Ο GUARDIAN ΤΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΕ σειρά-σαχλαμάρα που δεν αξίζει ούτε μισό κλικ, «αντίθετα με αυτό που προτρέπει τους τηλεθεατές ο τίτλος της» (τώρα γιατί έβαλε 2 αστεράκια σε μία σαχλαμάρα, είναι ν’ απορείς).
Στην Ελλάδα πάλι και όταν πρωτοκολύμπησε στα νερά του Netflix το «Clickbait», γράφτηκαν δυο-τρεις ενθουσιώδεις κριτικές –«τι ταλέντο η Zoe Kazan», «τι κούκλος ο Andrian Grenier», «τι σκοτεινή ερμηνεία ο Phoenix Raei!»–, αλλά και πάλι, όσοι την είδαμε τελικά, χωρούσαμε σε αστικό λεωφορείο. Εντάξει, υπερβολή, αλλά μέσα σε αρκετά πράγματα που είχε να προτείνει εκείνη την εποχή, καλοκαίρι του 2021, η πλατφόρμα ταινιών και σειρών, δεν «έπιασε» το μάρκετινγκ για το συγκεκριμένο προϊόν μυθοπλασίας.
Η αλήθεια, πάντως, βρίσκεται κάπου στη μέση και ίσως αυτό να δικαιολογεί τα 2 αστέρια της περιφρονητικής κριτικής του Guardian. Σαχλαμάρα δεν το λες. Το «Clickbait» έχει εύρημα για να κινήσει το ενδιαφέρον και να «σπρώξει» την πλοκή: Γοητευτικός σύζυγος, καλός οικογενειάρχης και άμεμπτος επαγγελματίας –φυσιοθεραπευτής κολεγιακής ομάδας βόλεϊ– πέφτει θύμα απαγωγής ένα πρωινό και κανείς από τους οικείους του δεν το συνειδητοποιεί, μέχρι να γίνει viral ένα βίντεο (και καλά σε κάτι που μοιάζει με το YouTube).
Στο εν λόγω βίντεο «πρωταγωνιστεί» ο ίδιος, γρονθοκοπημένος, να κρατά πλακάτ που πάνω τους γράφουν «κακοποιώ και δολοφονώ γυναίκες». Το βίντεο κλείνει με το τελεσίγραφο –κι αυτό γραμμένο σε πλακάτ– ότι ο Νικ Μπρούερ (Andrian Grenier) θα εκτελεστεί, όταν το κοντέρ της πλατφόρμας μετρήσει 5 εκ. views.
Η σεξουαλική κακοποίηση, η διαδικτυακή παρενόχληση, το ψέμα του κυβερνοχώρου, η cancel culture που επιμένει ότι ο πιστός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης παίζει να ήταν τεράστιο κάθαρμα αλληλεμπλέκονται αρκετά δομημένα, ώστε να πειστείς ότι βλέπεις ένα real life θρίλερ που, ναι, θα μπορούσε να συμβεί και σε κάποιον ευυπόληπτο της διπλανής πόρτας.
Πρώτη πληροφορείται το άγριο μπλέξιμό του, η αδελφή του Πία (Zoe Kazan), μποέμισσα, αναρχική, ελαφρώς tomboy, αλλά εξαιρετικά οξυδερκής, η οποία αρχίζει έναν δικό της προσωπικό μαραθώνιο για να ενημερώσει την οικογένειά του και τις αρχές, προκειμένου να τον εντοπίσουν εγκαίρως, ενώ ταυτόχρονα εκλιπαρεί γνωστούς και αγνώστους –και κυρίως τα μονίμως πεινασμένα media– να μην κλικάρουν το link του βίντεο, περιορίζοντας σημαντικά την παραμονή του αδελφού της στον μάταιο τούτο κόσμο.
Ας μην κάνουμε spoiler εδώ, αν και είναι γνωστή η ανθρωποφαγία των τεχνολογικών καιρών μας και η άρρωστη περιέργεια μεγάλου μέρους αυτού του κόσμου να δει κάποιον να πεθαίνει σε full screen live streaming.
Ας προσπεράσουμε για λίγο και την κλεμμένη ιδέα του εναρκτήριου ευρήματος για να ξετυλιχθεί η ιστορία – μας είχε μιλήσει για όλη αυτή την αρρωστίλα του «κάθε κλικ και ένα λεπτό λιγότερο στη ζωή του θύματος» η ταινία «Untraceable», ήδη από το 2008. Ας μείνουμε στο ότι μέχρι το 3ο επεισόδιο όλα εξελίσσονται με μία αγωνία και ένα ψυχολογικό κυνηγητό που θα μπορούσαν να δώσουν το κάτι παραπάνω σ’ αυτήν τη low-budget σειρά.
Η σεξουαλική κακοποίηση, η διαδικτυακή παρενόχληση, το ψέμα του κυβερνοχώρου, η cancel culture που επιμένει ότι ο πιστός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης παίζει να ήταν τεράστιο κάθαρμα αλληλεμπλέκονται αρκετά δομημένα, ώστε να πειστείς ότι βλέπεις ένα real life θρίλερ που, ναι, θα μπορούσε να συμβεί και σε κάποιον ευυπόληπτο της διπλανής πόρτας. Ειδικά το 2022 γονατίσαμε από τέτοιου είδους επικαιρότητα – από εκδικητική πορνογραφία και trafficking, μέχρι απάτες που κατέστρεψαν οικογένειες, επιχειρήσεις, περιουσίες, υπολήψεις, άλλο τίποτα.
Αλλά... φιάσκο από τα μισά της σειράς και μέχρι το γλυκερό, ηθικοδιδακτικό τέλος.
Ενώ κάθε ένα από τα 8 επεισόδια έχει διαφορετικό αφηγητή, διαφορετική οπτική γωνία, ενώ επιτυγχάνεται ο κανόνας του «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται» και «μηδενί δίκη δικάσεις», η κατάσταση δεν εξελίσσεται ακριβώς σπουδαία. Από το 4ο επεισόδιο και μετά ξεκινάει μία ακατάσχετη σεναριακή πολυλογία, ανοίγει τόσο η βεντάλια της ηθικολογίας, στομώνει τόσο πολύ η σκηνοθεσία, που χάνεται μια σοβαρή ευκαιρία να μιλήσει κάποιος για τις καταστροφικές συνέπειες της cancel culture, όταν στοχεύει λάθος άνθρωπο.
Πάει η ευκαιρία, πέταξε και το μόνο που έλειπε ήταν ένας πάστορας για λίγο κήρυγμα. Για το κακό internet που είναι του διαβόλου και παρασέρνει παιδιά και ενήλικες, για το ότι όποιος ξενο...χοροπηδάει, τέλος πάντων, καίγεται στο πιο καυτό λάδι της Κόλασης κι άλλα τέτοια γραφικά.
Βάλε και λίγο ρατσισμό, ρίξε και λίγο Black Lives Matter στη συνταγή, μίλα και για τον έρωτα στα χρόνια της (διαδικτυακής) χολέρας, άφησε και ένα υπονοούμενο για το grooming στα σχολεία της Αμερικής και χάνεται η διαχείριση, όμως, μην εμβαθύνεις σε τίποτα. Και αφού δεν εμβαθύνεις σε τίποτα, πώς να ταυτιστείς με κάποιον από τους χαρακτήρες, αφού το whodunnit μοντέλο αφήγησης δεν επιτρέπει δεύτερη, πόσω μάλλον, τρίτη ανάγνωση;
Τα σκηνοθετικά (κάποτε και σεναριακά) κενά διαδέχονται το ένα το άλλο, με βασικότερο ότι ο Μπρούερ δεν πλάνεψε μόνο τα θύματά του, αλλά και τους θεατές, που τον θυμούνται να κάνει σεξ με ένα θύμα και να φιλά ένα άλλο, όμως, στο τέλος, μάλλον δεν θυμόμαστε καλά. Ή δεν έγινε ξεκάθαρη η... φαντασίωση από την πραγματικότητα ή –ακόμα χειρότερα– μας έκανε ωραιότατο gaslighting η σκηνοθέτις, πράγμα πολύ κακό, όταν μιλάμε για τηλεόραση.
Και κάπως έτσι, ενώ υπήρχαν όλα τα υλικά για να προκύψει μία (μικρή) επιτυχία και ενώ θα μπορούσε να ανοίξει μία πρώτης τάξεως συζήτηση για την πολιτική ορθότητα από την ανάποδη, μείναμε με την όρεξη, τη χήρα που δάκρυσε, αλλά και πάλι όχι ακριβώς και τη σιγουριά ότι σ’ αυτή τη ζωή σ’ αγαπάει πραγματικά μόνο η μαμά, άντε και η αδελφή (σου).
Και βεβαίως, όταν έχει προκύψει μία τόσο ζαλιστική ανοησία, καμία χαρά δεν προκαλεί η (όντως) επική ανατροπή – όπου για όλα φταίει μία καθόλου άκακη γιαγιά.
Ό,τι άρχισε δυναμικά και όλο υποσχέσεις, τελειώνει βαρετά, με έναν αέρα ηθικολογίας για τους κακούς που τους έφαγε το χώμα, τα social media και τις εφαρμογές γνωριμιών που ας πάνε στο πυρ το εξώτερο, τις γυναίκες που στο τέλος πάντα τα βρίσκουν και την οικογένεια που –παρά τη μοιχεία, τη σύγκρουση και το προφανές ξήλωμά της– όλα τα νικά.
Κάτι σαν την «Ολέθρια Σχέση» με την Γκλεν Κλόουζ και τον Μάικλ Ντάγκλας που βγήκε στους κινηματογράφους το 1987 για να νουθετήσει τον κόσμο στο safe sex, σε εποχές που θέριζε το AIDS και η περιφρόνηση στο προφυλακτικό, και να ανανεώσει τη μόδα στη συζυγική πίστη που όλα τα ομορφαίνει και τα ντύνει με ασφάλεια. Ε, το ίδιο κάνει το «Clickbait» με τα θέματα του κυβερνοχώρου, αλλά τόσο πηγμένα και φλύαρα που και να μην έχεις Tinder, και να μην το θες, τελειώνεις τη σειρά και φτιάχνεις προφίλ.
«Clickbait» teaser