Όπως πολύς κόσμος, μπαίνω στην κουζίνα για να διορθώσω τραύματα. Να κλείσει η πόρτα πίσω μου, να είναι αργά και να κοιμούνται όλοι, οι μυρωδιές να είναι παρήγορες, τα υλικά να με υπομένουν αδιαμαρτύρητα, ο ήχος από τα (όποια) βράζοντα καθησυχαστικός.
Εδώ δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι, αδικίες που πρέπει να αποκατασταθούν, εκκρεμότητες που ζητούν τα ρέστα. Υπάρχουν τα χρειώδη και όσα θα γίνουν. Μια φρούδα ελπίδα ότι όλα διορθώνονται. Αφωνία και αυτοσυγκέντρωση. Σιωπή.
Μέχρι που αποφάσισα ότι ως αθάνατη δικαιούμαι όλο τον καρπό δικό μου. Όχι λίγο λίγο στο πιατάκι. Όχι όποτε αποφάσιζαν οι μεγάλοι. Όχι πια τσιγκουνιές. Και μια και δυο, με το που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, και η αυστηρή –εκ Κωνσταντινουπόλεως- γιαγιά αποφάσισε να πεταχτεί στον μανάβη απέναντι, μπήκε σε εφαρμογή το πλάνο με τα ακροβατικά.
Έτσι, όταν προχθές βρήκα τρία κιλά βύσσινο να με περιμένουν για καθάρισμα, πεσκέσι από τη μαμά, ώρα βραδινή, ώρα αναπαύσεως (για τους άλλους) έγινε κι η κουζίνα εμπόλεμη ζώνη, γραμμή περιοριστική, λογαριασμός ληγμένος που γύρευε εδώ και τώρα πληρωμή.
Γιατί στις συνταγές της μαμάς δεν παίζουν ευκολίες και βήματα που μπορείς να κάνεις "skip". Όλα θα γίνουν όπως πρέπει: το ξεκουκούτσιασμα θα γίνει με παραμάνα προσεκτικά, θα έχεις πλύνει καλά όλες τις δαιμονισμένες μπίλιες, θα βράσουν τόσο, με τόση ζάχαρη και τόσο λεμόνι και θα καραμελώσουν έτσι και όχι αλλιώς κι άμα σ' αρέσει.
Αλλού θα μπει το ζουμί με το κονιάκ να στεγνώσει στον ήλιο για να γίνει σέρι κι αλλού θα χωριστούν οι μαρμελάδες από τα σιρόπια για τα παγωτά και τις βυσσινάδες. Όποιος ξέρει για το βύσσινο μόνο να το τρώει, περνάει καλά. Τους υπόλοιπους να ρωτήσετε.
Πόσω μάλλον όταν οι υπόλοιποι –καλή ώρα- κάποτε, ως νήπια είχαν πειστεί ότι το βύσσινο είναι το μυστικό της αθανασίας και παραλίγο να σκοτωθούν –πριν πάνε καν Νηπιαγωγείο- για να το αποκτήσουν. Γι' αυτό και έχουν προσωπικά μαζί του. Προσωπικά και άλυτα.
Εξηγούμαι: μέχρι τα 5 μου, που σημαδεύτηκαν από αυτό το παλιογλυκό, δυο απαγορευμένα υπήρχαν στο σπίτι. Η τηλεόραση και το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς.
Το πρώτο άνοιγε κρυφά για να δω τους ακροβάτες –ναι, τότε η τηλεόραση έπαιζε πολύ τσίρκο, αυθεντικό όχι σαν το σημερινό- το δεύτερο, η σούπερ γυάλα γίγας με τον πολύτιμο μαρμελαδοποιημένο καρπό σηκωνόταν στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας.
Να προσθέσω εδώ ότι σ' εκείνη τη ροζ ηλικία, για κάποιον λόγο είχα πειστεί ότι όλοι είμαστε αθάνατοι. Δεν παθαίνουμε τίποτα. Δεν πεθαίνουμε ποτέ. Είμαστε πυρίμαχοι, αδιάβροχοι κι αλεξικέραυνοι. Η πεποίθηση ενισχυόταν κάθε φορά που με τάιζαν κάτι που μου άρεσε, αν ήταν καταστροφικό για τα δόντια ακόμη καλύτερα, κάθε φορά που περνούσα καλά. Και περνούσα συχνά καλά.
Μέχρι που αποφάσισα ότι ως αθάνατη δικαιούμαι όλο τον καρπό δικό μου. Όχι λίγο λίγο στο πιατάκι. Όχι όποτε αποφάσιζαν οι μεγάλοι. Όχι πια τσιγκουνιές. Και μια και δυο, με το που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, και η αυστηρή –εκ Κωνσταντινουπόλεως- γιαγιά αποφάσισε να πεταχτεί στον μανάβη απέναντι, μπήκε σε εφαρμογή το πλάνο με τα ακροβατικά.
Ιδρώνω για να σύρω το τραπέζι της κουζίνας κοντά στα ράφια. Ιδρώνω για να ανέβω, σέρνοντας μαζί μου ένα σκαμνί. Και μια και δυο, σκαμνί πάνω στο τραπέζι και πάνω στο σκαμνί εγώ, ανεβαίνω και φτάνω ράφι. Ακροβατική τελειότητα.
Το απαγορευμένο είναι πλέον στην προέκταση των χεριών μου. Τεντώνω, γραπώνω, τραβάω προς τα έξω, μόνο που δεν έχω υπολογίσει το βασικό: η γυάλα ζυγίζει περίπου όσο εγώ. Το βάρος της την τραβάει στον φυσικό της προορισμό, το πάτωμα. Μου «κόβει» μόνο να την αφήσω, πριν με γκρεμίσει.
Τον θόρυβο που έκανε, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια, τον θυμάμαι ακόμη. Σαν έκρηξη μικρής χειροβομβίδας που γέμισε τους τοίχους της κουζίνας μεγάλους βυσσινί λεκέδες, μπλάβες βούλες που δεν έφυγαν ποτέ. Ούτε όταν πέθανε η γιαγιά, που εκείνη τη μέρα απέκτησε την πρώτη τούφα λευκά μαλλιά σε ένα αξιοζήλευτο μέχρι τότε μελαχρινό κεφάλι, αντικρίζοντας από τη μία το χάος με τα βύσσινα, από την άλλη εμένα τρομαγμένη να κλαίω γοερά πάνω σε σκαμνί - τραπέζι, σαν γατί που ανέβηκε στα ψηλά, αλλά τώρα περιμένει την πυροσβεστική.
Φυσικά και τις «έφαγα». Και φυσικά, για καιρό –είπαμε, ετών 5, δύσκολα πράγματα- για κάποιο ηλίθιο λόγο πίστευα ότι το βύσσινο είναι η αθανασία που δεν κατάφερα να κλέψω.
Το ωραιότερο το έμαθα προχθές, καθαρίζοντας με τη μάνα μου τα βύσσινα της φετινής σοδειάς (αθανασίας). Λέγοντάς της –γελώντας, εννοείται- για το πάθημά μου, με κοίταξε αυστηρή, ζεματισμένη, εξοργισμένη σχεδόν.
«Εμένα δεν μου το 'πε ποτέ η γιαγιά αυτό! Κι όταν τη ρώτησα πώς έγιναν οι λεκέδες μου είχε πει μια ανοησία!». Συνέχισε να καθαρίζει σιωπηλή, αλλά έξαλλη. «Ε, καλά. Και τι θυμώνεις τώρα;!». «Ήταν ανεύθυνο αυτό που έκανε. Ακούς εκεί! Να σ' αφήσει μόνη σου. Μη μιλάς. Καθάριζε!».
Σ.Σ.1: Για το πάθημα έγραψα για πρώτη φορά σ' ένα προσωπικό blog το 2008. Συνειδητοποιώ ότι ακόμη και τότε πίστευα πολύ στο άφθαρτο κομμάτι μας. Αφελής. Πολύ πολύ αφελής.
Σ.Σ.2: Το βύσσινο θέλει ξάφρισμα. Μην ξεχνιέστε.
σχόλια