Η οικογενειακή επιχείρηση στην Ελλάδα έχει γίνει μια στενόχωρη υπόθεση τα τελευταία χρόνια, γιατί εταιρείες με ιστορία χρόνων και μοναδικά προϊόντα κλείνουν η μία μετά την άλλη. Τα πιλοποιεία της Αθήνας π.χ., που κάποτε ζούσαν μέρες δόξας και κυριαρχούσαν σε έναν χώρο με μεγάλο ανταγωνισμό, κάνοντας ακόμα και εξαγωγές, σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Τα αδέλφια Βίκυ και Γιώργος Πολυχρονόπουλος, η τρίτη γενιά μιας οικογένειας κατασκευαστών καπέλων, είναι μια φωτεινή εξαίρεση γιατί συνεχίζουν αυτό που έκανε ο παππούς και ο πατέρας τους: κατασκευάζουν και εμπορεύονται καπέλα.
Η σημειολογία του καπέλου και ο λόγος και τρόπος που το φοράει κάποιος/-α χρειάζονται ολόκληρο βιβλίο για να αναλυθούν, υπάρχουν καπέλα για κάθε ιδιότητα και περίσταση, το καπέλο όμως ως στυλ (ως αξεσουάρ που συμπληρώνει την εμφάνιση) ή ανάγκη (για να προστατευτείς από τις ακτίνες του ήλιου) είναι κάτι διαχρονικό που θα υπάρχει σταθερά, όσες αλλαγές και να γίνουν στη μόδα.
Το καπέλο κατά καιρούς έχει γίνει σύμβολο status και κοινωνικής τάξης ή κάποιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, συχνά χαρακτηρίζοντας ολόκληρες περιόδους σε κάθε μέρος του κόσμου. Για τους μετανάστες της Αμερικής ήταν κάτι παραπάνω από ένα αξεσουάρ, το καταλαβαίνεις βλέποντάς το να πρωταγωνιστεί στυλιστικά ή σημειολογικά σε ταινίες εποχής, ή, τελευταία, σε σίριαλ που ξαναφέρνουν συγκεκριμένα καπέλα στη μόδα. Όπως έκανε τα τελευταία χρόνια το «Peaky Blinders» με την τραγιάσκα.
Το καλοκαίρι η βεντάλια ανοίγει και αγοράζει καπέλα περισσότερος κόσμος, γιατί πλέον φοράνε όλοι στην παραλία, αλλά τον χειμώνα δεν το έχουν ως κάτι απαραίτητο γιατί δεν είναι στην κουλτούρα του Έλληνα.
Ο Γιώργος και η Βίκυ ακολουθούν την παράδοση του παππού τους, ο οποίος ξεκίνησε να κατασκευάζει καπέλα, μαζί με άλλα είδη, στο εργαστήριο νεωτερισμών που είχε στην Καλαμάτα, και στη συνέχεια το μετέφερε στο Μοναστηράκι. Το καπέλο ήταν το κύριο είδος που έφτιαχνε και λίγο αργότερα το αποκλειστικό. Στο εργαστήριο –το οποίο ανέλαβε στη συνέχεια ο πατέρας τους, ο Ηλίας– έφτιαχναν σχολικά καπέλα (αυτά με τις κουκουβάγιες) και κατά περιόδους διάφορα άλλα, τραγιάσκες, ρεπούμπλικες, καβουράκια, καπέλα στρατού.
Το εργαστήριο δούλευε με εντατικούς ρυθμούς για χρόνια, φτιάχνοντας τα καπέλα που είχαν μεγαλύτερη ζήτηση. Το ναυτικό καπέλο, όχι μόνο του καπετάνιου αλλά και το κλασικό ελληνικό κασκέτο, το fisherman’s, είναι το μόνο σταθερό όλα αυτά τα χρόνια και το μόνο που εξακολουθούν να κατασκευάζουν.
Παρότι η ζήτηση για καπέλα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, η ελληνική παραγωγή είναι κάτι που φθίνει και σε λίγο θα εξαφανιστεί, γιατί έχουν αλλάξει όλα τα δεδομένα. Η ζωή για κάποιον που τολμάει να συνεχίζει να κατασκευάζει τα προϊόντα του στην Ελλάδα έχει γίνει πολύ δύσκολη.
Από το 1978, που ανέλαβε ο πατέρας τους τη δουλειά, μέχρι το 2009, που την πήραν στα χέρια τους τα παιδιά, άλλαξαν εντελώς οι συνθήκες για μια οικογενειακή επιχείρηση. «Η κατασκευή στην Ελλάδα είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων», λέει ο Γιώργος.
«Καταρχάς, είναι πολύ δύσκολο πλέον να βρεις ανθρώπινο δυναμικό, δεν υπάρχουν άνθρωποι που κατασκευάζουν καπέλα. Το καπέλο, η τραγιάσκα ιδίως, είναι ένα πολύ δύσκολο είδος. Μετά είναι η πρώτη ύλη, τα υφάσματα. Εκεί που είχαμε υφασματάδικα φοβερά στην Ελλάδα, έκλεισαν και έπρεπε να φέρνουμε υφάσματα απ’ έξω. Τρίτον, είναι σχεδόν αδύνατο να επιδιορθώσεις τα μηχανήματα. Αν χαλάσει ένα εξάρτημα στη γαζωτική μηχανή, δεν υπάρχει ανταλλακτικό στην Ελλάδα και πρέπει να περιμένεις έναν μήνα για να έρθει, για να μη μιλήσω για τη μηδενική στήριξη της κατασκευής από το κράτος. Όλα αυτά μας ώθησαν να βγούμε προς τα έξω.
Τώρα φτιάχνουμε μόνο το ναυτικό κασκέτο, το ελληνικό, στο εργαστήριό μας, και τα υπόλοιπα την τελευταία εξαετία τα κατασκευάζουμε στην Ιταλία. Έχουμε πάει αναγκαστικά όλα μας τα σχέδιά και τα ράβουμε όλα εκεί. Δεν θέλαμε το κινέζικο, το τουριστικό, πάντα είχαμε ποιοτικά καπέλα και συνεχίζουμε με την ίδια λογική. Στο μαγαζί αυτό είμαστε από παιδάκια, στην πραγματικότητα ήμασταν εδώ μέσα πάντα, ιδίως τα Σάββατα κατεβαίναμε εναλλάξ όλα τα χρόνια του σχολείου.
Πλέον ο Έλληνας αγοράζει καπέλα και σε σύγκριση με παλιότερα την τελευταία επταετία αγοράζει αρκετά, και οι άντρες και οι γυναίκες. Οι άντρες αγοράζουν λίγο περισσότερο, σε ποσοστό 51%, επειδή τα βλέπουν όλο και περισσότερο σε ταινίες και σίριαλ».
«Το Νο1 προϊόν σε ζήτηση είναι οι τραγιάσκες, ιδίως τον χειμώνα, και από κοντά έρχονται τα τύπου φεντόρα. Και στα γυναικεία το ίδιο», λέει ο Βίκυ. «Το καλοκαίρι δουλεύουμε πάρα πολύ ψάθινο, τα αυθεντικά Panama φέρ’ ειπείν είναι πολύ βασικό μας είδος. Το συγκεκριμένο είναι από το Εκουαδόρ, φτιάχνεται από ένα είδος φοίνικα και το πλάτος της πλέξης καθορίζει και την τιμή. Είναι τελείως χειροποίητο, με συγκεκριμένες προδιαγραφές».
«Η τραγιάσκα είχε ξεκινήσει να είναι δημοφιλής πριν από το «Peaky Blinders», είχε μπει στην γκαρνταρόμπα του Έλληνα, αλλά το σίριαλ έδωσε ένα boost στην τραγιάσκα αυτού του τύπου, η οποία είναι και ένα πολύ ωραίο καπέλο», συνεχίζει ο Γιώργος. «Το έφερε λίγο ακόμα πιο κοντά στον Έλληνα, γιατί στην Ευρώπη τα καπέλα φοριούνται, και όχι μόνο για λόγους πρακτικούς, επειδή έχει κρύο, αλλά και για λόγους στυλ. Είναι και θέμα κουλτούρας που εδώ δεν την είχαμε. Στην Ελλάδα, παρότι έχουμε πάρα πολλή ζέστη, δεν φοράγαμε πάρα πολύ ψάθινο καπέλο.
Δουλεύουμε διάφορα είδη τραγιάσκας, την κλασική, τη flat, το βρετανικό στυλ, το ιταλικό σε πιο slim γραμμές, το newsboy και το baker boy, που είναι η τραγιάσκα της δεκαετίας του ’20, και δουλεύουμε και κάποια υφάσματα, όπως είναι τα σκωτσέζικα Harris Tweed και τα Shetlan. Πουλάει σταθερά και το ναυτικό, το κλασικό παραδοσιακό με την τσόχα.
Στην Ελλάδα υπάρχει μέλλον στο καπέλο, αλλά όχι στην κατασκευή. Αυτό που προσπαθούμε εμείς να κάνουμε είναι να μάθουν μέσα από εμάς την ιστορία του καπέλου, να τη συνεχίσουμε και να προσπαθήσουμε ουσιαστικά να εξάγουμε τα καπέλα μας. Αυτήν τη στιγμή κάνουμε εξαγωγές μέσω του e-shop μας. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε ξανά την κατασκευή, γιατί είναι ένα κομμάτι που το έχουμε πληρώσει κι έχουμε "ματώσει". Είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Το καπέλο είναι ένα είδος που έχει συγκεκριμένη κατανάλωση, γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι ούτε παπούτσι, ούτε παντελόνι, ούτε πουκάμισο. Το καλοκαίρι η βεντάλια ανοίγει και αγοράζει καπέλα περισσότερος κόσμος, γιατί πλέον φοράνε όλοι στην παραλία, αλλά τον χειμώνα δεν το έχουν ως κάτι απαραίτητο γιατί δεν είναι στην κουλτούρα του Έλληνα. Είναι αδύνατο να κατασκευάσουμε μόνοι μας την ποικιλία των καπέλων που φτιάχναμε παλιά. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για το καπέλο, ούτε στα ρούχα μπορεί να γίνει.
Παλιότερα η Ελλάδα είχε από τα καλύτερα υφασματάδικα της Ευρώπης, έρχονταν οι Άγγλοι για να δουν την ποιότητα και ήταν φανταστικά. Αγόραζες ένα παλτό και το είχες για πάντα. Αυτά δεν έμειναν, έχουν κλείσει όλα γιατί στοιχίζει οκτώ ευρώ το μέτρο για να φτιάξει κάποιος ελληνικό ύφασμα, ενώ το κινέζικο κοστίζει τρία. Πώς να το ανταγωνιστείς; Πώς να ανταγωνιστείς τους Ιταλούς, τους Γάλλους, όταν δεν σε βοηθάει κανείς να δείξεις τη δουλειά σου;
Όλη η μόδα έχει αλλάξει τα τελευταία τριάντα χρόνια, το mass production κυριαρχεί, παίρνει ο άλλος ένα παντελόνι με δέκα ευρώ με το σκεπτικό ότι θα το φορέσει πέντε φορές και μετά θα πάρει άλλο, δεν σκέφτεται την ποιότητα, έχει αλλάξει η λογική. Παλιότερα αγόραζες ένα σακάκι και ήθελες να το έχεις για χρόνια, να αντέξει, να το φορέσει και το παιδί σου. Αυτή η συνέχεια δεν υπάρχει πλέον και δεν θα υπάρξει εύκολα ξανά, δεν θα πάρουμε κάτι για να το φορέσει και το παιδί μας. Ευτυχώς, σιγά-σιγά επανέρχεται αυτή η τάση στην Αμερική, ξαναγυρίζει στα ποιοτικά προϊόντα, ελπίζω να το δούμε κι εδώ σύντομα…»
Giorgio Hatter, Αθηνάς & Βορέου 15, Μοναστηράκι, 210 3214510, www.giorgiohatter.gr