Πόσο απέχουμε από την εξάλειψη της ηπατίτιδας C στην Ελλάδα
Μετά το πάγωμα των δράσεων για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C που προκάλεσε η πανδημία, ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί και να επιταχύνουμε τον βηματισμό για να πετύχουμε τον στόχο τον οποίο έθεσε ο ΠΟΥ.
H λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C (ΗCV) συνιστά πρόβλημα δημόσιας υγείας με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα. Το 70%-80% των ατόμων που μολύνονται αναπτύσσει χρόνια ηπατίτιδα και εξ αυτών το 25%, μετά από 20-25 έτη, εκδηλώνει κίρρωση του ήπατος, ηπατική ανεπάρκεια ή ακόμα και καρκίνο του ήπατος, αν δεν λάβει θεραπεία. Η κίρρωση και ο καρκίνος του ήπατος αποτελούσαν την κύρια αιτία για μεταμόσχευση ήπατος μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Η μόλυνση και η χρόνια λοίμωξη είναι συνήθως χωρίς συμπτώματα, με συνέπεια στην Ελλάδα το 80% των πασχόντων από ηπατίτιδα C πιθανότατα να μην το γνωρίζουν.
Ο HCV μεταδίδεται μέσω χρήσης αντικειμένων και υλικών που έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένο αίμα, όπως βελόνες, ξυραφάκια, σύριγγες. Σπανιότερα μπορεί να μεταδοθεί σεξουαλικά, ειδικά σε άτομα με πολλούς ερωτικούς συντρόφους. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες οι περισσότερες νέες μολύνσεις αφορούν άτομα που κάνουν χρήση ουσιών. Δύο πολύ καλά οργανωμένες μελέτες από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ την προηγούμενη δεκαετία έδειξαν ότι στη χώρα μας 60.000-70.000 άτομα πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα που οφείλεται στον ΗCV.
Εδώ και μια δεκαετία υπάρχουν διαθέσιμες νέες αντιικές θεραπείες που άλλαξαν δραματικά το τοπίο της θεραπείας. Τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού εντός του ηπατοκυττάρου και ονομάζονται άμεσα δρώντα αντιικά. Χορηγούνται από του στόματος και είναι απολύτως ασφαλή, χωρίς παρενέργειες. Όμως η μεγάλη καινοτομία είναι ότι μπορούν να επιφέρουν πλήρη ίαση της νόσου σε όλους σχεδόν τους ασθενείς που τα λαμβάνουν. Η διάρκεια θεραπείας είναι λίγες εβδομάδες και τα ποσοστά ίασης ανέρχονται στο 95%-100% των ασθενών, με ελάχιστες παρενέργειες και αντενδείξεις. Κατά το διάστημα 2015-2019 εκτιμάται ότι χορηγήθηκαν 10 εκατομμύρια θεραπείες με τα άμεσα δρώντα αντιικά, ενώ η πρόσβαση σε θεραπεία γίνεται χωρίς περιορισμούς και με πλήρη αποζημίωση σε πολλές χώρες, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα.
Η υψηλή αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, η ευκολία στο θεραπευτικό σχήμα και το εξαιρετικό προφίλ ασφάλειας και ανοχής έκαναν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) να προτείνει σχέδιο εξάλειψης της νόσου που περιλαμβάνει αύξηση του αριθμού διαγνώσεων και θεραπειών. Η φιλόδοξη πρόταση του ΠΟΥ προτείνει μείωση των νέων περιπτώσεων κατά 90% και τη μείωση των θανάτων κατά 65% μέχρι το 2030. Οι περισσότερες χώρες –και η Ελλάδα– υιοθέτησαν αμέσως την πρόταση, οπότε εκπονήθηκαν σχέδια δράσης και συντάχθηκαν ειδικές κατευθυντήριες οδηγίες. Στην Ελλάδα το Εθνικό Σχέδιο Δράσης οριστικοποιήθηκε το 2017, αναρτήθηκε στον ιστότοπο του υπουργείου Υγείας και η υλοποίησή του τέθηκε σε εφαρμογή τον Φεβρουάριο του 2018. Η ενημέρωση του πληθυσμού, τα μέτρα πρόληψης για νέες μολύνσεις, ο έλεγχος του γενικού πληθυσμού και η χορήγηση θεραπείας σε όλους τους πάσχοντες αποτελούν τους πυλώνες του σχεδίου δράσης.
Παρόλο που ο αριθμός των ατόμων με χρόνια ηπατίτιδα C έχει περιοριστεί παγκοσμίως και οι θάνατοι που οφείλονται στη χρόνια λοίμωξη μειώθηκαν σημαντικά, οι στόχοι του ΠΟΥ δεν έχουν επιτευχθεί. Ήδη από το 2018 ελάχιστες χώρες κατάφεραν να βρεθούν στην πορεία επίτευξης των στόχων για το 2030, ενώ άρχισαν να καταγράφονται πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή των προτάσεων. Η μειωμένη κινητοποίηση των ασθενών λόγω του φόβου του στιγματισμού, η ευαισθητοποίση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι δυσκολίες προσέγγισης ευάλωτων πληθυσμών και η μειωμένη οικονομική ενίσχυση των δράσεων από πλευράς πολιτείας αναδείχθηκαν ως οι κυριότερες αιτίες δυσκολιών στις περισσότερες χώρες. Ένα επιπλέον εμπόδιο προστέθηκε με την έλευση της πανδημίας του Covid-19, η οποία επέδρασε αρνητικά σε όλες τις δράσεις δημόσιας υγείας, όσον αφορά τα προγράμματα στην κοινότητα αλλά και την πρόσβαση των ασθενών στα νοσοκομεία και τα ηπατολογικά ιατρεία, δυσκολεύοντας περισσότερο την προσπάθεια για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C.
Στην Ελλάδα πολλές από τις συστάσεις του Εθνικού Σχεδίου Δράσης υλοποιήθηκαν άμεσα, έτσι ο αριθμός των ατόμων που διαγνώσθηκε και έλαβε θεραπεία με τα νέα φάρμακα αυξήθηκε κατά τα έτη 2018 και 2019. Η ηπατολογική κοινότητα ανταποκρίθηκε γρήγορα και, συνεργαζόμενη με άλλες ειδικότητες, εξάλειψε τη μάστιγα της HCV στις ομάδες των θαλασσαιμικών, νεφροπαθών και αιμορροφιλικών ασθενών. Το 2020 ο σχεδιασμός και οι δράσεις διακόπηκαν επειδή, λόγω της πανδημίας, η πολιτεία ασχολούνταν αποκλειστικά με δράσεις για την αναχαίτισή της. Οι θεραπείες για την ηπατίτιδα C μετά τον Μάρτιο 2020 μειώθηκαν κατά πολύ και μετά δυσκολίας έφταναν σε μερικές εκατοντάδες ετησίως.
Η ελληνική και η διεθνής εμπειρία έδειξαν ότι οι δράσεις που στοχεύουν σε μικρότερους αριθμητικά πληθυμούς με υψηλά ποσοστά χρόνιας ηπατίτιδας C εφαρμόζονται ευκολότερα και προσφέρουν υψηλά ποσοστά ίασης. Επιπλέον, το 60% των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών έχει χρόνια HCV λοίμωξη και ταυτόχρονα αποτελεί τον βασικό πυρήνα διασποράς του ιού. Εκτιμώντας όλα τα παραπάνω και αναλογιζόμενη τον κοινωνικό και επιστημονικό της ρόλο, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Ήπατος (ΕΕΜΗ) οργάνωσε προγράμματα εξάλειψης της HCV σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού όπως οι έγκλειστοι στα σωφρονιστικά καταστήματα (πρόγραμμα «C-μαχία») και οι ωφελούμενοι στις δομές του ΟΚΑΝΑ. Το 2022 υπεγράφη μνημόνιο συνεργασίας ΕΕΜΗ και ΟΚΑΝΑ για την υλοποίηση του πρώτου πανελλήνιου προγράμματος εξάλειψης της ηπατίτιδας C στις μονάδες του οργανισμού.
Ο ΟΚΑΝΑ είναι ο μεγαλύτερος δημόσιος φορέας μείωσης βλάβης στην Ελλάδα και μοναδικός πάροχος φαρμακευτικών υποκατάστατων για τη χρήση ουσιών (μεθαδόνη, βουπρενορφίνη). Στα προγράμματά του υπολογίζεται ότι περίπου 2.500 ωφελούμενοι χρειάζονται θεραπεία για την HCV. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα συντονίζεται από ομάδα έγκριτων ηπατολόγων και έμπειρων γιατρών του ΟΚΑΝΑ και εκπονείται χωρίς δαπάνη από τους κατά τόπους ηπατολόγους και γιατρούς των δομών του ΟΚΑΝΑ. Μέχρι σήμερα έχουν εξεταστεί περισσότεροι από 1.500 ωφελούμενοι και έχουν λάβει αντιική θεραπεία 700 άτομα. Το πρόγραμμα ΤΙΤΥΟΣ στις δομές του ΟΚΑΝΑ θα αναδείξει την έκταση της επαναμόλυνσης, ώστε το φαινόμενο να περιοριστεί.