ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΤΑΙ αυτό το κείμενο −πρώτη ημέρα της εβδομάδας−, η εικόνα στην Αττική μοιάζει δραματική. Και είναι. Το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού έχει ένα μαύρο και γκρίζο χρώμα το οποίο με δυσκολία προσπαθούν, περνώντας από μέσα, να αλλοιώσουν κάποιες ακτίνες του ήλιου. Δεν τα καταφέρνουν, το γκρι επικρατεί. Σε πολλές περιοχές της Αττικής καίγονται μικρά και μεγάλα δάση, απεγνωσμένοι άνθρωποι τρέχουν να σωθούν κουβαλώντας λίγα πράγματα που σήκωσαν από τα σπίτια τους, προσωπική και δημόσια περιουσία καταστρέφονται, οι δυνατοί άνεμοι αλλάζουν κάθε τόσο και μαζί μεταφέρουν κατά πώς θέλουν την καταστροφή.
Εξοικειωθήκαμε με το κακό, είτε αυτό λέγεται καταστροφικές φωτιές τα καλοκαίρια, είτε πλημμύρες τους χειμώνες, είτε πολύνεκρα δυστυχήματα στα τρένα, είτε μαζικές παρακολουθήσεις από τους μηχανισμούς εξουσίας. Τα μαθαίνουμε, μας εξοργίζουν, τα συζητάμε και κάπου εκεί τελειώνει η αντίδρασή μας.
Οι δρόμοι της πόλης είναι σχεδόν άδειοι, η ατμόσφαιρα παντού μυρίζει καμένο, οι τηλεοράσεις σε απευθείας μεταδόσεις δείχνουν εικόνες από φωτιές που ισοπεδώνουν τα πάντα, οι ρεπόρτερ φωνάζουν για τις μεγάλες προσπάθειες που κάνουν οι πυροσβέστες και διακόπτουν τις μεταδόσεις γιατί ο αρμόδιος υπουργός ψελλίζει κάτι για τις προσπάθειές του στην κατάσβεση τις οποίες ο ίδιος κρίνει επιτυχείς, «παρά τους ανέμους, την ξηρασία και το δύσβατο της περιοχής», όπως λέει. Είναι τραγικά όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά, όπως φαίνεται, τα συνηθίσαμε. Συνέβησαν και πέρυσι, συνέβησαν και τα προηγούμενα χρόνια.
Και αυτή είναι η χειρότερη παράμετρος της πραγματικότητάς μας, ότι συνηθίσαμε το κακό, μάθαμε να ζούμε με αυτό, σαν να θεωρούμε ότι οι ποικιλώνυμες καταστροφές είναι μέρος της κανονικότητας, μέρος της ζωής μας. Μοιάζει σαν να έχουμε εθιστεί μαζικά να μην αντιδράμε και να μη μας αγγίζουν πολλά, ακόμα και αν αυτά μάς επηρεάζουν καθοριστικά. Οι μικρές και μεγάλες εξουσίες (κυβερνήσεις, δήμοι κ.ά.), που ευθύνονται σε μεγάλο μέρος για όλα αυτά, έχουν πάντα να προβάλουν δικαιολογίες. Και εμείς, ακόμα κι αν δεν τις πιστεύουμε, προτιμάμε την οργή, χωρίς αυτή να εκφράζεται απειλητικά προς τους υπεύθυνους. Και παράλληλα επιλέγουμε τη σιωπή. Οργή και παθητικότητα.
Αν ξύσουμε λίγο τη μνήμη μας, θα διαπιστώσουμε εύκολα ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει, δεν αντιδράμε, όπως τουλάχιστον πρέπει. Είτε γιατί πιστεύουμε στο μάταιο μιας αντίδρασης, είτε γιατί επιλέγαμε πάντα την ιδιωτικότητα ως στάση ζωής, ενισχύοντας τη γενική αδιαφορία και τον πεσιμισμό, είτε ακόμα γιατί βλέπουμε το μεγάλο έλλειμμα αντιπροσώπευσης που υπάρχει στην πολιτική και ιδιαίτερα σε όσους όφειλαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας από τη σημερινή.
Όποια και αν είναι η αιτία −μια από αυτές ή οποιαδήποτε άλλη−, το αποτέλεσμα που πάντα μετράει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το ίδιο και αυτό που έχει σημασία. Εξοικειωθήκαμε με το κακό, είτε αυτό λέγεται καταστροφικές φωτιές τα καλοκαίρια, είτε πλημμύρες τους χειμώνες, είτε πολύνεκρα δυστυχήματα στα τρένα, είτε μαζικές παρακολουθήσεις από τους μηχανισμούς εξουσίας. Τα μαθαίνουμε, μας εξοργίζουν, τα συζητάμε και κάπου εκεί τελειώνει η αντίδρασή μας. Οι κοινωνίες που αποκτούν μαζικά τέτοια χαρακτηριστικά όχι απλά δεν έχουν ελπίδα, αλλά μετατρέπονται σε πρόθυμες να δεχτούν το χειρότερο. Γιατί πάντα υπάρχει το χειρότερο…