ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΖΑΡΙ», με το οποίο η Μαρίνα Σάττι θα μας εκπροσωπήσει στον φετινό 68ο διαγωνισμό της Eurovision στο Μάλμε της Σουηδίας, καθώς και το βιντεοκλίπ του έγιναν viral με το που παρουσιάστηκαν, ενώ προκάλεσαν έναν άνευ προηγουμένου θόρυβο συζητήσεων και αναλύσεων για το πώς προβάλλονται η σύγχρονη Ελλάδα και οι Έλληνες σε αυτό.
Ο ελληνικός στίχος, με εμβόλιμες φράσεις στα αγγλικά, ο ήχος του ζουρνά, οι πολλές και διαφορετικές επιρροές από στοιχεία της παράδοσης και τραγούδια των Ρομά, η ρεγκετόν, η τραπ, τα Βαλκάνια και η Ινδία διασταυρώθηκαν στο «Ζάρι», ξενίζοντας και απωθώντας πολλούς ή δημιουργώντας ένα εθιστικό μείγμα για άλλους, ιδανικό για να δρέψει δάφνες στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού. Ήδη το τραγούδι είναι ανάμεσα στα φαβορί για τη νίκη, ενώ ανεβαίνει διαρκώς στις προβλέψεις των στοιχηματικών εταιρειών.
Το πιο αμφιλεγόμενο στοιχείο όμως, που πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις, ήταν η επιλογή να παρουσιαστεί στο βιντεοκλίπ μια εικόνα υπερτουριστικής, κιτς και βαλκανομπαρόκ Ελλάδας, με πλάνα από την Ακρόπολη, το Μοναστηράκι, το Ηρώδειο και το Καλλιμάρμαρο, μέσω ενός καταιγιστικού μοντάζ με ρυθμούς TikTok, που πυροβολούσε τον έκπληκτο Έλληνα θεατή με όλα αυτά που θα προτιμούσε να ξεχάσει για τη χώρα του, ενώ αντίθετα οι ξένοι ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν αυτόματα όλα εκείνα τα οικεία γνωρίσματα που συνιστούν το brand name «Ελλάδα».
Αν δούμε, λοιπόν, πίσω από τα φαινόμενα, κανένα cultural appropriation δεν επιχειρεί η Σάττι, τη δική μας κουλτούρα ιδιοποιείται και καθρεφτίζει και όχι κάποια ξένη. Τι μας φοβίζει σε αυτή την παραδοχή; Αντέχουμε να βλέπουμε αυτήν τη φολκλόρ βαλκάνια οπτική που μας φανέρωσε το «Ζάρι»;
Ως άλλη Έλενα Ναθαναήλ σε μια μεταειρωνική «Επιχείρηση Απόλλων», η Σάττι παίζει τον ρόλο της Ελληνίδας ξεναγού που φέρνει τον κλασικό Γερμανό τουρίστα, και διόλου πρίγκιπα, με το σανδάλι και τη λευκή κάλτσα σε επαφή με τις ομορφιές της πατρίδας της, που δεν είναι άλλες φυσικά από ό,τι προβάλλει κατεξοχήν ο ελληνικός τουρισμός εδώ και δεκαετίες: αρχαιότητες, μάρμαρα, Καρυάτιδες, συρτάκι, σουβλάκι, χωριάτικη και τζατζίκι. Η πρόθεση της διακωμώδησης της εξωστρεφούς τουριστικής εικόνας της Ελλάδας είναι σαφέστατη. Τα υπερτονισμένα γραφικά με τις περικεφαλαίες και το «Athens top 12 places», τα «meraki», «sirtaki», «gyros» με αρχαιοελληνική γραμματοσειρά και η ατάκα «Αθήνα, πόλη αιώνων» κλείνουν το μάτι στον αποσβολωμένο θεατή που μετά και τα «παντιλίκια» στον Λυκαβηττό έχει μείνει ξέπνοος.
Η Μαρίνα Σάττι, από την άλλη, δεν παρουσίασε κάτι το τόσο καινοφανές για τη μουσική της πορεία που να δικαιολογεί την έκπληξη. Οι διαδικτυακές αντιπαραθέσεις δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης, αν είχαμε προσέξει καλύτερα τα παλιότερα βιντεοκλίπ της, όπως αυτά για το «Πάλι», το «Σπίρτο και βενζίνη» και το «Tucutum» αλλά και τον αναζωογονητικό και μη μουσειακό τρόπο με τον οποίο έχει ενσωματώσει την παράδοση στο μουσικό της ιδίωμα. Η Μαρίνα ακολουθεί μια συνεπή πορεία από το ξεκίνημά της, τόσο αισθητικά όσο και μουσικά, ενώ οι πειραματισμοί της δεν είναι τυχαίοι. Θα αρκούσε και μόνο το εξίσου σατιρικής διάθεσης βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Tucutum» με το «εικονοστάσι» με την κορνίζα του Ανδρέα Παπανδρέου και τη σημαία του ΠΑΣΟΚ στον τοίχο, τις στοίβες γαρίφαλα, τα σπασμένα πιάτα και την κατσίκα ως πρώτο δώρο στη λαχειοφόρο αγορά για να μας υποψιάσει σχετικά.
Marina Satti - ZARI (Official Music Video)
Και το «Tucutum» σχολιάζει από μια όχι και τόσο κολακευτική πλευρά τη νεοελληνική πραγματικότητα. Και το «Tucutum» έχει ανάμειξη βαλκανικών και πιο σύγχρονων ήχων. Γιατί δεν εξέγειρε τέτοια πάθη στη δημόσια σφαίρα; Ίσως γιατί, πέρα από το προφανές, το γεγονός ότι δεν πρόκειται για τη συμμετοχή μας στη Eurovision, οι σκηνές από το περιθώριο της ελληνικής υπαίθρου και της κοινότητας των Ρομά –για τις οποίες η Σάττι έχει δεχτεί κατηγορίες για cultural appropriation– είναι η ασφαλιστική εκείνη δικλείδα που παρέχει την απαραίτητη αποστασιοποίηση ώστε να μην ταυτιστούμε και ενοχληθούμε.
Αλλά το «Ζάρι» ξέφυγε από το πλαίσιο του ασφαλούς για μας cultural appropriation, το σκηνικό δεν είναι πια η Μαυροθάλασσα Σερρών, όπως στο «Πάλι», ούτε μια μειονότητα που ζει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η βαλκανική αισθητική μεταφέρθηκε στο κέντρο της Αθήνας και, εκτός των άλλων, είδαμε για μια στιγμή –με αποτροπιασμό– πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Είδαμε μια όψη που είναι δύσκολο να αποτινάξουμε, τη γραφικότητα να ξεχειλίζει και τους πυλώνες της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας να στηρίζονται ακριβώς σε ό,τι έχουμε την τάση να θεωρούμε κλισέ: ερείπια και κολόνες, σουβλάκι, τζατζίκι, Βαλκάνια και Ανατολή.
Αν δούμε, λοιπόν, πίσω από τα φαινόμενα, κανένα cultural appropriation δεν επιχειρεί η Σάττι, τη δική μας κουλτούρα ιδιοποιείται και καθρεφτίζει και όχι κάποια ξένη. Τι μας φοβίζει σε αυτή την παραδοχή; Αντέχουμε να βλέπουμε αυτήν τη φολκλόρ βαλκάνια οπτική που μας φανέρωσε το «Ζάρι»; Αντέχουμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη; Όχι, κατά πως φαίνεται. Μήπως αντέξαμε χρόνια πριν τον πολύ πιο σκαιό καθρέφτη που μας έδειξε ο Σαββόπουλος με τους «Κωλοέλληνες-Τσιφτετέλληνές» του ή ο Τζίμης Πανούσης με εκείνον τον «Νεοέλληνα» που «έκανε βουτιές σε βόθρο με εικόνες»;
Στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, ένα κύμα απαξίωσης, μαζί και οργής, περιέβαλε αναδρομικά τις δεκαετίες ’80 και ’90, με μια απόσταση ασφαλείας πάντα. Ωσάν να ήταν κάποιοι άλλοι αυτοί που απολάμβαναν τα καλά της ευμάρειας, που γλένταγαν στα μπουζούκια και στήριζαν την τσιφτετελοπόπ βιομηχανία. Κάποιοι άλλοι πάντα.
«Όχι, δεν είναι αυτή η Ελλάδα, δεν είμαστε εμείς αυτοί», διέρρηξαν τα ιμάτιά τους αρκετοί διαμαρτυρόμενοι, παραδομένοι στις εθνικές τους φαντασιώσεις. Ωστόσο, η πραγματικότητα γύρω τους τούς διαψεύδει. Μια περιήγηση εκτός του περίκλειστου μικρόκοσμου του καθενός θα αποδείκνυε πως αυτή η σουρεάλ έως ψυχεδελική και ανερμάτιστη βαλκανική Ελλάδα ζει και βασιλεύει. Μια βόλτα στην παραλιακή ή στις ξεχασμένες γειτονιές της Αθήνας, ένα ταξίδι στη βαθιά ελληνική επαρχία και η βλαχομπαρόκ αισθητική θα φανεί σε όλο της το μεγαλείο.
Μια σημαντική λεπτομέρεια: η Μαρίνα Σάττι, που μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης από Ελληνίδα μητέρα και πατέρα από το Σουδάν, δεν είναι και τόσο μακριά από όλο αυτό το χαοτικό τουρλουμπούκι που μας πόνεσε με την αλήθεια του. Ίσως μόνο αν έχεις τόσο ετερόκλητα ερεθίσματα και τέτοιες πολυπολιτισμικές αναφορές να μπορείς να ενσωματώσεις κάτι παρωδώντας το αλλά χωρίς να επικρίνεις αφ’ υψηλού. Ναι, είναι δυνατόν ταυτόχρονα να αποδομείς και να επανασυστήνεις, να ειρωνεύεσαι αλλά και να φανερώνεις την τρυφερή σου διάθεση, να εκφράζεις τα πληγωμένα σου συναισθήματα, τη θλίψη αλλά και το νοιάξιμο. Με τον τρόπο που το έκανε κάποτε κι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος σε άλλες εποχές δεν ξένιζε λιγότερο συνδυάζοντας ροκ με λαϊκά στοιχεία. Μια πικρή «ερωτική εξομολόγηση», με αρκετή διάθεση αυτοσαρκασμού είναι εν τέλει το «Ζάρι». Οι εκ πρώτης όψεως ερωτικοί στίχοι του τραγουδιού μπορούν να φωτιστούν αλλιώς και να ερμηνευτούν και ως ένα τραγούδι νεοελληνικής αυτογνωσίας:
Πόνος μη μας έρθει μακάρι,
πέφτω και κυλιέμαι σαν ζάρι,
(Φοβάμαι πόσο θα με πονέσει αυτό το τραγούδι και η κατάσταση στη χώρα μου, με αυτή την αίσθηση τυχαιότητας που με καταβάλλει κάθε φορά).
κάνω πως ξεχνάω τ’ όνομά σου,
κι όλα αλλάζουν γύρω μου απότομα.
(Δεν θέλω να αποδεχτώ ποια είναι πραγματικά η χώρα μου και από πού έρχομαι, δεν αναγνωρίζω τίποτα γύρω μου, σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται).
Ο άνεμος για πού θα μας πάρει,
πέφτω και κυλιέμαι σαν ζάρι,
(Δεν έχω ιδέα πού θα μας βγάλουν τα επόμενα χρόνια και όλα τα ρίχνω στην τύχη και στη μοίρα).
κάνω πως ξεχνάω τ’ άρωμά σου,
κι όλα αλλάζουν γύρω μου.
(Παριστάνω πως ξεχνάω ποια είναι πραγματικά η Ελλάδα και δεν αναγνωρίζω τίποτα από όσα βλέπω γύρω μου).
I’m gonna do it my way,
στο μυαλό σου θα μπαινοβγαίνω
(Θα πλάσω μια εικόνα που μπορώ να αντέξω για σένα όπως τη θέλω εγώ και θα την αλλάζω κατά το δοκούν).
γιατί δε μου ’δωσες το χέρι,
ούτε για να πιαστώ,
(Είσαι μια πατρίδα πολύ σκληρή και ανάλγητη για όσους κατοικούν σε αυτήν και δεν στηρίζεις τα παιδιά σου).
κάποτε είχα πόνο για σένα κρυφό,
τα αφήνω όλα να βγούνε.
(Εξακολουθώ να σε νοιάζομαι παρόλο που με πληγώνεις όπου πάω, αλλά τώρα έχω τη δύναμη να το εξωτερικεύσω).
Πάμε…
Put your hands up,
κάνω ότι δεν ήτανε ψέμα,
ρίξε άλλη μια τελευταία φορά,
κι άσε να μας φέρει ό,τι θέλει μετά.
(Πάμε να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να δούμε πέρα από τις ψευδαισθήσεις μας, ανεξάρτητα από το τι θα μας φέρει το μέλλον).