«ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟ ΛΑΓΟΥΜΙ προχωρούσε ολόισια σαν σήραγγα, όμως σε λίγο έπαιρνε απότομα να βαθαίνει, τόσο απότομα που, προτού καν η Αλίκη προλάβει να σκεφτεί να σταματήσει, βρέθηκε να πέφτει μέσα σε κάτι που έμοιαζε να ’ναι ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Ή το πηγάδι ήταν τρομερά βαθύ ή εκείνη έπεφτε τρομερά αργά, μια και είχε όλον τον καιρό στη διάθεσή της, καθώς έπεφτε να ρίχνει ματιές γύρω της και να διερωτάται σαν τι άλλο επρόκειτο να της συμβεί [....] Βαθιά, ολοένα βαθύτερα. Δεν θα τέλειωνε καμιά φορά αυτό το πέσιμο! “Αναρωτιέμαι πόσα χιλιόμετρα να διέτρεξα ως τώρα πέφτοντας”, είπε δυνατά. “Θα πρέπει να πλησιάζω κάπου στο κέντρο της Γης”» (Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, Lewis Carroll, μτφρ. Μένης Κουμανταρέας, εκδόσεις Πατάκης). Στο βιβλίο του Lewis Carroll που κυκλοφόρησε το 1865, η μικρή Αλίκη δραπετεύει στη Χώρα των Θαυμάτων ή του Παραδόξου, εκεί όπου βασιλεύει, όπως σημειώνει ο Κουμανταρέας, το Παράλογο ή το Παρανοϊκό, ο χρόνος είναι εύπλαστος ‒ σταματά και ξαναρχίζει, όπως και η ίδια η Αλίκη, που σε ένα μόλις δευτερόλεπτο γίνεται μικροσκοπική και αμέσως μετά πανύψηλη και παραμορφωμένη. Το βιβλίο, που είναι ίσως το διασημότερο παιδικό βιβλίο του εικοστού αιώνα, και που, όπως είπε χαρακτηριστικά η Βιρτζίνια Γουλφ, «δεν είναι παιδικό βιβλίο αλλά είναι το μοναδικό με το οποίο γινόμαστε παιδιά», μιλάει πολύ για τον χρόνο σε ένα κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
«Η Αλίκη, σκυμμένη πάνω από τον ώμο του, κοιτούσε με κάποια περιέργεια. “Τι αστείο ρολόι” έκανε. “Λέει τις ημέρες του μηνός, αλλά όχι την ώρα”. “Γιατί να την πει;” μουρμούρισε ο κάπελας. “Το δικό σου ρολόι λέει τι χρόνος είναι;”. “Φυσικά όχι”, είπε η Αλίκη, χωρίς να τα χάσει. “Όμως είναι γιατί μένουμε στον ίδιο χρόνο ένα πολύ μεγάλο διάστημα».
Εάν το 2020 ήταν μια χρονιά δυνατού συλλογικού σοκ και τραύματος, που βρεθήκαμε ξαφνικά σπίτι μας να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατό να ζούμε μια πραγματικότητα που θύμιζε ταινία επιστημονικής φαντασίας, το 2021 θύμιζε τη Χώρα των Θαυμάτων, τον κόσμο του Παραλόγου και του Παρανοϊκού ‒ ένα μικρό ονειρικό σίκουελ φθοράς, όπου ο χρόνος έπαψε να έχει σημασία. Πότε μέσα, ξανά κλεισμένοι, πότε έξω, για λίγο, μια ενδιάμεση μουδιασμένη κατάσταση, οπότε απλώς περιφέραμε τη ματαιότητά μας από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα και από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι, σαν ερειπιάκια με μαλλί σφηκοφωλιά και ρόμπα. Το 2021 τρύπησαν όλες μου οι φόρμες.
Εάν το 2020 ήταν μια χρονιά δυνατού συλλογικού σοκ και τραύματος, που βρεθήκαμε ξαφνικά σπίτι μας να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατό να ζούμε μια πραγματικότητα που θύμιζε ταινία επιστημονικής φαντασίας, το 2021 θύμιζε τη Χώρα των Θαυμάτων, τον κόσμο του Παραλόγου και του Παρανοϊκού ‒ ένα μικρό ονειρικό σίκουελ φθοράς, όπου ο χρόνος έπαψε να έχει σημασία.
Κοιτώντας πίσω περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε κάπου στις αρχές του 2020, ίσως γιατί όλα έπαψαν να είναι ιδιαίτερα προσωπικά ή έντονα. Αναρωτιέμαι συνέχεια πού πήγε αυτή η χρονιά. Το 2021 κάθε στιγμή έμοιαζε να κυλά απελπιστικά αργά, την ώρα που τη βίωνα, αλλά κοιτώντας πίσω είναι σαν να τέλειωσε σε ένα λεπτό. Νιώθω πως χρειάζομαι χρόνο για να καταλάβω τι ακριβώς μου συνέβη τη χρονιά που πέρασε. Αναρωτιέμαι, υπάρχει κανείς που να αισθάνεται έτοιμος για το 2022;
Πρόσφατα η «Guardian» δημοσίευσε μια έρευνα για το ανθρώπινο σώμα από τότε που άρχισε η πανδημία: ο κόσμος έχει χάσει τα μαλλιά του, τρίζει τα δόντια του την ώρα που κοιμάται, υποφέρει από δερματικά προβλήματα και αυτοάνοσα, από ψωρίαση μέχρι δερματίτιδα, έχει αυξημένη μυωπία, αδύναμη καρδιά και συκώτι. Στο φόντο της σωματικής φθοράς, το παρανοϊκό: οι βουτιές των χρηματιστηρίων, δουλειές που εξαφανίστηκαν και μετά ξαναεμφανίστηκαν σε λιγότερο από δεκαέξι μήνες, οι πάγοι που λιώνουν, τα ποστ των αντιεμβολιαστών, ένας κόσμος που μοιάζει με παράλογη άσκηση ματαιότητας.
«Δες, δες παράξενα που είναι όλα σήμερα! Χτες ακόμα όλα τα πράγματα πήγαιναν ρολόι. Άραγε, μήπως είμαι εγώ που άλλαξα τη νύχτα; Για στάσου να σκεφτώ ‒ εγώ ήμουν αυτή που σηκώθηκα σήμερα το πρωί; Θαρρώ, θυμάμαι πως ένιωσα κομμάτι αλλιώτικη. Όμως, αν δεν είμαι εγώ η ίδια, τότε δεν μένει παρά να ρωτήσω ποια στην ευχή είμαι. Α, ιδού το μεγάλο ερώτημα».
Στο τέλος του βιβλίου η Αλίκη ξυπνάει και διηγείται την περιπέτειά της στην αδερφή της. Κοιτώντας πίσω, ο μόνος τρόπος να μετρήσω το 2021, έτσι ώστε να μοιάζει λιγότερο με παράλογο όνειρο, κοιτάω τον γιο μου. Όταν μπήκε η χρονιά ήταν τεσσάρων μηνών. Σήμερα τρέχει πάνω κάτω σαν δαίμονας και φωνάζει: «Mαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά, κακά, παπά, μάι, μάι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.