Κατά την πρώτη καραντίνα, όταν ακόμα ο εγκλεισμός μάς ήταν κάτι πρωτόγνωρο, τo timeline μας γέμισαν με ψωμιά. Από σεφ και food bloggers μέχρι τους πιο αρχάριους, εκείνοι που τάιζαν καθημερινά το προζύμι τους έγιναν ξαφνικά ολόκληρη διαδικτυακή κοινότητα. Τα ράφια των σούπερ-μάρκετ άδειασαν από άλευρα, τα σπίτια της Αθήνας (και όχι μόνο) μύριζαν φρεσκοψημένο ψωμί και banana bread. Έναν χρόνο μετά, το #quarantinebaking μέχρι τώρα έχει 329.000 δημοσιεύσεις μόνο στο Ιnstagram.
Η στροφή προς αυτά τα χόμπι που μας αποφορτίζουν, απαιτώντας από τα χέρια μας να συνεργαστούν, είναι φανερή εδώ και καιρό. Υπήρξε εποχή που η πόλη προσπαθούσε να μάθει πλέξιμο και βελονάκι. Μετά άρχισε να γνωρίζει τα είδη της μονστέρας και να τα μεταφυτεύει από γλάστρα σε γλάστρα, έπειτα γέμισε τα μαθήματα κεραμικής και όταν πια έκλεισαν όλοι αυτοί οι χώροι και τα μαγαζιά που την προμήθευαν με τα απαραίτητα, άρχισε να μελετά συστατικά και αναλογίες για ζυμώματα.
Υπάρχουν όμως και κάποιες bakers που δεν έπιασαν φουέ και μαρίζ πρώτη φορά στη ζωή τους μόλις εμφανίστηκε αναπάντεχα η πανδημία. Όταν πριν από δέκα χρόνια αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος, η Έρη Καρακούση ανακάλυψε πως υπάρχει έλλειψη και ανάγκη για γλυκά χωρίς ζωικά προϊόντα. Και όχι, δεν έψαχνε τα πιο υγιεινά, ήθελε να απολαύσει pancakes και τάρτες, brownies και cookies, να μπορεί να παραγγείλει δίπατα κέικ με frosting. Ξεκίνησε, λοιπόν, να πειραματίζεται, θέλοντας να ικανοποιήσει κυρίως τη δική της ανάγκη για γλυκό, μια ανάγκη που θεωρεί πολύ σημαντική, όπως λέει.
Ο κόσμος θα ήταν μίζερος χωρίς άρωμα, χρώμα, χωρίς μοίρασμα. Τι θα τρώγαμε για πρωινό; Τι θα συνόδευε τον καφέ μας; Τι θα λιγουρευόμασταν; Ζούμε ήδη αρκετά δυστοπικές μέρες για να φανταστώ τι θα σήμαινε και αυτή η απουσία
Αυτό που την ώθησε, όμως, να ξεκινήσει να μαγειρεύει και να φτιάχνει γλυκά για άλλους ήταν οι φίλοι της, πολλοί απ’ τους οποίους είναι μουσικοί με μπάντες στον χώρο της DIY πανκ αθηναϊκής σκηνής. Έτσι, άρχισε να συνεργάζεται μαζί τους, κάνοντας vegan κέτερινγκ για συγκροτήματα που ερχόντουσαν να παίξουν στην Αθήνα απ’ το εξωτερικό. Και σιγά-σιγά άρχισε να δέχεται παραγγελίες μέσω DM στο Instagram.
Γιατί πιστεύει ότι όλο και περισσότεροι επενδύουν χρόνο στα ψησίματα, έστω και ερασιτεχνικά; «Πέρα απ’ αυτούς που έχουν πάθος με τη μαγειρική και θα αφιέρωναν ούτως ή άλλως κάποια ώρα για να κάνουν σχετικές αναζητήσεις, νομίζω ότι το ίντερνετ και, κυρίως, το Instagram έχει ενισχύσει την τάση του baking. Μπορείς να βρεις σε αυτό αμέτρητες συνταγές για όλα τα γούστα, για κάθε διατροφική συνήθεια, υγιεινές ή junk, εύκολες ή δύσκολες, αναλόγως του τι αναζητά ο καθένας. Η εικόνα βοηθάει, οι συνταγές αυτές προβάλλονται με ωραίες και καλοστημένες εικόνες ή βίντεο που σε κάνουν να θες να δοκιμάσεις να τις φτιάξεις. Επίσης, το σπιτικό έχει άλλη χάρη και αξία, όταν έχεις καταφέρει μόνος σου μια συνταγή, εκτός από τη γεύση, παίρνεις και ικανοποίηση».
Οι περισσότερες προσπάθειες και αλλαγές στις συνταγές που έχει κάνει μέχρι σήμερα η αυτοδίδακτη Έρη προκειμένου να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα είναι κυρίως στις ζύμες, στα (πλέον άψογα) cinnamon rolls της, στα donuts, στο τσουρέκι, στην πεντανόστιμη babka της. «Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει λόγω του ότι δεν έχω παρακολουθήσει κάποια σχολή vegan ζαχαροπλαστικής αλλά και γιατί, έτσι κι αλλιώς, πειραματίζομαι συνέχεια με ό,τι ψήνεται και μου φαίνεται ενδιαφέρον».
Εκείνο που ακούει συχνά και την κολακεύει είναι πως πολλοί είναι εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν πως τα γλυκά της είναι vegan. «Το ακούω κυρίως από άτομα που δεν ακολουθούν αυτόν τον τρόπο ζωής και διατροφής, υποθέτω ότι το λένε γιατί περίμεναν πως θα γευτούν κάτι περίεργο». Σχετικά με το θέμα που θίγει η Έρη και καθώς η προσφορά τους αυξάνεται στην πόλη, αυτό που προσωπικά έχω διαπιστώσει είναι ότι τα vegan γλυκά δεν υστερούν σε τίποτα, ίσα-ίσα, τα καλοφτιαγμένα υπερέχουν πολλές φορές των «κανονικών», που μπορεί να είναι πιο βαριά και λιγωτικά, αλλά τα έχουμε συνηθίσει και επικρατούν στην αγορά.
Η Μαρία Παπαδοπούλου άρχισε να μυείται στον κόσμο του baking όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο. «Όλα ξεκίνησαν από το ότι ήμουν και παραμένω λαίμαργη. Άρχισα, λοιπόν, να κάνω τα δικά μου πειράματα στην κουζίνα. Δοκίμαζα συνταγές για muffins και cookies, μετά έπιασα τα cupcakes και τα layer cakes. Βρήκα τον δικό μου τρόπο χαλάρωσης μέσα από αυτήν τη διαδικασία».
Λίγο αργότερα έγινε όνειρό της να ανοίξει ένα μικρό, φωτεινό καφέ με δόσεις τέχνης στους τοίχους και μια βιτρίνα που θα τη γεμίζει καθημερινά με τα φρεσκοψημένα γλυκά της. «Αυτή η εικόνα είναι τόσο ζωντανή και δυνατή για μένα, που με ώθησε να αλλάξω πορεία πριν από τρία χρόνια και να αφοσιωθώ στη ζαχαροπλαστική, κι ας είχα πάρει το πτυχίο μου ως θεωρητικός τέχνης λίγο πριν. Ένας άνθρωπος που θα ήθελα πάρα πολύ να δοκιμάσει τα γλυκά μου είναι η Christina Tosi, με εμπνέει η σκέψη και η διαδικασία που ακολουθεί για να δημιουργήσει τους γευστικούς συνδυασμούς στα γλυκά της».
Στο Ιnstagram θα τη βρείτε ως nommobakes, σκρολάροντας στο προφίλ της πιστεύω ότι θα σας ανοίξει η όρεξη για pasteis de nata και προζυμένια cinnamon rolls με καραμελωμένα πεκάν, για monkey bread, για red velvet και κέικ με βουτυρόκρεμα. Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν θυμάμαι να φτιάχνει μελομακάρονα με γέμιση ινδοκάρυδο, να τα φωτογραφίζει στο μπαλκόνι της, να εξηγεί πως ήθελε να προσφέρει «μια μπουκιά καλοκαίρι» μέσα σε έναν δύσκολο χειμώνα. «Είμαστε έναν χρόνο περιορισμένοι, χωρίς τις εξόδους και τις διεξόδους που χρειαζόμαστε. Οπότε, για μένα είναι πολύ λογικό να θέλει κάποιος να εκτονωθεί, μπαίνοντας στην κουζίνα. Τα γλυκά και τα ψωμιά διεγείρουν τις αισθήσεις, μας φέρνουν όμορφες αναμνήσεις και μας κάνουν να νιώθουμε θαλπωρή, η δημιουργία τους είναι αναμφίβολα αγχολυτική».
Αν και δεν την έβαλε η καραντίνα να αρχίσει τα ζυμώματα, αυτό που ανακάλυψε κατά τη διάρκειά της, όπως και πολλοί, είναι το προζυμένιο ψωμί. Σε αντίθεση με άλλους, δεν το εγκατέλειψε. «Μπήκε στη ζωή μου τον τελευταίο χρόνο και με συνεπήρε. Θέλει τόση φροντίδα και υπομονή για να βγει σωστό, αλλά, αν σεβαστείς τους ρυθμούς του και ακολουθήσεις τις ενδείξεις που σου δίνει, το αποτέλεσμα θα σε δικαιώσει. Έχει πολλές μεταβλητές, όπως και οτιδήποτε προζυμένιο, μια και είναι φυσικό. Κάθε επαφή με τη ζύμη είναι και ένα μάθημα».
Το ζύμωμα που την έχει δυσκολέψει παραπάνω απ’ όλα είναι των κρουασάν, ακόμα προσπαθεί να τα πετύχει με τον περιορισμένο εξοπλισμό που διαθέτει. «Πάλι καλά που έχω πολύ πείσμα και μου αρέσει να μετατρέπω τα λεφτά μου σε βούτυρο» λέει γελώντας. Κάθε φορά που φτιάχνει μια τούρτα γενεθλίων και τυχαίνει να είναι μπροστά όταν τη σερβίρουν, η Μαρία νιώθει λες και είναι εκείνη που γιορτάζει. «Είναι η καλύτερή μου να βλέπω χαρούμενες φάτσες να με ρωτάνε για το γλυκό, να μου λένε πόσο τους άρεσε ή ότι δεν είναι του γλυκού, αλλά το δικό μου το εξαφάνισαν. Με κάνει να πετάω στα σύννεφα το γεγονός ότι κάτι που κάνω με τόση αγάπη εκτιμάται.
Σε έναν κόσμο δίχως baking, η επίσκεψη στο σούπερ-μάρκετ θα ήταν για εκείνη αφόρητα βαρετή. «Ο κόσμος θα ήταν μίζερος χωρίς άρωμα, χρώμα, χωρίς μοίρασμα. Τι θα τρώγαμε για πρωινό; Τι θα συνόδευε τον καφέ μας; Τι θα λιγουρευόμασταν; Ζούμε ήδη αρκετά δυστοπικές μέρες για να φανταστώ τι θα σήμαινε και αυτή η απουσία».
Η Φιλίππα Νάκα δοκίμασε για πρώτη φορά γκρανόλα στη Νέα Υόρκη, εκεί άρχισε να φτιάχνει τη δική της. «Θυμάμαι να κάνω διάφορες συνταγές με τις φίλες μου από το πανεπιστήμιο, οι οποίες ήταν από διαφορετικές χώρες. Ενώ ψήναμε μαζί, καθεμία έβαζε κι ένα διαφορετικό υλικό από τη χώρα της, που μπορεί να ήταν άγνωστο σε μια άλλη, αυτό προσπαθώ να κάνω μέχρι σήμερα με τις συνταγές μου. Εγώ τους έμαθα το καλό ελαιόλαδο κι εκείνες έμαθαν σ’ εμένα το λάδι καρύδας. Από τότε το baking μου μοιάζει κάθε φορά με ταξίδι».
Μαζί με τις παραγγελίες, το αγαπημένο της σχόλιο που λαμβάνει με DM είναι πως τα προϊόντα του Phil’s Granola δεν έχουν καμία σχέση με του εμπορίου. «Προσπαθώ να συνδυάζω την ευεξία με την απόλαυση, αυτό είναι και η γκρανόλα μου». Τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι βιολογικά, για παράδειγμα η almond vanilla granola της φτιάχνεται με βρώμη, αμύγδαλα, σιρόπι σφενδάμου, λάδι καρύδας, βανίλια Μαδαγασκάρης, κανέλα Κεϋλάνης και ξύσμα πορτοκαλιού. «Νομίζω ότι όσοι επιλέγουν τη γκρανόλα μου είναι εκείνοι που αγαπούν τις γνήσιες και πλούσιες γεύσεις, χωρίς όμως να παραβλέπουν το κομμάτι της υγιεινής διατροφής».
«Αυτήν τη στιγμή δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πιο ιδανικό σκηνικό από το να απολαμβάνουν όλοι την γκρανόλα μου ελεύθερα, δηλαδή να τρώνε πρωινό εκεί όπου θέλουν, με όποιον θέλουν και ονειρεύονται» λέει η Φιλίππα, που πριν από λίγο είχε ανεβάσει μια φωτογραφία της γκρανόλας της, η οποία ταξίδεψε μέχρι το Παρίσι.