ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΜΑΚΡΑ προεκλογική περίοδο, που έχει αρχίσει εδώ και καιρό, τα δύο κόμματα που θα αναμετρηθούν για τη νίκη έχουν εντελώς αντίθετες στρατηγικές κι αυτό ήταν πολύ ξεκάθαρο ως τώρα. Η ΝΔ γνωρίζει ότι την ευνοεί αυτό που λέμε (κάπως καταχρηστικά) «κανονικότητα» και θέλει ήρεμα νερά και χαμηλούς τόνους. Στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως λένε δημόσια και τα στελέχη του, θεωρούν ότι οι συνθήκες κανονικότητας δεν τους ευνοούν, γι’ αυτό προσπαθούν να επαναλάβουν το 2012, οπότε κυριαρχούσε το κλίμα της αντικυβερνητικής οργής.
Η ενεργειακή κρίση, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός και η κρίση ακρίβειας που προκαλεί μειώνουν πράγματι και στην Ελλάδα τα λαϊκά εισοδήματα και πλήττουν, όπως κάθε κρίση, ακόμα περισσότερο τους ήδη ευάλωτους. Όμως συνθήκες λαϊκής οργής παρόμοιες με εκείνες του 2012 δεν υπάρχουν. Ο Αλέξης Τσίπρας φάνηκε να το αντιλαμβάνεται αυτό σε έναν βαθμό, αποφασίζοντας να αλλάξει την επικοινωνιακή του στρατηγική με μια νέα που εγκαινίασε αυτές τις μέρες.
Είναι αλήθεια ότι ο Παύλος Πολάκης έχει πραγματική πολιτική ισχύ και σημαντική επιρροή στη λαϊκή βάση του κόμματος. Για την ακρίβεια, είναι ο μόνος εκτός από τον Αλέξη Τσίπρα που έχει οπαδούς.
«Αφού η κοινωνία αυτήν τη στιγμή δεν είναι εκεί που ήταν πριν από δέκα χρόνια, προτιμά να ακούει θετικό λόγο και αναζητά την προοπτική, ο Τσίπρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να αλλάξει ή τουλάχιστον να πείσει ότι άλλαξε και ότι εκείνος μπορεί να την προσφέρει καλύτερα από τον πρωθυπουργό», αναφέρει πολιτικός αναλυτής που στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Πρέπει δηλαδή να πείσει τον ψηφοφόρο ότι τη δεύτερη φορά δεν θα έρθει για να γκρεμίσει, όπως εξαγγέλλουν κάποια στελέχη του, αλλά για να χτίσει».
Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να βλέπει εδώ και τρία χρόνια την κυβέρνηση να υφίσταται κυβερνητική φθορά, αλλά αυτή ούτε έχει επιταχυνθεί με ιδιαίτερη ταχύτητα ως τώρα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ την καρπώνεται, όπως συνέβαινε τα παλιότερα χρόνια, όταν ήταν αυτονόητο ότι η πτώση του πρώτου κόμματος σήμαινε την άνοδο του δεύτερου. Βέβαια, τα αίτια εδώ είναι περισσότερα και όπως πολλοί αναλυτές, αλλά και στελέχη, έχουν κατά καιρούς επισημάνει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μελέτησε ποτέ τα αίτια της ήττας του 2019 ούτε τι πήγε λάθος όταν κυβερνούσε. Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν έχει καταλάβει ούτε γιατί κέρδισαν το 2015 και από κει είναι που ξεκινάει η εσφαλμένη ανάγνωση.
Το θέμα είναι ότι, παρά τη φθορά της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ ως τώρα δεν καταφέρνει καν να απειλήσει τη ΝΔ, με αποτέλεσμα σχεδόν όλοι να θεωρούν δεδομένο ότι αυτή θα είναι πάλι το πρώτο κόμμα και σε αυτές τις εκλογές. Την «παντοδυναμία» της ΝΔ όμως δεν την θέλει κανένας άλλος πλην των ιδίων. Ούτε καν τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, που πάντα θεωρούν ότι η εναλλαγή δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία είναι υπέρ τους. Κανείς δεν θέλει μια κυβέρνηση που η εξουσία της δεν απειλείται από κανέναν. Γι’ αυτό και έχουν βρεθεί αρκετοί ισχυροί παίκτες που θέλουν να δώσουν ένα χέρι για να αλλάξει αυτό.
Ένας από αυτούς επιμένει εδώ και καιρό ότι ο μόνος τρόπος για να βρεθεί ισχυρό αντίπαλο δέος απέναντι στη ΝΔ, με προοπτική να της πάρει την εξουσία, είναι να συμπράξουν ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καμία διαφωνία, αρκεί να είναι αυτός ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της «προοδευτικής παράταξης». Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ, που δεν εκφράζουν όμως την πλειοψηφία, δεν έχουν πρόβλημα με αυτό. Άλλοι όμως «κλοτσάνε» και λένε ότι δεν θέλουν να γίνουν παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης στην αρχή εμφανιζόταν να μην το συζητάει καν. Οι υποκλοπές τον έφεραν αντικειμενικά λίγο πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εξακολουθεί να μη μοιάζει πολύ πρόθυμος γι’ αυτό, παρά τις πιέσεις που δέχεται.
Ο Αλέξης Τσίπρας, μαζί με τους συμβούλους του, στο πλαίσιο της νέας στροφής και του νέου προφίλ, έχει αποφασίσει να προσαρμοστεί κι άλλο ώστε να γίνει πιο φιλικός προς το κέντρο και «σε αυτό που θέλουν οι πασόκοι». Να δείχνει δηλαδή και ο ίδιος «πιο ΠΑΣΟΚ». Γι’ αυτό συνάντησε τον Γιάννη Στουρνάρα, δηλώνοντας ότι στο εξής θέλει να τον συναντά και να ενημερώνεται θεσμικά για την οικονομία, και έδωσε συνέντευξη στο «Πρώτο Θέμα», που ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγελλε μέχρι πρότινος ως «πετσωμένο». Στη συνέντευξη αυτή προσπάθησε να κατευνάσει ειδικά τους παπανδρεϊκούς. Αναφερόταν στον Παπανδρέου ως «Γιώργο» και προσπάθησε να πει και κάτι για τις ευθύνες της διακυβέρνησης Καραμανλή στην οικονομική κρίση, που σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας αποσιωπούσε. Αυτά όμως δεν ήταν αρκετά. Όλο και πιο συχνά στελέχη του ΠΑΣΟΚ δήλωναν ότι δεν θα μπορούσαν να συνεργαστούν με ένα κόμμα που έχει τον καταδικασμένο Νίκο Παππά και τον Παύλο Πολάκη. Κι επειδή ο Παππάς είναι ένα πρόσωπο απολύτως ταυτισμένο με τον Τσίπρα, που δεν μπορεί να πειράξει, αποφασίστηκε η «Ιφιγένεια» που θα θυσιαστεί, μήπως και φυσήξει ούριος άνεμος για τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, να είναι ο Παύλος Πολάκης. Ο ίδιος, ωστόσο, αρχικά αντέδρασε, αρνούμενος να θυσιαστεί, αν και στην πορεία, όταν είδε το αδιέξοδο, έκανε μια υποχώρηση χωρίς να ξέρει κανείς τι θα κάνει στο τέλος.
Υπήρξε, πάντως, μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση στον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα 24ωρα από αρκετά στελέχη που επιδίωξαν ο Τσίπρας να δείξει επιείκεια και να μην το πάει στο τέρμα, διαγράφοντάς τον από το κόμμα, αλλά και ο Πολάκης να κάνει ένα βήμα πίσω, για να πέσουν οι τόνοι. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι μπορεί να είναι πολύ κυνικός όταν χρειάζεται και δεν διστάζει να θυσιάζει συντρόφους του, αν αυτοί τον εμποδίζουν να κάνει το επόμενο βήμα. Το έκανε με τον Αλαβάνο, που του έδωσε το «δαχτυλίδι», το έκανε με τον Βαρουφάκη και με τον Λαφαζάνη, και «θα το κάνει με όσους ακόμα χρειαστεί» ήταν το ξεκάθαρο μήνυμά του αυτές τις μέρες, και ο Πολάκης το πήρε· κι ας πιστεύει ότι είναι ο μπροστάρης του ΣΥΡΙΖΑ, μόνος που κατατροπώνει τη ΝΔ.
Είναι αλήθεια ότι ο Παύλος Πολάκης έχει πραγματική πολιτική ισχύ και σημαντική επιρροή στη λαϊκή βάση του κόμματος. Για την ακρίβεια, είναι ο μόνος εκτός από τον Αλέξη Τσίπρα που έχει οπαδούς. Αυτό δεν είναι κάτι που περνά εντελώς αδιάφορα στον πρόεδρο του κόμματος, χωρίς να τον προβληματίζει. Άλλωστε, σε μια πιθανή νέα ήττα, χρειάζεται ένα ελεγχόμενο εσωτερικό τοπίο στο κόμμα, όπου δεν θα τον αμφισβητήσει κανείς. Και όπως φαίνεται, πράγματι δεν υπάρχει κανείς για να τον αμφισβητήσει την επόμενη μέρα μιας νέας ήττας. Εκτός ίσως από τον Παύλο Πολάκη. Και αυτό τον κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.