ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΕΙΧΑ φανταστεί το καλοκαίρι του 2022. Θα ήταν το πρώτο μετά την πανδημία (θα υπάρξει άραγε ποτέ αυτό το «μετά»); Το καλοκαίρι που παντρεύτηκαν και βάφτισαν οι πάντες τα παιδιά τους;
Σταμάτησα να αναρωτιέμαι την ημέρα που άρχισα να κοιτάω ακτοπλοϊκά εισιτήρια για μια βάφτιση στη Σίφνο (αν ποτέ παντρευτώ ή βαφτίσω το παιδί μου, θα πάρω εκδίκηση για όλα τα γαμήλια τριήμερα στις άκρες της Ελλάδας και της υφηλίου ‒ έχω φτάσει μέχρι τη Σάντα Ρόζα στη Βόρεια Καλιφόρνια για να γίνω παράνυμφος).
Είχα ακούσει πως τα ακτοπλοϊκά είχαν ακριβύνει, απλώς δεν είχα καταλάβει πόσο. Για τρία άτομα και ένα αυτοκίνητο οι τιμές έμοιαζαν αστρονομικές 480, 550, 620 ευρώ.
Σκέφτηκα πως το φετινό καλοκαίρι ίσως να μείνει στην ιστορία ως το καλοκαίρι που συνειδητοποιήσαμε πως το καράβι για τα νησιά του Αιγαίου αποτελεί πλέον κάποιου είδους μυθική εμπειρία που κοστίζει περίπου όσο ένα αεροπορικό εισιτήρια για ευρωπαϊκό προορισμό.
Μετά τις πρώτες ώρες απλώς αποδέχεσαι πως ίσως να μείνεις εκεί για πάντα, να τρως άψητα τοστ, να κοιτάς τα κύματα και να πίνεις κακούς καφέδες. Υπάρχει κάτι το τρομερά ανακουφιστικό σε αυτόν τον ιδρυματισμό στη μέση της θάλασσας, κάτι σαν πειθαρχία.
Όταν ήμουν παιδί πίστευα, πως το καράβι ήταν μαγικό. Κυρίως γιατί αγαπούσα πολύ τη θάλασσα και η μόνη διαδρομή που έκανα κάθε καλοκαίρι ήταν το Ηγουμενίτσα - Κέρκυρα που κρατούσε δύο ώρες και δεν είχε κακοκαιρία.
Συνειδητοποίησα ότι το στομάχι μου δεν αντέχει τα μποφόρ σε ένα από τα πρώτα μου ταξίδια για τη Φολέγανδρο, μια διαδρομή που τότε κρατούσε πάνω από δέκα ώρες. «Δεν πας μια βόλτα; Έχεις το ίδιο χρώμα με τη μοκέτα», μου είπε μια φίλη μου την ώρα που σχεδόν είχα αγκαλιάσει το τραπεζάκι του καφενείου δίπλα στο μπαρ.
Από μια ηλικία και μετά σταμάτησα να ταξιδεύω με «κλειστά καράβια» ή δελφίνια. Δεν ήταν απλώς πως δεν άντεχα να μη βγαίνω έξω αλλά κυρίως πως με 5 μποφόρ, την ίδια ώρα που κάποιοι διάβαζαν ανέμελα ή κατάστρωναν τα ταξιδιωτικά τους σχέδια, εγώ, χαπακωμένη με δραμαμίνες, ξερνούσα σαν το κουτάβι ή αργοπέθαινα στη θέση μου σαν κέρινο ομοίωμα της Μαντάμ Τισό.
Μου αρέσει να ταξιδεύω με συμβατικά, «αργά» πλοία στο κατάστρωμα. Δεν είναι μόνο ο ορίζοντας ή η θάλασσα, αλλά κυρίως πως το καράβι είναι ένας αυτοτελής κόσμος, αποκομμένος από οτιδήποτε άλλο. Μετά τις πρώτες ώρες απλώς αποδέχεσαι πως ίσως να μείνεις εκεί για πάντα, να τρως άψητα τοστ, να κοιτάς τα κύματα και να πίνεις κακούς καφέδες. Υπάρχει κάτι το τρομερά ανακουφιστικό σε αυτόν τον ιδρυματισμό στη μέση της θάλασσας, κάτι σαν πειθαρχία.
Θυμάμαι ένα ταξίδι για την Αστυπάλαια. Είχαμε φύγει Μεγάλη Τετάρτη στις πέντε το απόγευμα. Το πλοίο ήταν γεμάτο, οι διάδρομοι είχαν γεμίσει με πλαστικές καρέκλες. Ήμασταν μεγάλη παρέα, αλλά βαριόμουν. Στη Νάξο και στην Πάρο έβγαζα φωτογραφίες από τα λιμάνια, χάζευα από την κουπαστή. Στη μία το πρωί, όταν φτάσαμε πια στη Δονούσα, είχα απλώς αποδεχτεί πως θα έμενα εκεί για πάντα. Μετρούσα τα αμάξια που αποβιβάζονταν σε κάθε στάση και διάβαζα ένα βιβλίο ‒ το κινητό δεν έπιανε έτσι κι αλλιώς. Έβλεπα μόνο το σκοτάδι έξω από το φινιστρίνι.
Και φυσικά υπάρχουν και δρομολόγια που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Μια φορά γυρίσαμε από την Ανάφη με ένα καράβι που έκανε δεκατέσσερις ώρες να φτάσει στον Πειραιά. Ήταν πριν από την ανακαίνιση κι έτσι είχε ακόμα δερμάτινους άσπρους καναπέδες και μεγάλα παιχνίδια πάκμαν από τη δεκαετία του ’80. Το μπάνιο είχε ροζ αχηβάδες για νιπτήρες.
Έκανε δεκάδες στάσεις, σε κάθε πιθανό και απίθανο νησί, αλλά έμπαιναν μόνο όσοι δεν ήξεραν ή όσοι έκαναν φριχτή οικονομία, συνήθως σε oμάδες που θύμιζαν κολεκτίβες: χίπηδες από ελεύθερο κάμπινγκ με κιθάρες και τουμπελέκια, πολυμελείς οικογένειες που πήγαιναν να προσκυνήσουν θαυματουργές εικόνες σε νησιά και φοιτητές από το εξωτερικό που, χωμένοι στα sleeping bags, τους συνωστίζονταν ξαπλωμένοι κάτω από τα νέον φώτα, τουρτουρίζοντας από το κρύο. Το air condition ήταν τόσο χαμηλά, που είχαμε τυλιχτεί με τζιν μπουφάν, παρεό και πετσέτες θαλάσσης, μοιάζαμε με μπάμπουσκες.
Ένας από την ευρύτερη παρέα, γνωστός και ως «μουγκός», αναγκάστηκε επιτέλους να μας μιλήσει. Μας ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την πτυχιακή εργασία για το μεταπτυχιακό του, το οποίο είχε τελειώσει δεκαπέντε χρόνια πριν. Για μια στιγμή πίστεψα πως θα μείνω εκεί για πάντα να κοιμάμαι στη μοκέτα.
Κάποιος μου είπε ότι το θρυλικό αυτό καράβι έχει αποσυρθεί, αλλά όταν το έψαξα λίγο παραπάνω, μου βγήκε η τοποθεσία του κάπου μεταξύ Σητείας και Ρόδου. Κοίταξα από περιέργεια πόσο θα μου κόστιζε να ταξιδέψω φέτος με αυτό ‒ μιλάμε για ένα καράβι σαράντα δύο ετών. Το εισιτήριο για δύο ενήλικες, ένα παιδί και ένα αμάξι μού βγήκε 400 ευρώ.