Και όμως, όλοι εμείς, ταπεινοί γαστρο-αρθρο-γράφοι, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερς των απανταχού Μέσων, μάγειροι σε τηλεμαγειρέματα, στυλίστες, φωτογράφοι και γενικώς νοστιμολόγοι, αυτό δεν το είχαμε προβλέψει εξ’αρχής. Όλοι μαζί και καθένας χωριστά, το φαγητό της μαμάς το είχαμε κορώνα στο κεφάλι μας, Ευαγγέλιο στη γαστρονομική μας συνείδηση, Εδέμ των γευστικών μας προτιμήσεων και Ιθάκη των γευστικών μας αναζητήσεων. Στο μουσακά της μαμάς κάναμε την προσευχή μας κάθε που επιστρέφαμε απογοητευμένοι από κάποιον άλλα αντ’άλλα πειραματισμό της δημιουργικής κουζίνας και δεν ξέρω κανέναν chef- ριζοσπάστη της νέας ελληνικότητας που να μην δηλώνει ερωτευμένος με τη φακή και τα γεμιστά που τον μεγάλωσαν.
Στο βάθος-κήπος, κάποια μεγάλη παρεξήγηση έχει κατσικωθεί ανάμεσα σε όλους εμάς και την παραδοσιακή ελληνίδα μαγείρισσα. Κάτι δεν καταλάβαμε εμείς αλλά κι εκείνη από την πλευρά της. Όταν δημοσιεύαμε την εκατοστή συνταγή για αποδομημένο κριθαρότο ή όταν μαγειρεύαμε μπροστά στις κάμερες τη νιοστή εκδοχή μιας ρεβυθάδας με αρμπαρόριζα και καραμελλωμένο πορτοκάλι, δεν ήταν επειδή δεν μας άρεσε η δωρική ρεβυθάδα της Σίφνου ούτε επειδή θέλαμε η κάθε μάνα να ξεχάσει πώς έκανε μέχρι τώρα ένα κοκκινιστό με κριθαράκι.
Τη δική της κουζίνα την θέλαμε απείραχτη, τη θέλαμε όπως την έκανε και η προγιαγιά της, τη θέλαμε όπως τη μάθαμε, τη θέλαμε κλασική, να μαγειρεύει το παστίτσιο όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Κι αυτό το θεωρήσαμε δεδομένο. Και ξεχάσαμε να της το πούμε. Ξεχάσαμε να τη μαλώσουμε, να καθίσει στ’αβγά της δικής της πολύτιμης γνώσης και να μην ενδώσει στις Σειρήνες των νεοτερισμών και των πειραματισμών. Ξεχάσαμε να τη διαβεβαιώσουμε πόσο νόστιμη είναι και πώς ακριβώς να παρακολουθεί στην tv τα τηλεμαγειρέματα: σαν απλησίαστα φουστάνια του Ντιόρ, που δεν αντέχει να αγοράσει η σύνταξή της αλλά που δεν τα’χει κιόλας ανάγκη γιατί αυτή διαθέτει τη δική της, αρχέγονη αρχοντιά.
Κι έτσι η μητέρα, ανεξέλεγχτη, έχασε τελικά τον έλεγχο και μεις το φαγητό που μας είχαν (καλο)μάθει τα χεράκια της. Για να νοιώσει πιο μοντέρνα; Επειδή κι αυτή βαρέθηκε μια ζωή το ίδιο λεμονάτο; Επειδή την πλάνεψαν τα μάτια του Λουκάκου και τα τατού του Σκαρμπούτσου; Βάλε γύρευε και σημασία δεν έχει. Στο δια ταύτα, χιλιάδες πεινασμένα για γαστρο-στοργή αυτής της χώρας, κάθε που επιστρέφουμε στο πατρικό βιώνοντας προκαταβολικά την ηδονή ενός ντολμαδακίου, τρώμε στο πιάτο τη σφαλιάρα των πιο σουρεαλιστικών μαγειρικών πειραμάτων. Κι αν σου ξεφύγει το «γιατί ρε μάνα φύλλα χρυσού στο ντολμαδάκι;;;;» θα σου απαντήσει «γιατί έτσι το έδειξε ο Λαζάρου».
Η μια ανακαλύπτει το κουκουνάρι-που κάποιος της το έδειξε με φειδώ σε μια σαλάτα - αλλά εκείνη πλέον το βάζει σε μεγατόνους παντού, η άλλη μεταφράζει τη γαλλική τάρτα με δικά της λόγια, κόβοντας τα υλικά σε μέγεθος γατοκέφαλου με σκοπό μόνο και μόνο να τα στεγνώσει στο φούρνο, η παράλλη παραφράζει το κινέζικο ως ελληνική σούπα με ψιλοκομμένα ο,τιδήποτε στην κατσαρόλα και όχι στο γουόκ (που δεν έχει).
Όλες δε, κάπου το είδανε, στην Ελενίτσα, στο Βασίλη, στην Ελένη, στη Ντίνα, στη Βέφα, στον ύπνο ή στον ξύπνιο τους αλλά δεν το κάνανε κι όπως του το δίδαξαν: δεν πρόλαβαν να γράψουν τα υλικά, χτύπησε το τηλέφωνο και έχασαν την εκτέλεση, αυτές ξέρουν καλύτερα και το παραποίησαν κατά την άποψή τους, άλλαξαν τα υλικά γιατί ήταν παράξενα και δεν συγκράτησαν το όνομα, δεν ξέρουν πού πουλάνε τζίντζερ και είπαν να βάλουν ρίγανη και γενικώς η μητρική κουζίνα υποφέρει τα πάνδεινα μιας κακοχωνεμένης γνώσης στα όρια της πιο άνοστης αρπαχτής.
Τραβεστί πιάτα σερβίρονται με καμάρι, κατά προτίμηση σε οικογενειακά μαζώματα, τότε που η μανούλα θέλει να «μπει» στο μάτι της συμπεθέρας που περιφρονεί τους νέους καιρούς και τις μόδες της κατσαρόλας, περήφανη που νίκησε το χρόνο της παράδοσης για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας αλλά με τους δικούς της όρους: της ξεροκέφαλης μαθήτριας, που ασκεί την πιο αυστηρή λογοκρισία στα λόγια του δασκάλου: ο Λουκάκος έφτιαξε τον μουσακά με μανιτάρια αλλά αυτή δεν τρώει μανιτάρια άρα θα τον φτιάξει με αντίδια και στις φίλες θα εμφανίσει τον μουσακά ως Λουκακική δημιουργία «πειραγμένη» από τη δική της επιλεκτικότητα, έτσι, για να’ναι μοντέρνα αλλά να τη «βγει» και στο Λουκάκο. Κι εσύ, το παιδί της, νοιώθεις λίγο σαν το πεινασμένο μωρό που του παίρνουν το γάλα από το στόμα. Με πανικό τρομάζεις τη στιγμή που δεν θα ξαναφτιάξει πια κλασικά τα γεμιστά της αλλά θα τα παραγεμίσει με όλο το αρωματικό μποστάνι του Δρίσκα, που θα σου στερήσει τη γεύση της, πολύτιμη όσο η αγκαλιά της.
Μανούλες συγνώμην αλλά όταν λέμε ότι η ελληνική κουζίνα πρέπει να περάσει στην επόμενη φάση της, δεν εννοούμε από τα δικά σας χεράκια, μην μπαίνετε στον κόπο!
σχόλια