Επένδυση στην καινοτομία και δημιουργία ενός οδικού χάρτη για τη διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων
Η δεύτερη φάση της μελέτης Partnership for Health System Sustainability and Resilience, που ιδρύθηκε και υλοποιείται από την AstraZeneca, το London School of Economics και το World Economic Forum, εστιάζει στα χρόνια νοσήματα.
H διατήρηση της βιωσιμότητας και η βελτίωση της ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας αποτελούν τους δύο βασικούς στόχους της συνεργασίας Partnership for Health System Sustainability and Resilience (PHSSR), η οποία ξεκίνησε το 2019 από το London School of Economics και την AstraZeneca σε συνεργασία με το World Economic Forum και πλέον έχει περάσει στη δεύτερή της φάση. Τη μελέτη στην Ελλάδα συντονίζει ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και Visiting Fellow στο LSE Health, Κώστας Αθανασάκης. Η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της AstraZeneca για την Ελλάδα και την Κύπρο, Έλενα Χουλιάρα, υπογραμμίζει πως «η επένδυση στη φαρμακευτική καινοτομία είναι, και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στρατηγική επένδυση στον ασθενή, στη δημόσια υγεία, στην οικονομία και στην κοινωνική συνοχή».
Η χρόνια νοσηρότητα αποτελεί καθοριστικό ζήτημα για τα ώριμα συστήματα υγείας, καθώς αποτελεί το 85% περίπου του συνολικού φορτίου νοσηρότητας και, αντίστοιχα, της συνολικής δαπάνης για την υγεία. Στην Ελλάδα, το 41% των ενηλίκων έχει κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας, ποσοστό που αυξάνεται ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Τα καρδιαγγειακά, νεφρολογικά, μεταβολικά και αναπνευστικά νοσήματα, σε συνδυασμό με τα νεοπλάσματα, αποτελούν το 80% περίπου του συνόλου της χρόνιας νοσηρότητας. Το πλέον ανησυχητικό εύρημα όμως για την Ελλάδα προκύπτει από το ζήτημα της πολυνοσηρότητας, καθώς το 52% του πληθυσμού άνω των 65 ετών πάσχει από δύο ή περισσότερα χρόνια νοσήματα, σημειώνοντας το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επένδυση στην καινοτομία αποτελεί επένδυση στον άνθρωπο και στη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Υπό αυτό το πρίσμα, η AstraZeneca μέχρι το 2030 θα διαθέσει στη φαρμακευτική αγορά 20 νέα φάρμακα. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2025-27 αναμένονται οι εγκρίσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) για 10 νέα φάρμακα και 53 ενδείξεις, τα οποία δύνανται να είναι εμπορικά διαθέσιμα στην ελληνική αγορά, όπως υπογραμμίζει η κ. Χουλιάρα. Στα νέα σκευάσματα περιλαμβάνεται και το πρώτο εμβόλιο για τον μεταπνευμονοϊό, που αναμένεται να είναι διαθέσιμο το 2028 από τη φαρμακοβιομηχανία AstraZeneca. Το εμβόλιο που βρίσκεται «στα σκαριά», στο δεύτερο στάδιο των κλινικών μελετών (φάση ΙΙ), είναι ένα συνδυαστικό σκεύασμα που θα προστατεύει και από τον μεταπνευμονοϊό και από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό RSV.
Για να μπορούν ωστόσο οι εταιρείες του φαρμακευτικού κλάδου να συνεχίσουν να επενδύουν στη χώρα, απαιτείται η δημιουργία ενός μοντέλου που αφενός εξασφαλίζει πρόσβαση και χρηματοδότηση για την καινοτομία και αφετέρου ενθαρρύνει νέες επενδύσεις στην έρευνα, αναγνωρίζοντας τη φαρμακευτική καινοτομία ως επένδυση για τη δημόσια υγεία και την οικονομία, και όχι απλώς ως κόστος. Ωστόσο, παρά τις παρεμβάσεις του υπουργείου Υγείας, οι επιστροφές που η φαρμακευτική βιομηχανία καλείται να καταβάλει στο κράτος παραμένουν σε μη βιώσιμο επίπεδο, έχοντας υπερβεί το 1 δισ. ευρώ. Άλλες στρεβλώσεις, όπως ο κατακερματισμός του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης σε διαφορετικά κανάλια, οι σημαντικές διαφορές στην επιβάρυνση των επιστροφών ανά κανάλι και η αξιολόγηση των καινοτόμων φαρμάκων που περιορίζεται συχνά στην τιμή τους, αγνοώντας τα σημαντικά οφέλη που προσφέρουν στους ασθενείς και τις εξοικονομήσεις που μπορούν να επιφέρουν, επιδεινώνουν την κατάσταση.
Καμία πρωτοβουλία για τη βιωσιμότητα δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός την προστασία του περιβάλλοντος. Ενδεικτικά, η AstraZeneca στηρίζει τη δράση AZ Forest που σκοπό έχει τη φύτευση και φροντίδα 200 εκατομμυρίων δέντρων μέχρι το 2030. Στην Ελλάδα, ενσωματώνει τη φιλοσοφία αυτών των πρωτοβουλιών μέσω του προγράμματος «Προστατεύουμε το Περιβάλλον με… Πράξεις». Αυτό το πρόγραμμα, που διανύει την έβδομη συνεχόμενη χρονιά, έχει ήδη αποσπάσει πολλά βραβεία από ανεξάρτητους φορείς, με την εταιρεία να έχει αναλάβει τη δέσμευση να έχει φυτέψει 30.000 δέντρα έως το 2030.