδικτυακή συνάντηση για το θέμα των εμβολίων εκ μέρους της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας, είπε ότι οι επιστήμονες «δεν έχουν κανέναν λόγο να μας ξεγελάσουν» και ότι το θέμα δεν είναι ούτε θεολογικό ούτε εκκλησιαστικό, αλλά υγείας και δεν μπορεί να βγει η Εκκλησία με σημαία αντι-εμβολιαστική, τονίζοντας ότι πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε όσους έχουν την ειδική γνώση.
Το πρόβλημα είναι ότι οι φωνές όσων αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις, όσων έχουν τη γνώση και τη διάθεση και μπορούν να προσφέρουν, από όποιον φορέα και αν προέρχονται (πολιτικό, επιστημονικό, θρησκευτικό), για κάποιον λόγο κρατιούνται πίσω και δεν προβάλλονται ούτε ο λόγος ούτε το παράδειγμά τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.