[Από την Αργυρώ Μποζώνη]
Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, το «αίμα νερό» είναι το νέο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Μέσα από την ανασκαφή του προσωπικού, του οικογενειακού τραύματος και από μια λυτρωτική έκθεση, ένας άνθρωπος στην ωριμότητά του αποφασίζει να αντικρίσει τα φαντάσματά του στον καθρέφτη. Συναντήσαμε τον Χάρη Βλαβιανό για ένα ακόμα ταξίδι στον επώδυνο τόπο της παιδικής του ηλικίας.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟ
Η συγγραφή του βιβλίου αυτού ήταν μια δύσκολη στιγμή για εσάς;
Πολλοί πιστεύουν πως όταν ένας συγγραφέας γράφει για επώδυνες εμπειρίες και καταφέρνει κάπως να τις παγιώσει σε λέξεις, σε μεγάλο βαθμό αποστασιοποιείται από αυτές. Εγώ θεωρώ ότι οι πληγές που μας έχουν σημαδέψει δεν κλείνουν ποτέ. Μαθαίνουμε απλώς να ζούμε μαζί τους.
Στο παρελθόν έχετε γράψει αυτοβιογραφικά;
Ναι. Σε παλαιότερες συλλογές υπήρχαν πάντοτε ποιήματα με αυτοβιογραφικό θέμα που αφορούσαν κυρίως τη σχέση μου με τους γονείς μου. Μπορεί κάποιος καλλιτέχνης να προσπαθήσει να τα καλύψει, να τα κρύψει πίσω από μια «φανταστική ιστορία» ή να τα αντιμετωπίσει κατά μέτωπο. Εγώ στο Αίμα νερό αποφάσισα να κάνω το δεύτερο..
Αυτό θα μπορούσατε να το κάνετε όσο ήταν εν ζωή οι γονείς σας;
Όσο ζούσαν είχα γράψει ποιήματα που ήταν πολύ αποκαλυπτικά της σχέσης που είχαμε και επομένως αρκετά σκληρά. Σ' ένα ταξίδι του στην Αθήνα ο πατέρας μου διάβασε μια συλλογή μου που είχε μόλις κυκλοφορήσει. Το πρώτο που έκανε μόλις την είδε ήταν να δώσει το βιβλίο στη μητέρα μου και να της πει φανερά ικανοποιημένος: «Κοίτα, γράφει ο γιος μας για σένα».
Έχει σχέση και με την ηλικία σας το ότι γράψατε τώρα;
Έχει σχέση με το ότι και οι δυο τους πέθαναν πριν από τέσσερα χρόνια και ένιωσα πιο απελευθερωμένος.
Τους συγχωρέσατε;
Όχι δεν τους έχω συγχωρέσει, αλλά δεν είμαι τόσο θυμωμένος πια. Η οργή μου είχε αρχίσει να υποχωρεί όταν έγινα ο ίδιος πατέρας. Ό,τι είχα στερηθεί από τους γονείς μου θέλησα να το δώσω στα παιδιά μου.
Μιλήσατε με τους γονείς σας πριν πεθάνουν;
Ο θάνατος ακυρώνει ως γνωστόν οποιαδήποτε δυνατότητα να λύσεις τις εκκρεμότητες. Ο πατέρας μου ένα χρόνο πριν πεθάνει σταμάτησε να μιλάει. Δεν μπορούσε να δεχθεί πως η αρρώστια που είχε, τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι. Δεν άντεχε να δείχνει τόσο ανίσχυρος. Μια ζωή του άρεσε να επιδεικνύει τη δύναμή του. Μέσω των χρημάτων κυρίως. Με αυτό προσπαθούσε να χειραγωγήσει τους πάντες. Οπότε χάθηκαν και οι «τελευταίες κουβέντες» που θα μπορούσαμε να είχαμε πει. Αρνήθηκε κι αυτή την ύστατη ευκαιρία. Η μάνα μου από την άλλη εμφάνισε έναν καρκίνο στον εγκέφαλο και πέθανε πολύ γρήγορα, μέσα σε τέσσερις μήνες, πέθανε μάλιστα τη μέρα των γενεθλίων της αδερφής μου, με την οποία είχαν μια άθλια σχέση. Της χάρισε δηλαδή αυτό που πάντα επιθυμούσε. Ήταν σαν να της είπε: «Ιδού το δώρο μου. Μια νεκρή μάνα».
Έχετε πει σε μια συνέντευξη ότι νοιώθετε ότι έχετε προδώσει τον εαυτό σας επειδή δεν προλάβατε τη μάνα σας ζωντανή.
Θυμάμαι ήταν Παρασκευή. Μετά το τελευταίο μου μάθημα στο Κολέγιο, πήγα στο αεροδρόμιο, πήρα το αεροπλάνο και πέταξα για Ρώμη. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο όμως είχε μόλις πεθάνει. Δεν την πρόλαβα. Κάθισα στην μοναδική καρέκλα που υπήρχε και έκλαψα για ώρες ώσπου μια νοσοκόμα μου ζήτησε ευγενικά να αποχωρήσω.
Γιατί νιώσατε ενοχή;
Ένοιωσα πολύ άσχημα. Ήθελα να την δω πριν φύγει. Ήταν τόσο μόνη και απροστάτευτη. Από την άλλη επέλεξε την εξορία. Έζησε πολύ επιπόλαια και δεν με προστάτευσε ποτέ από τις επιλογές της και τις επιπτώσεις που αυτές είχαν πάνω μου, αλλά και πάνω στην αδελφή μου.
Τι εννοείτε;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με έκανε κοινωνό ακόμα και στα ερωτικά της. Χωρίς βέβαια να μπορώ να κάνω τίποτα. Ήμουνα ένα ανίσχυρο παιδί, που είχε φορτωθεί το πρόβλημα της μάνας του. Οπότε όλη της η ζωή ήταν για μένα πάντα ένα πρόβλημα. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και άκουγα την φωνή της φοβόμουν πως θα μου ανακοινώσει κάτι δυσάρεστο. Και εννιά στις δέκα φορές επιβεβαιωνόταν ο φόβος μου.
Όταν κάνατε τη δική σας οικογένεια, άλλαξαν οι γονείς σας;
Η μάνα μου έφυγε από την Ελλάδα κακήν κακώς αφήνοντας πίσω της χρέη - στην Εφορία. Αυτοεξορίστηκε. Συνεπώς για να τη δουν τα παιδιά μου, έπρεπε να της τα πηγαίνω εγώ στη Ρώμη. Το έκανα μερικές φορές. Δε μπορούσα περισσότερο.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου τα έβλεπε ελάχιστα. Όταν ερχόταν στην Ελλάδα έτρωγε μια φορά μαζί τους κι αυτό ήταν όλο. Προτιμούσε να βλέπει τους φίλους του και να διασκεδάζει μαζί τους.
Μετά το θάνατό του μιλήσατε με τους φίλους του;
Ναι. Λίγους μήνες μετά τον θάνατό του κάλεσα τους στενούς του φίλους και τους πήγα σε μια ταβέρνα που αγαπούσε στο Παγκράτι – εν είδη μνημοσύνου. Κατά τη διάρκεια του δείπνου έλεγαν αστεία, ιστορίες. Κι εγώ τους κοιτούσα και σκεφτόμουν: «μα δεν κατάλαβαν τίποτα απ' όσα τράβηξε αυτή η οικογένεια;». Όχι. Δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτα.
Αν διάβαζαν το βιβλίο τι θα έλεγαν;
Φαντάζομαι πως αν πέσει στα χέρια τους, θα εκπλαγούν. Γιατί ήταν πολύ δημοφιλής και αγαπητός στην παρέα του. Κάποιοι θα αναρωτηθούν: «μα ήταν ο Αλέκος τόσο σκληρός με τα παιδιά του»; Δυστυχώς ήταν. Παρ' όλο που «καμάρωνε» πως είχε τρία «υπέροχα» παιδιά κι έξι εγγόνια, δεν μπήκε στον κόπο να τα γνωρίσει σε βάθος. Την οικογένειά του την είχε δεδομένη. Οι φίλοι όμως ήταν άλλη υπόθεση. Αυτοί θεωρούσε πως θα έδιναν στο όνομά του το κύρος που αποζητούσε.
Το διάβασε κάποιος άλλος το βιβλίο; Από τον κύκλο των γονιών σας.
Μια φίλη της μητέρας μου. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «έγραψες ένα πολύ σκληρό βιβλίο». «Ναι», της είπα. «Εσύ όμως την θυμάσαι ως φίλη. Εγώ ως γιος της. Ως γιος της μιλάω».
Πώς το αντιμετωπίσατε αυτό λογοτεχνικά;
Όταν είσαι παιδί δεν επιλέγεις τη ζωή σου, είσαι έρμαιο των επιλογών των άλλων, ακολουθείς την οικογένειά σου. Δεν επιλέγεις τον τόπο που θα μείνεις, τη γλώσσα που θα μιλήσεις. Επομένως αφού αυτή η ζωή μου έτυχε, αυτό ήταν και το υλικό που προσπάθησα να επεξεργαστώ λογοτεχνικά. Δε θεωρώ ότι είμαι πιο δυστυχισμένος ή λιγότερος ευτυχισμένος από άλλους. Κάθε οικογένεια, κάθε άνθρωπος, όπως έχω ήδη πει, κουβαλάει τις δικές του πληγές. Θέλησα να γράψω γι αυτές ωστόσο, χωρίς το αποτέλεσμα να είναι μελοδραματικό. Γιατί η συναισθηματολογία αποτελεί για μένα την αποτυχία του αισθήματος
Έχετε κάνει ψυχοθεραπεία;
Όχι, αλλά έχω αρκετούς φίλους ψυχαναλυτές κι έχουμε κουβεντιάσει επανειλημμένως αυτά τα θέματα. Οι ίδιοι βρίσκουν ότι πολλά κείμενά μου είναι ψυχαναλυτικά.
Αυτό το αποτύπωμα της οικογένειας που ήταν και διαλυμένη και αστική, λουσάτη, πλούσια, αυτή η ζωή-εξαίρεση από το μέσο όρο σας απέτρεψε ας πούμε από το να κάνετε οικογένεια, σας τρόμαξε;
Κατ' αρχάς πιστεύω πως η απόφασή μου να φύγω για σπουδές στην Αγγλία στα δεκαοκτώ μου ήταν ένας ευφυής ελιγμός. Ήθελα ν' απομακρυνθώ και από τους δυο μου γονείς και να ζήσω επιτέλους μόνος. Φυσικά ήταν μια ανόητη σκέψη. Όπου κι αν πας τους κουβαλάς μέσα σου και δεν γλυτώνεις από την πατρική τυραννία και από τον μητρικό «εναγκαλισμό».
Τώρα θα φανεί παράξενο αν ρωτήσω πώς με αυτή τη ζωή, έχετε κάνει τρεις γάμους;
Είναι μάλλον ένα κουσούρι που μου έχω κληρονομήσει από τους γονείς μου. Από τη μια επιζητώ την οικογενειακή θαλπωρή. Μου λείπει η ασφάλεια και η αγάπη που αυτή προσφέρει. Από την άλλη, υπάρχει ένα κομμάτι μου που δεν την αντέχει. Γιατί δεν την έχει γνωρίσει. Επομένως, ούτε η εργένικη ζωή μου αρέσει, αλλά ούτε και οι πολλές δεσμεύσεις της οικογένειας.. Αμφιταλαντεύομαι διαρκώς ανάμεσα σε αυτές τις αντικρουόμενες επιθυμίες και ξέρω πως δεν είμαι εγώ μόνο αυτός που υποφέρει, αλλά και οι άλλοι γύρω μου.
Δώσατε όμως στο γιο σας το όνομα του πατέρα σας.
Ίσως για επιθυμούσα και σε συμβολικό επίπεδο να αποκτήσω την ουσιαστική σχέση με το παιδί μου που δεν βίωσα εγώ ως παιδί με τον πατέρα μου.
Υπάρχει κάτι που δε θα συγχωρήσετε ποτέ;
Πολλά. Ας πούμε ο τρόπος που η μάνα μου αποφάσισε ξαφνικά να εγκαταλείψουμε την Ιταλία το 67'. Από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκα από τη Ρώμη της dolce vita, στην Αθήνα της χούντας, εσώκλειστος στη Σχολή Αναβρύτων. Αυτό ήταν για μένα ένα ξερίζωμα, μια τρομακτική αλλαγή. Σε όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων ήμουν απόλυτα δυστυχισμένος.
Στην επόμενη σελίδα: "Είμαι «ξένο σώμα», στην χειρότερη, φλώρος!"
Αισθανθήκατε περίπου το ίδιο όταν επιστρέψατε από την Οξφόρδη στην Ελλάδα; Ότι σας αδίκησαν;
Αυτός, μπορεί να είναι και ένας άλλος κρυφό λόγος που έγραψα το βιβλίο, εκτός από τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους γονείς μου. Ήρθα από την Αγγλία στην Ελλάδα για να ζήσω στην Ελλάδα, να ριζώσω στη λογοτεχνία. Αλλά όταν ήρθα, πολλοί του χώρου με αντιμετώπισαν με μεγάλη καχυποψία, που φορές έφτανε στα όρια της εχθρότητας. Κι ακόμη κάποιοι συνεχίζουν να με αντιμετωπίζουν ως «παρείσακτο». Δεν μπορούσαν να μου συγχωρήσουν το γεγονός πως στις δεκαετίες του 70' και το 80' δεν ήμουν εδώ και άρα δεν είχα αλητέψει μαζί τους στα Εξάρχεια και τα πέριξ. Ήμουν «ξένο σώμα», στην χειρότερη, φλώρος! Υπήρχε και αυτή η ζωή που με συνόδευε. Κάποιοι δε, θεωρούσαν πως είμαι ζάμπλουτος.
Αισθάνεσαι αδικημένος;
Όχι πια.
Νοιώθετε πουθενά καλά;
Πουθενά. Ή μάλλον νιώθω. Στην Αμοργό ή την Τήνο. Οι Κυκλάδες είναι για μένα ένα paradiso terrestre. Εκεί μόνο αισθάνομαι πως η ψυχή μου είναι στο τόπο της.
Έχει σημασία στη λογοτεχνική αφήγηση το περιβάλλον, το σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται αυτές οι ιστορίες; Εννοώ ότι είναι πολύ διαφορετικό να σας συμβαίνουν αυτά στη Ρώμη και τη Βραζιλία και όχι στη Λιβαδιά ή το Κουκάκι.
Φυσικά. Εγώ ήθελα να δείξω ότι πίσω από αυτό το «λαμπρό» σκηνικό κρύβεται μια τρομακτική δυστυχία. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, λογοτεχνικά, με απασχόλησε πολύ η μορφή και το πρόσωπο του αφηγητή. Τελικά κατέληξα σε αυτή την θραυσματική μορφή που μου έδινε την δυνατότητα να ελέγχω καλύτερα το πολύ φορτισμένο υλικό που είχα στα χέρια μου.
Μπορείτε να μου μιλήσετε για τα αδέρφια σας; Έχετε μια αδερφή;
Η ετεροθαλής αδερφή μου, η Μαρίνα. Μια γυναίκα κατεστραμμένη. Είναι 47 χρονών σήμερα, κι έχει περάσει 30 χρόνια στα ναρκωτικά. Μπαινοβγαίνει σε κοινότητες.
Τα άλλα σας αδέρφια; Από τον πατέρα σας;
Τα άλλα μου αδέρφια είναι άλλη ιστορία. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου η σχέση μας έγινε ακόμη πιο στενή. Ζουν μια ήρεμη, αξιοπρεπή ζωή – πολύ διαφορετική βέβαια από τη δική μου. Ήταν πιο τυχερά. Είχαν μια υπέροχη, πολύ τρυφερή μητέρα που τους προστάτευε ως το τέλος από τη σκληρότητά του πατέρα μας. Με αγάπησε κι εμένα σαν να ήμουν παιδί της.
Τελικά ποιος ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα; Ο πατέρας σας ή η μητέρα σας;
Τελικά δεν ήταν η σκληρότητα του πατέρα μου, αλλά η άστατη ζωή της μάνας μου. Τη μια κολυμπούσε στα χρήματα, και την άλλη ήταν βουτηγμένη στα χρέη. Στο σπίτι μπαινοβγαίνανε τοκογλύφοι, τα πιάνα φεύγανε, ερχόμουν από τα Ανάβρυτα έλειπε το μισό σπίτι, μετά την επόμενη εβδομάδα το σπίτι ξαναγέμιζε. Δεν άντεχα αυτή την κατάσταση.
Μπορείτε να μου περιγράψετε τους γονείς σας;
Οι γονείς μου ήταν περιπετειώδεις τύποι. Ο πατέρας μου κλώτσησε μια περιουσία στην Ελλάδα και πήγε στη Βραζιλία. Έγινε χρηματιστής. Έβγαλε πολλά λεφτά. Αυτοδημιούργητος. Η μάνα μου είχε σπουδάσει στην Αγγλία δημοσιογραφία, επέστρεψε στην Ελλάδα αφού είχε οργώσει την Ευρώπη και άρχισε να δουλεύει στην Αθηναϊκή, στο πολιτικό ρεπορτάζ. Μιλούσε πολλές γλώσσες, ήταν κοινωνικά άνετη, πολύ χαρισματική. Καλομαθημένο αστόπαιδο βέβαια. Όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου είχε ήδη κάνει ένα γάμο με έναν πιανίστα. Χώρισαν μετά από έξι μήνες. Με τον πατέρα μου κλεφτήκανε. Την έστειλε η εφημερίδα στο Ναϊρόμπι να καλύψει το θέμα «Μακάριος» και τον πήρε μαζί της.
Πόσων ετών ήταν όταν έγιναν αυτά;
Εκείνος ήταν 25 και η μάνα μου 22. Μετά αποφάσισαν να πάνε στη Βραζιλία. Έτσι, για πλάκα. Επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να κληρονομήσει το συμβολαιογραφείο του παππού μου. Το θεωρούσε την «απόλυτη πλήξη». Στη Βραζιλία η μητέρα μου βρήκε αμέσως δουλειά στην εφημερίδα Journal do Brasil και ο πατέρας μου μετά από δυο χρόνια περίπου άρχισε να δουλεύει σε τράπεζα και από εκεί και πέρα η καριέρα του εκτοξεύτηκε στα ύψη.
Να φανταστώ χώρισαν επεισοδιακά;
Ήταν δυο πολύ δύσκολοι χαρακτήρες. Τρομακτικά εγωπαθείς, ερωτύλοι και οι δυο πολύ. Ένα καλοκαίρι που ήρθε η μάνα μου στην Ελλάδα να δει τους γονείς της και με μένα στις αποσκευές της, τα έφτιαξε με κάποιον και οι γονείς του πατέρα μου του το σφύριξαν. Αυτή είναι η δική του εκδοχή των πραγμάτων. Η μάνα μου από την άλλη ισχυριζόταν ότι ο πατέρας μου τα είχε ήδη φτιάξει με τη Βραζιλιάνα που εντέλει παντρεύτηκε. Δε μπόρεσα ποτέ να βγάλω άκρη. Αλλά ούτε και μ' ένοιαξε.
Εσείς ως παιδί, τι καταλαβαίνατε, θυμάστε;
Εγώ καταρχάς δεν έχω καμία φωτογραφία που να γελάω με τους γονείς μου. Δεν έχω καμία ανάμνηση, να πηγαίνω κάπου με τον πατέρα μου κανονικά. Ένα σινεμά, έναν περίπατο. Ήταν πάντα με την παρέα του και εγώ κολαούζο από δίπλα
Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι και σήμερα δεν είστε ένας γελαστός άνθρωπος.
Έχω γράψει για τον εαυτό μου πως είμαι η χαρούμενη πλευρά ενός θλιμμένου ανθρώπου. Δεν είμαι μίζερος βέβαια, απεχθάνομαι τη μιζέρια, αλλά μια βαθιά θλίψη όντως την κουβαλάω.
Στα σπίτια που μένατε είχατε βιβλία;
Η μάνα μου θεωρούσε ότι η καλύτερη ταπετσαρία σε ένα αστικό σπίτι ήταν τα βιβλία. Στο σαλόνι υπήρχαν παντού βιβλιοθήκες, αλλά κανείς, εκτός από μένα, δεν τα ακουμπούσε. Επομένως εγώ μεγάλωσα διαβάζοντας αρχικά τα βιβλία που υπήρχαν γύρω μου. Και φυσικά πολλά από αυτά διαμόρφωσαν την αγάπη μου για την ποίηση.
Τα δικά σας βιβλία τα διάβαζαν;
Η μητέρα μου σπάνια. Όταν πέθανε τα βρήκα στο σπίτι της σχεδόν άθικτα. Πιθανώς φοβόταν ότι γράφω κάτι κακό για κείνη. Ο πατέρας μου αγαπούσε την κοινωνική πλευρά της όλης υπόθεσης. Να του πει ένας πρέσβης, πχ, «Αλέκο διάβασα μόλις στην «Καθημερινή» μια ωραία κριτική για ένα βιβλίο του γιου σου».
Σας μεμφόταν για την επιλογή σας να ασχοληθείτε με τα γράμματα;
Ναι. Θεωρούσε ότι έκανα λάθος επιλογή να γυρίσω στην Ελλάδα και να αφοσιωθώ σε κάτι τόσο «αντιπαραγωγικό». Ήθελε προφανώς να γίνω επιχειρηματίας και να ζήσω στη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο ή κοντά του στη Βραζιλία. Θεωρούσε τη δική μου επιλογή απόρριψη του δικού του τρόπου ζωής, των δικών του επιλογών.
Σας ενδιέφερε το μπράβο των γονιών σας; Στην ποίηση.
Το «μπράβο» στην ποίηση μ' ενδιέφερε να το πάρω από αυτούς που εκτιμούσα. Κι οφείλω να πω πως υπήρξαν αρκετοί που με βοήθησαν στα πρώτα μου βήματα. Ο Γκάτσος, ο Καρούζος, η Βακαλό, ο Αναγνωστάκης, ο Λεοντάρης, κ.α. Ήθελα όμως οι γονείς μου να αποδεχτούν την απόφασή μου.
Το καλύτερο που θυμάστε από τον καθένα;
Τον πατέρα μου τον καμάρωνα κοινωνικά. Είχε πολύ αριστοκρατικούς τρόπους. Ντυνόταν υπέροχα, μιλούσε πάντα με κοφτές προτάσεις, έτρωγε λίγο. Ήταν αγαπητός στους φίλους του. Σπάνια με έκανε να ντρέπομαι κοινωνικά με την συμπεριφορά του. Ως συνήθως πολλοί γονείς κάνουν τα παιδιά τους να νιώσουν αμηχανία με τη συμπεριφορά τους. Με τη μάνα μου το είχα νιώσει αυτό πολλές φορές. Είχε όμως και τις καλές της πλευρές. Ήταν ένας δυναμικός άνθρωπος που δεν τα έβαζε ποτέ κάτω. Ήταν ένας «survivor». Δεν είχε όμως καμία συναίσθηση ευθύνης. Ότι έκανε, ήταν σαν να το κάνει ένα παιδί 12 ετών. Είχε φτάσει εβδομήντα και έκανε τα ίδια. Αυτό, όταν δε σε τρέλαινε βέβαια, ήταν αφοπλιστικό.
Τα χειρότερα;
Με τον πατέρα μου έπρεπε μονίμως να είσαι σε επιφυλακή. Μην πεις κάτι που θα τον εξοργίσει. Μπορούσε να γίνει πολύ επικριτικός και προσβλητικός. Πάντα προσπαθούσε να με χειραγωγήσει. Το όπλο του ήταν τα χρήματα, γιατί ήξερε πως τα είχα ανάγκη. Κι έτσι μπορούσε να με δοκιμάζει διαρκώς. Η μητέρα μου από την άλλη είχε πολλά μυστικά στη ζωή της. Δεν έμαθα ποτέ γιατί χώρισε από τον πατέρα μου. Η αδερφή μου δε γνώρισε ποτέ τον δικό της πατέρα. Ή γιατί φύγαμε ξαφνικά νύχτα από τη Ρώμη το Πάσχα του 67'. Και φυλακή που μπήκε για χρέη, άλλοι έφταιγαν.
Όλα αυτά τα ανεκτέλεστα επουλώνονται κάπως με το να τα εκφράζετε;
Όλα αυτά που δε γίνανε, τα ανεκπλήρωτα που θέλει ένα παιδί από τους γονείς, δεν εκτελούνται επειδή έγραψα ένα βιβλίο. Παραμένουν τρύπες ανοιχτές. Απλώς πιστεύω μπορείς και ζεις με αυτές. Η αδερφή μου καταστράφηκε. Εγώ μπορώ και περπατάω ακόμα, γράφω, έχω μια οικογένεια, δουλεύω.
Έχετε κάνει την αυτοκριτική σας;
Ναι. Σκέφτηκα πολλές φορές καθώς έγραφα το βιβλίο πως θα είχα άραγε αντιμετωπίσει τον πατέρα μου αν δεν υπήρχε η προοπτική να κληρονομήσω μέρος της περιουσίας του. Αν είχε αυτό τον χαρακτήρα, αλλά ήταν ένας φτωχός άνθρωπος; Θα είχα συντηρήσει αυτή τη σχέση; Μήπως υπήρξε από τη μεριά μου υστεροβουλία; Να επιμένω μόνο και μόνο γιατί ήλπιζα σε μια «ύστατη, μεγαλειώδη χειρονομία» του. Σε μια μεταστροφή του. Δεν ξέρω. Πάντως η σκέψη αυτή με βασανίζει και επανέρχεται πολύ συχνά. Όσο για την μητέρα μου θέλω να πιστεύω πως δεν την αδικεί ο τρόπος που σκιαγραφώ την σχέση μας.
Τελικά είστε πλούσιος;
Αν εννοείτε σε χρήματα, όχι δεν είμαι. Και φυσικά έχω ακόμη την υγεία μου και μπορώ να ονειρεύομαι το μέλλον.
σχόλια