ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΙΩΣΟΥΜΕ με τις μεγα-πυρκαγιές, τη ξηρασία, τις μεταβολές στο κλίμα, την ερημοποίηση. Εξάλλου είναι γεγονότα που μας υπερβαίνουν, γεωλογικές δυνάμεις και φαινόμενα που κατανικούν και τα πιο ισχυρά κράτη. Και έπειτα, οι ευθύνες των καταστροφών διαχέονται σε άπειρα υποσύνολα: μεμονωμένους γέροντες που καίνε κλαδιά, πυρομανείς εφήβους, "σκοτεινούς αλλοδαπούς", τυχαία προσανάμματα. Και έπειτα η ενοχή μοιράζεται σε Δήμους, Περιφέρειες, δασικές υπηρεσίες, ενδιάμεσα όργανα.
Ως γνωστό η γραφειοκρατία φέρνει το χάος, οπότε (ας συμπεράνουμε λοιπόν) ορισμένες εξελίξεις είναι περίπου ‘μοιραίες’. Είναι άλλωστε η μοίρα των μεσογειακών τόπων, το είχε γράψει και ο Καθηγητής Μάργαρης πριν από δεκαετίες ότι οι πυρκαγιές είναι αναγεννητικές. Είμαστε, εννοείται, με το ένα πόδι στην Ευρώπη και το άλλο στην Αφρική και στους τροπικούς. Ψάρια του Ινδικού και της Ερυθράς θάλασσας κολυμπούν στο Αιγαίο, τι άλλο θέλετε πια για να πιστέψτε ότι τίποτα δεν μπορεί να αποτραπεί (εκτός φυσικά από τον άμεσο θάνατο ανθρώπων, αυτό αποφεύγεται με συστήματα εκκένωσης και προειδοποίησης).
Σε τελική ανάλυση, κάποιος-α οφείλει να είναι ευχαριστημένος που ζει, που δεν πεθαίνει βίαια και μπορεί να σχολιάζει ελεύθερα τα άσχημα και τα όμορφα γύρω του. Αυτή είναι το βασικό πόρισμα των συγκεκριμένων κυβερνώντων και περισσότερο ακόμα όσων υπερασπίζονται την κυβέρνηση στα social media και αλλού: ότι οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες για ό,τι έχουμε γιατί θα μπορούσε να ήμασταν Τζιμπουτί, Λιβύη, Γάζα.
Όλη η φιλοσοφία της υπόκλισης στην αναπότρεπτη "φυσική" πραγματικότητα αντηχεί στα παραπάνω λόγια που τα διαβάζουμε και τα ακούμε κάθε φορά που ελέγχουμε την πολιτική εξουσία και ιδίως τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Η ίδια βάση δικαιολογιών κυκλοφορεί και για πλήθος άλλα εκκρεμή δεινά από την πολεοδομική κατάντια, τα αδιέξοδα του ελληνικού τουρισμού, τις μεγάλες ανισότητες στις αμοιβές, την εκτεταμένη φοροκλοπή. Όπως και για τις υποκλοπές και παρακολουθήσεις επικοινωνιών. Τι λέει αυτή η διακινούμενη δημόσια φιλοσοφία που παράγει αδιαλείπτως ιδεολογία ενώ πυροβολεί τις ιδεοληψίες; Λέει ότι αφού κάτι ήδη γίνεται και επαναλαμβάνεται σε ευρεία κλίμακα, δεν έχει νόημα να θορυβούμε ζητώντας να πάψει να συμβαίνει. Μπορούμε μόνο να παρεμβαίνουμε στις πιο ακραίες συνέπειες, να περιορίζουμε, όσο είναι δυνατό, τα χειρότερα κακά. Και έπειτα: κάποιες αποζημιώσεις, καταγραφές, λόγια ηθικής αναγνώρισης και περισπούδαστος αναστοχασμός περί αποτυχιών και επιτευγμάτων.
Η φιλοσοφία αυτή γεννάει διαρκώς "μέτρα" που δεν αποδίδουν, λόγια που δεν παρηγορούν και δηλώσεις που πιστοποιούν ένα βαθύ υπόστρωμα κυνισμού. Με αυτό τον τρόπο η ζωή εκχωρείται στη βία μιας δεσποτικής φύσης, στις ‘φυσικές’ ανισότητες, στην κληρονομημένη εύνοια των μεν και στην ατυχία των άλλων. Κάθε φορά που έχουμε μια μεγάλη καταστροφή πολιορκούμαστε από εκλογικευτικές απόψεις για τις θεμιτές προσδοκίες των πολιτών. Σε τελική ανάλυση, κάποιος-α οφείλει να είναι ευχαριστημένος που ζει, που δεν πεθαίνει βίαια και μπορεί να σχολιάζει ελεύθερα τα άσχημα και τα όμορφα γύρω του. Αυτή είναι το βασικό πόρισμα των συγκεκριμένων κυβερνώντων και περισσότερο ακόμα όσων υπερασπίζονται την κυβέρνηση στα social media και αλλού: ότι οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες για ό,τι έχουμε γιατί θα μπορούσε να ήμασταν Τζιμπουτί, Λιβύη, Γάζα. Ένα τέτοιο μήνυμα διαβάζει κανείς για τις καταστροφικές φωτιές, τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου, τις αποκρουστικές αυθαιρεσίες στην αγορά εργασίας, την ακρίβεια των τιμών. Θα μπορούσε να βρισκόμασταν στην κόλαση και το ότι δεν είμαστε κόλαση μας καθιστά παράδειγμα επιτυχημένης και ευημερούσας νεωτερικής χώρας.
Σκέφτομαι ότι απέναντι σε αυτή την φιλοσοφία αλά "staycation", σε αυτή τη νευροπαραλυτική τοξίνη που δικαιολογεί τα πάντα αν δεν τα ρίχνει στην τύχη και κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο, χρειαζόμαστε μια διαφορετική αφετηρία. Ποια αφετηρία; Να αισθανθούμε καταρχήν αυτό που συμβαίνει με τις "φυσικές καταστροφές" ως προσβολή και πολιτική ταπείνωση. Γιατί αν υποθέσουμε ότι ένα μέρος των δεινών είναι, όντως, εξελίξεις μεγάλης κλίμακας που αφορούν την κλιματική αποσταθεροποίηση και τους μετασχηματισμούς των όρων της ζωής στον πλανήτη. Και αυτό βεβαίως σχετίζεται φυσικά με οικονομικές και κοινωνικές επιλογές οι οποίες, ωστόσο, ξεπερνούν την εμβέλεια και τις δυνατότητες μιας εθνικής κυβέρνησης και ενός μικρού κράτους. Το υπόλοιπο όμως είναι υπόθεση τοπικών πλεγμάτων εξουσίας και αποφάσεων. Δεν υπάρχει κανένας νόμος της Ιστορίας και της φύσης που να λέει ότι κάθε χρόνο θα καίγονται εκατό ή διακόσιες χιλιάδες στρέμματα στην Αττική και αλλού. Η προσπάθεια εντέλει να παρουσιαστεί ο ένας ή άλλος όλεθρος ως αναποδιά του καιρού και εθιμικό καπρίτσιο μιας αιώνιας Ελλάδας (ή ενός αιώνιου Νότου) είναι μια αξιολύπητη υπεκφυγή ή μια προσφορά υπηρεσιών σε μια εξουσία που αποτυγχάνει.