ΟΣΟΙ/ΕΣ ΩΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΔΟΥΛΕΨΑΜΕ κάποτε σε κάποιο τηλεφωνικό κέντρο πωλήσεων (για κατσαρόλες, προϊόντα περιποίησης, ορθοπεδικές παντόφλες και άλλα απολύτως χρήσιμα) γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το πρώτο πράγμα που μας δόθηκε με το που πατήσαμε το πόδι μας στην (όποια) εταιρεία ήταν ένα κείμενο: το σενάριο της πώλησης.
Αυτό ξεκινούσε πότε με γλυκερή ευγένεια και πότε επιθετικά. Με το που σήκωνε ο άλλος (ή συνήθως η «άλλη», γιατί ο στόχος ήταν οι γυναίκες πελάτισσες) το τηλέφωνο, εσύ όφειλες να τον αρπάξεις από τα μούτρα. Έπρεπε να μάθεις το κείμενο απ’ έξω, να το προσαρμόσεις στο στυλ της επιθετικής πώλησης και να πείσεις τον πελάτη (βασικά, την πελάτισσα) να αγοράσει, να σου ανοίξει το σπίτι της να δειγματίσεις και να κλείσεις (επιτέλους) πώληση.
Φυσικά, κανείς μη γεννημένος πωλητής δεν στεριώνει για πολύ σ’ αυτές τις δουλειές – που πολύ συχνά σε πληρώνουν κυρίως με ποσοστό επί των πωλήσεων... Λίγοι αντέχουν τις βρισιές των αγουροξυπνημένων πελατών (και πελατισσών) που καθόλου δεν το ‘χουν σκοπό να αγοράσουν κατσαρόλες - κινητά - κρέμες ματιών και να μιλάνε με έναν άγνωστο (και μάλιστα φουντωμένο για πώληση).
Μόνο σεβασμός για όσους κάνουν αυτήν τη δουλειά που θέλει πίστη στο προϊόν, αφοσίωση στο στοχόγραμμα και γερό στομάχι για τα «όχι» που θα ακούσεις μέσα σε μια μέρα.
Στο διαδίκτυο του «ψόφου», του «καρκίνου» και του αυθόρμητου και απρογραμμάτιστου και a capella υβρεολογίου, οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι πρώτη φορά ήρθε στο φως τόσο στρωτό, τόσο σεταρισμένο σενάριο μαζικού καλέσματος.
Ωστόσο, το κείμενο, το εταιρικό σενάριο πώλησης, με όλες τις εναλλακτικές διακλαδώσεις του («τι θα πεις αν σου πει δεν θέλει», «πώς θα επιμείνεις», κ.λπ.) κάποτε πιάνει. «Βάλε και λίγη σάλτσα», μπορεί να σου πει ο προϊστάμενος, «κλάψου και λίγο αν χρειαστεί», «πες ότι είσαι φοιτήτρια και θα σε διώξουν αν δεν κάνεις πωλήσεις σήμερα», «μην τον/την αφήσεις να σου κλείσει το τηλέφωνο, χωρίς να αποσπάσεις ένα “ναι”».
Για να είμαι ειλικρινής αυτό μου θύμισε η πρόζα του «κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσω ότι δεν ψάχνομαι». Αν η ερώτηση του νεαρού εαυτού μου ήταν «τι απογίνονται τα κείμενα για κατσαρόλες, όταν δεν τις αγοράζει κανείς πια από το τηλεφωνικό ψηστήρι», η απάντηση θα βρισκόταν στο σενάριο του τύπου που άπλωνε δίχτυα σε όλα τα social media πιστεύοντας ότι θα ψαρέψει γυναίκες.
Βέβαια, το να πουλάς κατσαρόλες βάσει εταιρικού σεναρίου είναι μία καθ’ όλα έντιμη δουλειά που το σενάριο της δεν χωλαίνει. Εν αντιθέσει με το σενάριο του συγκεκριμένου που έμπαζε νερά στο τέλος, εκεί ακριβώς που η πώληση πρέπει να δείξει το καλό της πρόσωπο και την υπεροχή της: στην απόρριψη. Και ευτυχώς, δηλαδή.
Και τώρα αφήνουμε τις κατσαρόλες και την οργανωμένη πρόζα και πάμε στο viral των ημερών που δεν είναι καθόλου αστείο και ας αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο και ας έγινε ακόμα και αντικείμενο για λίγο (αβασάνιστο η αλήθεια είναι) realtime marketing. Κι αν μπήκαν στον πειρασμό να «παίξουν» μαζί του ακόμα και γνωστές επιχειρήσεις, καταλαβαίνεις τι έγινε σε επίπεδο παρέας και χρηστών στα social media.
Στο TikTok ακόμη τον κοροϊδεύουν με duos, κάποιοι influencers τρολάρουν με τα χάλια του, κάποια sites καταγράφουν τον όλο διασυρμό με διάθεση χοντρής πλάκας. Κάποιοι στο Twitter βρήκαν φρικτή τη διακωμώδησή του και τα έβαλαν ακόμα και τα με τα κορίτσια που τον ξεμπρόστιασαν. Ο άνθρωπος «ανθρώπινα» έψαχνε για παρέα και οι γυναίκες στις οποίες «φορτωνόταν» μέσω των social media τον περιφρονούσαν, οι άκαρδες. Ok, αναμενόμενα όλα αυτά. Όμως, λέμε τη μισή ιστορία εδώ, και αυτή η ιστορία δεν είναι απλώς cringe. Είναι creepy. Όσο κι ο τόνος της φωνής ενός αγνώστου που τη μία μιλάει σαν μπέμπης σε φωνητικό μήνυμα στο inbox μίας κοπέλας και την άλλη στιγμή τη βρίζει χυδαία, επειδή τόλμησε να βάλει φρένο στα απανωτά μηνύματα.
Και για να δούμε την κατάσταση πέρα από την πλάκα:
— Κατ’ αρχάς, ο πλέον γνωστός και μην εξαιρετέος «Σταύρος» δεν δέχεται «όχι» για απάντηση στο πλαίσιο μίας διαδικτυακής συνομιλίας, οπότε δεν είναι να φαντάζεται κανείς πώς αντιδρά σε μία ενδεχόμενη απόρριψη ή άρνηση σε real life επαφές.
— Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο των ατέλειωτων μηνυμάτων προς άγνωστες του γυναίκες, με χειριστικό τρόπο στοχοποιεί μία συγκεκριμένη –ως πρώην του– μιλώντας για τις σειρές που πρωταγωνιστούσε και τις θεατρικές της δουλειές. Ήδη κάποια ηλεκτρονικά Μέσα, θεωρώντας υποχρέωσή τους να αποτελειώσουν την επιχείρηση διαπόμπευσής της, παρουσιάζουν φωτογραφίες της, αγνοώντας τις συνέπειες στη ζωή της σήμερα. Επίσης, θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν κάποιο από αυτά τα Μέσα που δημοσίευσαν φωτογραφίες της μπήκαν στον κόπο να την αναζητήσουν και να τη ρωτήσουν αν όντως είχε σχέση με αυτόν τον άνθρωπο.
— Κατά τρίτον, εννοείται ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι –την ώρα του viral και της γενικότερης «πλάκας»– για το ηλικιακό target group του. Αν ο κανονιοβολισμός των μηνυμάτων απευθυνόταν και σε ανήλικες, δεν είναι για να γελάμε ακριβώς.
Η περίπτωση δεν είναι ούτε αστεία, ούτε αθώα και σίγουρα δεν πρόκειται για διαδικτυακό «φλερτ» – η χειριστικότητα, το massive της αποστολής και η επιμονή στο αρχικό κείμενο με ελάχιστες παραλλαγές –και με συνέπεια «πωλητή»– δίνει τον τόνο στην όποια πρόθεση.
Και για να αφήσουμε τα δικά μας και να πεταχτούμε λιγάκι στο εξωτερικό, πριν από λίγους μήνες στην Ιταλία ξεκίνησε –και με πολιτική υποστήριξη– μία πρωτοβουλία με το hashtag #EioTiPubblico (σ.σ. Tu Mi Offendi? E io ti pubblico – σε ελεύθερη μετάφραση: Με ενοχλείς; Με προσβάλλεις; Και εγώ σε δημοσιεύω, φέρνω στο φως τα μηνύματά σου).
Την ιδέα και εν συνεχεία το κίνημα τα άφησε παρακαταθήκη στις Ιταλίδες η πρώην πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, Λάουρα Μπολντρίνι. Τι έλεγε αυτή η ιδέα; Ότι όταν μία γυναίκα λαμβάνει ένα χυδαίο, σεξιστικό ή παρενοχλητικό μήνυμα το επόμενο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να δημοσιεύσει ό,τι έλαβε (είτε επρόκειτο για σχόλιο παρενόχλησης ή ρητορικής μίσους είτε για υβριστικό σχόλιο, και πάει λέγοντας).
Πρακτικά, αυτό ζούμε –χωρίς οργανωμένη πρωτοβουλία– εδώ και λίγες ημέρες στα ελληνικά social media, απλώς η τάση να αστειευόμαστε με όλα «θόλωσε» τα νερά και λίγο συζητάμε για άλλα (αντί άλλων).
Και είναι αλήθεια ότι στο διαδίκτυο του «ψόφου», του «καρκίνου» και του αυθόρμητου και απρογραμμάτιστου και a capella υβρεολογίου, οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι πρώτη φορά ήρθε στο φως τόσο στρωτό, τόσο σεταρισμένο σενάριο μαζικού καλέσματος.
Και, τέλος, επειδή θα υπάρξουν κορόνες τύπου «έλα, ποινικοποιήσατε και το φλερτ πια, δεν θα τολμάμε να σας πλησιάσουμε», ας πούμε (ξανά) ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν με τη συναίνεση. Ότι αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον ή ακόμα χειρότερα, αν υπάρχει άρνηση ή απόρριψη της όποιας προσφοράς, σταματάει η όποια κουβέντα, το όποιο σενάριο, το όποιο μάρκετινγκ. Ανθρώπινα, πάντα, ε;