«ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΙΛΟΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΒΑΣΗ στη χώρα;» αναρωτήθηκαν κάποιοι αυτές τις μέρες, διαβάζοντας μηνύματα ή αντιδράσεις για τον θάνατο και την ταφή του Κωνσταντίνου. Μάλλον όμως το ερώτημα είναι λάθος. Εκεί που κάποτε υπήρξε μια πολιτική ταύτιση και μια παραταξιακή λατρεία (σε ένα μέρος της ιστορικής, παλαιάς δεξιάς), αργότερα έμεινε μια ευαισθησία.
Διαμορφώθηκε ένα φιλοβασιλικό στυλ, ένα ταμπεραμέντο που στριφογύριζε γύρω από το «και αν» ή το «θα μπορούσε». Άνθρωποι που πίστευαν πως η Ιστορία και οι πολιτικές δυνάμεις αδίκησαν τον άνακτα ή πως η μοναρχία δεν ήταν αταίριαστη στη χώρα.
Η πρώτη μεταβολή μέσα στον χρόνο είναι αυτή: ό,τι ξεκίνησε ως φανατική πολιτική ταύτιση (τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού) έγινε με τον καιρό ένα ασθενέστερο φρόνημα, μια ευαισθησία ή μια φαντασιακή προσκόλληση. Και κάθε φορά που το ένα ή το άλλο κόμμα έβγαζε λαγούς διαφθοράς ή η χώρα έμπαινε σε διάφορες κρίσεις, αυτή η λουφάζουσα ευαισθησία ανέσυρε τη φιλοβασιλική επιθυμία στην επιφάνεια.
Εδώ και πολλά χρόνια, σε σοβαρές εφημερίδες και glossy περιοδικά, σε ιστοσελίδες με κοσμικά νέα και, φυσικά, στην ήπειρο των social media, οι διάφορες βασιλικές οικογένειες, έκπτωτες, απόμαχες ή ενεργές, παρουσιάζονται ως περιφερόμενα μέλη μιας αριστοκρατικής upper class.
Παρ' όλα αυτά, το ότι οι Γλύξμπουργκ έγιναν μέρος ενός συστήματος εξουσίας που ταυτίστηκε με την «καχεκτική δημοκρατία» και με τις συνωμοσίες κύκλων που οδήγησαν στη δικτατορία κάνει αυτή την ευαισθησία λιγότερο αθώα. Ιδίως όποτε επιχειρήθηκε να ξαναγίνει πολιτική άποψη και να μπει σφήνα στη δημοκρατική ζωή.
Δεν είναι τυχαίο που στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κάποια έντυπα και κύκλοι της άκρας δεξιάς προφήτευαν από τη μια την «επιστροφή του βασιλέως» και από την άλλη ανέμιζαν πορτρέτα του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Γεννήθηκε ένας βασιλο-χουντικός μικρόκοσμος με κάποιες φιλοδοξίες, αν και ένα άλλο μέρος της φιλομοναρχικής ευαισθησίας στεγάστηκε ομαλά στο κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κι ας υπήρχε μια αντίφαση σε αυτό.
Ναι, αλλά οι νεότεροι; Οι γενιές που δεν ξέρουν τα παλαιά ονόματα, τις αρχαίες ιστορίες με τη Φρειδερίκη, που η μάνα μου, όπως χιλιάδες άλλοι αριστεροί και κεντρώοι των μεταπολεμικών δεκαετιών, την αποκαλούσε «Φρίκη»;
Εδώ και πολλά χρόνια, σε σοβαρές εφημερίδες και glossy περιοδικά, σε ιστοσελίδες με κοσμικά νέα και, φυσικά, στην ήπειρο των social media, οι διάφορες βασιλικές οικογένειες, έκπτωτες, απόμαχες ή ενεργές, παρουσιάζονται ως περιφερόμενα μέλη μιας αριστοκρατικής upper class. Σάρκα από τη σάρκα των λίγων και εκλεκτών, οι φυλές των «γαλαζοαίματων» έχουν γίνει πρόσωπα της ποπ κουλτούρας.
Η σχέση τους με αθλήματα, οικήματα ή διακοπές, με ταξίδια ή φιλανθρωπίες, με σκάνδαλα ή καλλιτεχνικές φιλοδοξίες είναι ισχυρότερη απ' όσο ο δεσμός τους με την πολιτική. Και για τις γενιές του TikTok και του Instagram έχει μεγαλύτερη σημασία ότι ο τάδε εγγονός του Κωνσταντίνου είναι «ωραίος» απ’ όσο όλες αυτές οι συζητήσεις για τον ρόλο του παππού του στην Ιστορία.
Δεν είναι πολιτική αντίληψη ούτε καν ευαισθησία ή ταμπεραμέντο. Τώρα, στους νεότερους, στα παιδιά αυτού του αιώνα, τα βασιλικά πράγματα είναι η Μέγκαν και ο Χάρι, το «Crown», κάποια αυτοκίνητα, κάποιοι άνθρωποι που μοιάζουν πολύ πλούσιοι και ζουν όπως πρέπει να ζουν οι υπερπλούσιοι του κόσμου μας.
Τα άτομα των δημοκρατικών καιρών νιώθουν ζήλια ή φθονούν πού και πού τις «αριστοκρατίες». Δεν αισθάνονται όμως κανένα δέος ούτε θα ήθελαν να έχουν από πάνω τους πραγματικούς μονάρχες. Όχι τουλάχιστον σε χώρες που τραυματίστηκαν ιστορικά ή που δεν είχαν, έτσι κι αλλιώς, ανθεκτικές δομές με ευγενείς και κοινωνικές ιεραρχίες.
Καμιά φορά, φυσικά, ανάμεσα σε πολύ λαϊκούς ανθρώπους ή σε μικροαστικά σπίτια μπορεί κάποιος να κλαίει τον νεκρό βασιλιά. Τα συναισθήματα είναι άταφα πουλιά, όσο κι αν πολλά σιγοσβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Σε ένα τμήμα του λαού (και σε κάποιες ηλικίες ικανές για ενθυμήσεις) επιζεί μια ιδέα. Είναι όμως θολή, ευσυγκίνητη και εύκολα μπορεί και υποκαθίσταται από κάποιον ισχυρό πρωθυπουργό που είναι η δική μας εκδοχή «μονάρχη».
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου και όλα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες έδειξαν τον τόνο αυτής της χώρας: το πώς μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα στα κληρονομημένα δημόσια συναισθήματα και τις επινοημένες μάσκες των social media, ανάμεσα στην πολιτική και τις οικογενειακές μνήμες, ανάμεσα στις συγκινήσεις του οίκου της δεξιάς και στις συγκινήσεις του σπιτιού της αριστεράς.
Δεν υπάρχει θέμα υπέρ ή κατά των εστεμμένων όχι μόνο γιατί υπήρξε η τομή του 1974 αλλά γιατί το στέμμα έχει γίνει πλέον μια σειρά στο Netflix ή ένας καμβάς στιγμιοτύπων που δεν τα συνδέουμε με την εξουσία ή την παράδοση.