Για τους Άγγλους θα είναι πάντα η γυναίκα που μπήκε σε μια δημοφιλή τηλεοπτική κουζίνα, τη γέμισε ελληνικές μυρωδιές και έγινε μαγείρισσα-σύμβολο για το πόσα μπορεί να κατακτήσει κανείς, ανεξαρτήτως ηλικίας, αν το όνειρό του δεν στριμώχνεται στο σκληρό City, την τραπεζική καριέρα και την ανέμπνευστη καθημερινότητα και προτιμά να μελετά πρώτες ύλες, να σκαλίζει παιδικές συνταγές και να σκέφτεται τι μπορεί να φτιάξει με μια ταπεινή κρητική γραβιέρα.
Για τους Έλληνες, αντιθέτως, η Ειρήνη Τζώρτζογλου είναι σχετικά ανεξερεύνητο πρόσωπο αφού, όπως λέει, κανείς από τη χώρα δεν επεδίωξε να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία της, παρόλο που δηλώνει με κάθε τρόπο διαθέσιμη στην πατρίδα της.
Για εκείνους πάλι που τη γνωρίζουν γύρω από ένα τραπέζι ή έχουν την τύχη να φάνε από τα χέρια της, η Ελληνίδα μαγείρισσα διατηρεί μια κοριτσίστικη, σχεδόν εφηβική ορμή κι αποφασιστικότητα, μια έμφυτη ευγένεια και μια ακαταπόνητη περιέργεια για το πόση Ελλάδα μπορεί να χωρέσει στα πιάτα της.
Η Ειρήνη Τζώρτζογλου, νικήτρια του διαγωνισμού MasterChef 2019 στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν έβλεπε την ώρα να απελευθερωθεί από την καραντίνα και να ξαναμπεί στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Και πράγματι: τo περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν εκείνη που άνοιξε τα Greek Chefs Abroad - Culinary Series 2021, που διοργανώθηκαν στα ξενοδοχεία MarBella Nido Suite Hotel & Villas της Κέρκυρας και MarBella Elix στη Θεσπρωτία.
Η πρωτοβουλία του ομίλου, την οποία φιλοδοξούν να μετατρέψουν με τον χρόνο σε θεσμό, έχει ως στόχο τη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τους Έλληνες μάγειρες και τις μαγείρισσες που διακρίνονται στις κουζίνες του κόσμου.
Θα έλεγα ότι γενικά ο κορωνοϊός μας έβαλε ξανά (ή και πρώτη φορά) στην κουζίνα. Ο κόσμος έμεινε σπίτι, βρήκε χρόνο, μπήκε στην κουζίνα με το σύντροφό τους, με τα παιδιά ή μόνος κι αυτό από μόνο του δημιούργησε μια πολύ ωραία συνθήκη η οποία κακά τα ψέματα ήταν πολυτέλεια πριν από την πανδημία.
Το πρώτο pop-up event, λοιπόν, που ετοίμασαν τα ξενοδοχεία στην Κέρκυρα, μας σύστησε μια γυναίκα που στα 60 της χρόνια, και με όσα είχαν γράψει μέσα της τα παιδικά της χρόνια στην Κρήτη, οι χαρές μιας γενναιόδωρης ζωής αλλά και η πολυετής καριέρα στον λονδρέζικο τραπεζικό κόσμο, εγκατέλειψε τα πάντα και δήλωσε συμμετοχή σε ένα τηλεπαιχνίδι.
«Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα μου διέκοψε σχέδια που είχα για σπουδές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έτσι μετακομίσαμε με τη μαμά στην Κρήτη, όπου ο αδερφός της διατηρούσε ένα ξενοδοχείο και εγώ, επειδή μιλούσα τρεις γλώσσες, καθόμουν στη ρεσεψιόν. Εκεί γνώρισα τον Βρετανό σύζυγό μου. Στα 22 μου τον παντρεύτηκα κι έτσι από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκα στη Μεγάλη Βρετανία» θυμάται η Ειρήνη Τζώρτζογλου, που σήμερα μένει τρεισήμισι ώρες μακριά από το Λονδίνο κι απολαμβάνει μια «νέα» ζωή στις κουζίνες.
«Πηγαίνοντας, λοιπόν, στην Αγγλία και καθώς είχαν περάσει έξι μήνες και δεν είχα βρει ακόμα τον προσανατολισμό μου, ένας οικογενειακός φίλος με συμβούλεψε να πάω στο παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας στο Λονδίνο, μια και πάντα αναζητούσαν Έλληνες για στελέχη. Εγώ ούτε να ακούσω δεν ήθελα, αλλά πήγα από ευγένεια για να μη δυσαρεστήσω τον άνθρωπο που σκέφτηκε να μου προτείνει μια δουλειά. Παρά την κακή μου διάθεση, φτάνοντας ο επικεφαλής με ρώτησε: "Θέλετε να σας κάνουμε ένα ελληνικό καφεδάκι;". Άστραψε το μάτι μου! Έτσι με έριξαν και μπήκα στον τραπεζικό χώρο».
Αυτήν τη λάμψη στα μάτια την αναγνωρίζεις και σήμερα στην Ειρήνη Τζώρτζογλου όταν μιλά για τα υλικά που λατρεύει, όπως το ελληνικό μέλι και λάδι ή την ελληνική τρούφα που δεν έχει ακόμα χρησιμοποιήσει, όταν η σάλα τη χειροκροτά κι ο ουρανός γεμίζει στο τέλος του γεύματος βεγγαλικά προς τιμήν της, όταν επιμελώς καταγράφει στο μικρό σημειωματάριο που έχει πάντα μαζί της οποιαδήποτε πληροφορία της δώσεις γύρω από την ελληνική γαστρονομική κουλτούρα και πραγματικότητα, όταν περιγράφει τις προκλήσεις που έζησε στις κουζίνες του δημοφιλούς τηλεοπτικού παιχνιδιού και τις συνταγές στο νικητήριο τελικό γεύμα με το οποίο γοήτευσε τους κριτές John Torode και Gregg Wallace.
Δύο από εκείνα τα υπέροχα πιάτα τα δοκιμάσαμε στο μενού στην Κέρκυρα. «Όντως, στον τελικό είχα φτιάξει ένα ψάρι σαβόρο σαν το μπαρμπούνι που φάγατε και για κυρίως τα αρνίσια παϊδάκια με τον ξινόχοντρο τραχανά. Τότε βέβαια το είχα συνδυάσει με φέτα και όχι γαλοτύρι, γιατί δεν μπορούσα να το βρω στο Λονδίνο. Για φινάλε, το γλυκό ήταν ένας μπακλαβάς από ξηρό σύκο, μαγειρεμένο σε μαυροδάφνη και παγωτό από φύλλο συκιάς. Όταν το έφαγε ο ένας κριτής και μου είπε "νιώθω ότι κάθομαι κάτω από μία συκιά στην Ελλάδα". Αυτή ήταν η απόλυτη επιβράβευση. Το να μπορείς να μεταδώσεις εικόνα, ανάμνηση, συναίσθημα, ταξίδι με μια κουταλιά φαγητό είναι μεγάλο πράγμα» θυμάται η Ειρήνη Τζώρτζογλου.
— Μα πώς από την τραπεζική καριέρα βρεθήκατε στο MasterChef 2019 UK;
Φτάνοντας στα 50 και βλέποντας τη μητέρα μου που είχε μείνει χήρα στα 42 της, είπα στον σύζυγό μου ότι χρωστάμε στον εαυτό μας καλύτερη ποιότητα ζωής. Ζούσαμε μια τρομερά απλή ζωή, χωρίς απαιτήσεις και πολυτέλειες, αλλά σκεφτήκαμε πως αφού είχαμε μια σχετική οικονομική άνεση έπρεπε να αρχίσουμε να ζουμε καλύτερα, να πάμε σε μια εξοχή, να μπορούμε να ταξιδεύουμε στην Ελλάδα. Έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τις δουλειές μας και να ασχοληθούμε ως ελεύθεροι επαγγελματίες με όποιο αντικείμενο μας έκανε κέφι.
— Μέχρι τότε μαγειρεύατε;
Καθόλου. Μέσα στην εβδομάδα με τις ατελείωτες ώρες δουλειάς στην τράπεζα είχα μπει σε πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα, σε ένα ριάλιτι καθημερινότητας: κατέβαινα στον σταθμό του Waterloo, έπαιρνα κάτι από το Marks and Spencer, πήγαινα σπίτι, το ζέσταινα ή το έβαζα στο γκριλ και αυτό ήταν όλο. Όταν βέβαια είχαμε κόσμο στο σπίτι σχεδίαζα τραπέζια με τις μέρες. Και μόνο τότε μαγείρευα και ελληνικά, καθώς συνήθως ήταν και απαίτηση των καλεσμένων.
— Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και με την οντισιόν σας στο MasterChef;
Όντως, οι άνθρωποι οι οποίοι με είδαν πριν με διαλέξουν για να μπω στο παιχνίδι μού ζήτησαν να ετοιμάσω κάτι ελληνικό. Δέχτηκα αμέσως αλλά με έπιασε πανικός. Έπειτα ετοίμασα την εκστρατεία μου: είπα στον άντρα μου ότι πρέπει να αλλάξουμε την κουζίνα μας. Ζήτησα ειδικά εξαρτήματα, χώρο, καταψύκτες, εργαλεία, κουζίνες ειδικές και ο λογαριασμός έφτασε τις 40.000 λίρες.
Άρχισα επίσης να ψάχνω τα ελληνικά προϊόντα που υπάρχουν στη Βρετανία, ήρθα στην Ελλάδα και πήγα στο Funky Gourmet και στη Σπονδή. Ζήτησα από φίλους να μου βρουν ό,τι περιοδικό και βιβλίο υπήρχε για επαγγελματίες σεφ που να αποτυπώνει την ελληνική κουζίνα σήμερα. Γράφτηκα επίσης στο γυμναστήριο για να είμαι fit και να μπορώ για την ηλικία μου να ανταποκριθώ στους ρυθμούς μιας επαγγελματικής κουζίνας. Κατέβηκα στην Κρήτη και άρχισα να δείχνω ενδιαφέρον να θυμηθώ παλιές συνταγές. Ξαναέφτιαξα μουσταλευριά, αναζήτησα μυρωδιές, έψαξα τα χόρτα.
— Αυτή η περιγραφή δείχνει άνθρωπο αποφασισμένο να κερδίσει.
Όχι, μη νομίζετε, δείχνει έναν άνθρωπο που δεν ήθελε να τον πετάξουν έξω από τον πρώτο γύρο. Σήμερα, για παράδειγμα, όλη μέρα σκέφτομαι γιατί δεν μπήκαν τα φυλλαράκια της μέντας χθες στο γλυκό που φάγατε και γιατί ξέχασα μερικές σταγόνες λάδι δεντρολίβανο στο ψάρι.
— Ποιους είχατε απέναντί σας στον τελικό;
Αναμετρήθηκα με άλλες δύο γυναίκες: μία Σκωτσέζα και μία Αγγλοϊσπανίδα αστυνομικό. Παραμένουμε ακόμα φίλες. Στο παιχνίδι ανακάλυψα ότι οι γυναίκες έχουμε πολύ χαμηλότερη αυτοπεποίθηση από τους άνδρες. Ωστόσο, το πιο συγκινητικό είναι τα μηνύματα από ανθρώπους που έπαιρναν τρομερό κουράγιο από την απόφαση μιας 60άρας να πάει σε ένα τηλεπαιχνίδι στο οποίο κυριαρχούν οι νέοι. Αυτή η αίσθηση ότι μπορείς να κινητοποιήσεις έναν άνθρωπο να αναζητήσει το όνειρό του ανεξαρτήτως ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη επιβράβευση του παιχνιδιού.
Είχα, όμως, τέτοιες αναφορές στη ζωή μου. Στο χωριό μας υπήρχε ένας κύριος που μέχρι 100 ετών πήγαινε με το «πι» και μοίραζε τα περιοδικά της εκκλησίας στα σπίτια. Ο παππούς μου εργαζόταν στα μελίσσια του μέχρι τα 85. Όσο κρατιόμαστε ενεργοί και δραστήριοι κρατάμε την υγεία μας και το σώμα μας σε καλό δρόμο. Το θεωρούσα λοιπόν πολύ φυσιολογικό ότι μπορούσα να κάνω δεύτερη καριέρα στα 60.
— Σχεδόν αμέσως μετά τη νίκη σας ήρθε η πανδημία. Πώς επηρέασε ο κορωνοϊός τη σχέση μας με το φαγητό;
Θα έλεγα ότι γενικά ο κορωνοϊός μας έβαλε ξανά (ή και πρώτη φορά) στην κουζίνα. Ο κόσμος έμεινε σπίτι, βρήκε χρόνο, μπήκε στην κουζίνα με το σύντροφό τους, με τα παιδιά ή μόνος κι αυτό από μόνο του δημιούργησε μια πολύ ωραία συνθήκη η οποία κακά τα ψέματα ήταν πολυτέλεια πριν από την πανδημία.
— Και στον τομέα της μαγειρικής;
Νομίζω ότι οι πιο προετοιμασμένοι, έξυπνοι, δραστήριοι μάγειρες ανταποκρίθηκαν άμεσα. Στην Αγγλία πολλοί προσάρμοσαν τα μενού τους και, απλοποιώντας τα, παρουσίασαν ένα είδος recipe box όπου σου έρχονταν στο σπίτι μισελενάτα φαγητά, μισοψημένα, για τα οποία δεν χρειαζόταν να καταβάλεις πολλή προσπάθεια. Στο χωριό που μένουμε έχουμε έναν σεφ με δύο αστέρια Μισελέν που έκανε κάτι αντίστοιχο κι έτσι μπόρεσε –όπως και πολλοί άλλοι– να επιβιώσει και να διατηρήσει το προσωπικό του.
Στην Αγγλία γενικά έχει μεγάλη δυναμική αυτή η τάση. Αμέσως μετά την καραντίνα πολλαπλασιάστηκαν τα recipe boxes. Από τη στιγμή που η μαγειρική μεταφέρθηκε στην οθόνη οι άνθρωποι ένιωσαν ότι μπορούν να εκφράσουν ένα μαγειρικό τους κομμάτι. Έγιναν σεφ. Τα recipe θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα βήμα παραπάνω, καθώς σου προσφέρουν την πρώτη ύλη αλλά και βίντεο με διάσημους σεφ που σου δείχνουν πώς θα εκτελέσεις τη συνταγή στο σπίτι.
Θεωρώ ότι είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία και για την ελληνική κουζίνα να ακολουθήσει αυτή την τάση, καθώς τα πρώτα boxes στην Αγγλία έχουν οργανωθεί γύρω από την ινδική, ταϊλανδέζικη, ιταλική κουζίνα, που είναι εξαιρετικά δημοφιλείς.
— Δικό σας εστιατόριο γιατί δεν έχετε τολμήσει ακόμα;
Νομίζω θα άρεσε πάρα πολύ στους φίλους της περιοχής που ζω, γιατί διαρκώς με ρωτάνε πότε και πού μαγειρεύω για να έρθουν. Δυστυχώς δεν θέλω να είμαι δεσμευμένη με ένα εστιατόριο και καθώς είμαι control freak δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να εμπιστευτώ τα ηνία του εστιατορίου σε κάποιον που δεν είναι Έλληνας για να τρέχει το μαγαζί όσο εγώ θα έρχομαι στην Αθήνα για να ψάξω για υλικά και ιδέες, θα περνάω χρόνο στην Κρήτη, θα μαγειρεύω σε διάφορες πόλεις. Όταν έχεις τη δική σου δουλειά δεν την αφήνεις εύκολα και για μένα αυτή είναι μια παγίδα την οποία αποφεύγω. Προτιμώ στα 63 μου να είμαι ανοιχτή και ψάχνω μονίμως τι μπορώ να χαρίσω στον κόσμο από τη μαγειρική μου παρά να διατηρώ το δικό μου εστιατόριο.
Άλλωστε, αυτό που επιθυμώ είναι η αφοσίωση στην ελληνική κουζίνα. Ξέρετε, γνωρίζω καμιά φορά νέα παιδιά που έχουν τελειώσει σχολές ζαχαροπλαστικής ή μαγειρικής στην Ελλάδα και μου λένε ότι θέλουν να μάθουν να φτιάχνουν την τέλεια κρέμα ναμελάκα (namelaka). Εγώ τους απαντώ: «Μάθε όμως να φτιάχνεις κι ένα ωραίο τσουρέκι, μια σπουδαία ζύμη, προσπάθησε να φέρεις ένα παραδοσιακό προϊόν στο σήμερα. Αυτή είναι η αποθέωση της κουζίνας, αυτό θα είναι πάντα το μέλλον».