Το φαγητό που «αγαπώ» γιατί το έτρωγα μόνο μία φορά τον χρόνο και πάντα το μεγάλο Σάββατο είναι αυτό που δεν θα ξαναφάω. Συνοδευόταν πάντα με τη συνήθεια να κάνω Πάσχα με τη μάνα μου, που «έφυγε» πέρσι τον Νοέμβριο, και κανείς δεν είναι πρόθυμος να συνεχίσει το έθιμο. Μάλλον. Γι' αυτό θα σας μιλήσω σήμερα, γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια το μαγείρευα εγώ στη Θεσσαλονίκη. Είχα μια σχετική χαρά, γιατί πάντα κατάφερνα να κάνω το «τάμα», να πάω τη μάνα μου, που δεν περπατούσε, να προσκυνήσει τον επιτάφιο τη Μ. Παρασκευή – ολόκληρη επιχείρηση με το αναπηρικό καροτσάκι, που δεν χωρούσε ακριβώς στο ασανσέρ και που δεν κατέβαινε τις σκάλες προς την έξοδο.
Ερχόταν, λοιπόν, το πρωί του Μ. Σαββάτου από τον χασάπη η παραγγελία που έκανε πάντα ο μικρός μου αδελφός Παντελής: μισό αρνί, μια συκωταριά και ένα πακέτο αντεράκια. Έπιανα δουλειά αμέσως. Έπλενα καλά-καλά τη συκωταριά και την έβαζα να πάρει μία βράση. Πετούσα το πρώτο νερό και την ξανάβραζα. Την ξάφριζα και όταν κρύωνε λιγάκι την έκοβα πάνω στο ξύλο σε μικρά κομματάκια, όχι όμως και πολύ μικρά. Εν τω μεταξύ, είχα βάλει τα έντερα μέσα σε νερό με ξίδι και ένα-ένα τα αναποδογύριζα κάτω από τη βρύση με μια βελόνα πλεξίματος ξύλινη που είχα φυλαγμένη γι' αυτόν το σκοπό. Έπειτα τα έβαζα να πάρουν μια βράση και τα ψιλόκοβα επίσης. Στην κατσαρόλα ψιλόκοβα κάμποσα φρέσκα και παλιά κρεμμύδια, τέσσερα μεγάλα μαρούλια (τις καρδιές τις κρατούσα για τη σαλάτα), άνηθο, μαϊντανό και δυόσμο, έβαζα αλάτι και πιπέρι, ανακάτευα και τα άφηνα ήσυχα να βράσουν κάμποση ώρα μέχρι να μαλακώσουν. Πρόσθετα την ψιλοκομμένη συκωταριά και τα εντεράκια, λίγο νεράκι και τα άφηνα σε πολύ σιγανή φωτιά σχεδόν μέχρι το απόγευμα. Το βράδυ πρόσθετα το λάδι, τα έβαζα να πάρουν ακόμη μία βράση και χτυπούσα με δυο-τρία λεμόνια το αυγολέμονο.
Μετά την Ανάσταση δεν είχα ποτέ όρεξη να φάω, έβαζα όμως λίγο στο πιάτο. Εκείνη που αγαπούσε πολύ αυτό το φαγητό ήταν η μάνα μου, που κι εκείνη με τον καιρό δεν μπορούσε να το φάει. Έτσι, η μαγειρίτσα πήγαινε πάντα σε τάπερ για την Κυριακή του Πάσχα στον αδελφό μου – η νύφη μου η Χρύσα την αγαπούσε περισσότερο απ' όλους. Πάντα η Ανάσταση το βράδυ είχε μια στενοχώρια, όμως η μυρωδιά της μαγειρίτσας όλη τη μέρα που σιγόβραζε ήταν αναστάσιμη.
Η Σοφία Φιλιππίδου είναι ηθοποιός.