ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Mαμάδες συγγνώμην! Από την Ελένη Ψυχούλη

Mαμάδες συγγνώμην! Από την Ελένη Ψυχούλη Facebook Twitter
7

Και όμως, όλοι εμείς, ταπεινοί γαστρο-αρθρο-γράφοι, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερς των απανταχού Μέσων, μάγειροι σε  τηλεμαγειρέματα, στυλίστες, φωτογράφοι και γενικώς νοστιμολόγοι, αυτό δεν το είχαμε προβλέψει εξ’αρχής. Όλοι μαζί και καθένας χωριστά, το φαγητό της μαμάς το είχαμε κορώνα στο κεφάλι μας, Ευαγγέλιο στη γαστρονομική μας συνείδηση, Εδέμ των γευστικών μας προτιμήσεων και Ιθάκη των γευστικών μας αναζητήσεων. Στο μουσακά της μαμάς κάναμε την προσευχή μας κάθε που επιστρέφαμε απογοητευμένοι από κάποιον άλλα αντ’άλλα πειραματισμό της δημιουργικής κουζίνας και δεν ξέρω κανέναν chef- ριζοσπάστη της νέας ελληνικότητας που να μην δηλώνει ερωτευμένος με τη φακή και τα γεμιστά που τον μεγάλωσαν.

Στο βάθος-κήπος, κάποια μεγάλη παρεξήγηση έχει κατσικωθεί ανάμεσα σε όλους εμάς και την παραδοσιακή ελληνίδα μαγείρισσα. Κάτι δεν καταλάβαμε εμείς αλλά κι εκείνη από την πλευρά της. Όταν δημοσιεύαμε την εκατοστή συνταγή για αποδομημένο κριθαρότο ή όταν μαγειρεύαμε μπροστά στις κάμερες τη νιοστή εκδοχή μιας ρεβυθάδας με αρμπαρόριζα και καραμελλωμένο πορτοκάλι, δεν ήταν επειδή δεν μας άρεσε η δωρική ρεβυθάδα της Σίφνου ούτε επειδή θέλαμε η κάθε μάνα να ξεχάσει πώς έκανε μέχρι τώρα ένα κοκκινιστό με κριθαράκι.

Τη δική της κουζίνα την θέλαμε απείραχτη, τη θέλαμε όπως την έκανε και η προγιαγιά της, τη θέλαμε όπως τη μάθαμε, τη θέλαμε κλασική, να μαγειρεύει το παστίτσιο όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Κι αυτό το θεωρήσαμε δεδομένο. Και ξεχάσαμε να της το πούμε. Ξεχάσαμε να τη μαλώσουμε, να καθίσει στ’αβγά της δικής της πολύτιμης γνώσης και να μην ενδώσει στις Σειρήνες των νεοτερισμών και των πειραματισμών. Ξεχάσαμε να τη διαβεβαιώσουμε πόσο νόστιμη είναι και πώς ακριβώς να παρακολουθεί στην tv τα τηλεμαγειρέματα: σαν απλησίαστα φουστάνια του Ντιόρ, που δεν αντέχει να αγοράσει η σύνταξή της αλλά που δεν τα’χει κιόλας ανάγκη γιατί αυτή διαθέτει τη δική της, αρχέγονη αρχοντιά.

Κι έτσι η μητέρα, ανεξέλεγχτη, έχασε τελικά τον έλεγχο και μεις το φαγητό που μας είχαν (καλο)μάθει τα χεράκια της. Για να νοιώσει πιο μοντέρνα; Επειδή κι αυτή βαρέθηκε μια ζωή το ίδιο λεμονάτο; Επειδή την πλάνεψαν τα μάτια του Λουκάκου και τα τατού του Σκαρμπούτσου; Βάλε γύρευε και σημασία δεν έχει. Στο δια ταύτα, χιλιάδες πεινασμένα για γαστρο-στοργή αυτής της χώρας, κάθε που επιστρέφουμε στο πατρικό βιώνοντας προκαταβολικά την ηδονή ενός ντολμαδακίου, τρώμε στο πιάτο τη σφαλιάρα των πιο σουρεαλιστικών μαγειρικών πειραμάτων. Κι αν σου ξεφύγει το «γιατί ρε μάνα φύλλα χρυσού στο ντολμαδάκι;;;;» θα σου απαντήσει «γιατί έτσι το έδειξε ο Λαζάρου».

Η μια ανακαλύπτει το κουκουνάρι-που κάποιος της το έδειξε με φειδώ σε μια σαλάτα - αλλά εκείνη πλέον το βάζει σε μεγατόνους παντού, η άλλη μεταφράζει τη γαλλική τάρτα με δικά της λόγια, κόβοντας τα υλικά σε μέγεθος γατοκέφαλου με σκοπό μόνο και μόνο να τα στεγνώσει στο φούρνο, η παράλλη παραφράζει το κινέζικο ως ελληνική σούπα με ψιλοκομμένα ο,τιδήποτε στην κατσαρόλα και όχι στο γουόκ (που δεν έχει).

 

Όλες δε, κάπου το είδανε, στην Ελενίτσα, στο Βασίλη, στην Ελένη, στη Ντίνα, στη Βέφα, στον ύπνο ή στον ξύπνιο τους αλλά δεν το κάνανε κι όπως του το δίδαξαν: δεν πρόλαβαν να γράψουν τα υλικά, χτύπησε το τηλέφωνο και έχασαν την εκτέλεση, αυτές ξέρουν καλύτερα και το παραποίησαν κατά την άποψή τους, άλλαξαν τα υλικά γιατί ήταν παράξενα και δεν συγκράτησαν το όνομα, δεν ξέρουν πού πουλάνε τζίντζερ και είπαν να βάλουν ρίγανη και γενικώς η μητρική κουζίνα υποφέρει τα πάνδεινα μιας κακοχωνεμένης γνώσης στα όρια της πιο άνοστης αρπαχτής.

 

Τραβεστί πιάτα σερβίρονται με καμάρι, κατά προτίμηση σε οικογενειακά μαζώματα, τότε που η μανούλα θέλει να «μπει» στο μάτι της συμπεθέρας που περιφρονεί τους νέους καιρούς και τις μόδες της κατσαρόλας, περήφανη που νίκησε το χρόνο της παράδοσης για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας αλλά με τους δικούς της όρους: της ξεροκέφαλης μαθήτριας, που ασκεί την πιο αυστηρή λογοκρισία στα λόγια του δασκάλου: ο Λουκάκος έφτιαξε τον μουσακά με μανιτάρια αλλά αυτή δεν τρώει μανιτάρια άρα θα τον φτιάξει με αντίδια και στις φίλες θα εμφανίσει τον μουσακά ως Λουκακική δημιουργία «πειραγμένη» από τη δική της επιλεκτικότητα, έτσι, για να’ναι μοντέρνα αλλά να τη «βγει» και στο Λουκάκο. Κι εσύ, το παιδί της, νοιώθεις λίγο σαν το πεινασμένο μωρό που του παίρνουν το γάλα από το στόμα. Με πανικό τρομάζεις τη στιγμή που δεν θα ξαναφτιάξει πια κλασικά τα γεμιστά της αλλά θα τα παραγεμίσει με όλο το αρωματικό μποστάνι του Δρίσκα, που θα σου στερήσει τη γεύση της, πολύτιμη όσο η αγκαλιά της.

Μανούλες συγνώμην αλλά όταν λέμε ότι η ελληνική κουζίνα πρέπει να περάσει στην επόμενη φάση της, δεν εννοούμε από τα δικά σας χεράκια, μην μπαίνετε στον κόπο!

Γεύση
7

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Osteria Mamma 

Γεύση / Ένα νέο ιταλικό σερβίρει πιάτα που περιέχουν άγνωστες στην Αθήνα λέξεις

Θέλοντας να τιμήσει μια επιθυμία της μητέρας της, έπειτα από πολλά ταξίδια και γεύματα σε διαφορετικές ιταλικές πόλεις, η Ελένη Σαράντη ετοιμάζει στο Osteria Mamma πιάτα με μπόλικη comfort νοστιμιά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα γλυκά των φετινών Χριστουγέννων 

Γεύση / Όλα τα νέα χριστουγεννιάτικα γλυκά σε μία λίστα

Τετράγωνοι κουραμπιέδες, κρητική αλλά και γαλλική βασιλόπιτα, πολλά προζυμένια πανετόνε: Σε αυτή τη λίστα δεν θα βρείτε τα κλασικά γλυκά της Αθήνας -τα ξέρετε ήδη- αλλά όλες τις φρέσκες ιδέες των τριτοκυματικών φούρνων και των πιο δημιουργικών ζαχαροπλαστών.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT

σχόλια

5 σχόλια
Κυρία Ψυχούλη σας αγαπώ. Μια και μου δίνεται η ευκαιρία να σας πω ότι το τελευταίο σας βιβλίο είναι καταπληκτικό. Είστε η έμπνευσή μου στην κουζίνα!!!!!!
Μου ηρθε στο μυαλο το επεισοδιο στο ΡΕΤΙΡΕ που η γιαγια Σοφια, επειτα απο παροτρυνση της εγγονης Ειρηνης (που μολις ειχε διαβασει κατι για υγιεινη διατροφη), φτιαχνει στην Κατερινα και τον Χρηστο πιτα απο τσουκνιδες!Ποσο μπροστα αυτη η σειρα... ΜΑ ΠΟΣΟ ΜΠΡΟΣΤΑ!(τι τι τι-ρι τι-ρι.... φρρρρρρρρρ)
Χαχα, αλήθεια; Εμένα πάντως η γιαγιά μου φτιάχνει τσουκνιδόπιτα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Οπότε ή η γιαγιά μου ξέρει από γκουρμέ ή ο Δαλιανίδης δεν έχει χαμπάρι από κουζίνα!
Η το άλλο (ίδιο σκηνικό) με τη Κατερίνα να τρώει σούπα από "αυτιά γάτας" (τα μανιτάρια)Τη Κατερίνα Σοφιανού με ενα κουτάλι πάνω από το πιάτο στη ξυλινη ροτόντα με το φρικτό τραπεζομάντηλο και τις μπλε χαρτοπετσέτες έπρεπε να βάζατε φωτογραφία
Παιδιά δεν ξέρω για σας αλλά η δική μου μάνα τα φαγητά τα κάνει όπως τα ξέρει. Και όποτε βλέπει αυτές τις εκπομπές κουνάει το κεφάλι της με απορία και μου λέει: Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά παιδάκι μου (Ευτυχώς...)
Ε αυτό θα πει παράνοια! Από τη μία μας πρήξατε με τις εκατοντάδες εκπομπές μαγειρικής και μάθατε σε όλους μας το φινόκιο, το γκασπάτσο και το τζίντζερ και από την άλλη μας τη λέτε κι από πάνω γιατί δεν αποτελούμε το πρότυπο της παλιάς, καλής, φολκλόρ Ελληνίδας μαμάς-μαγείρισσας! Δηλαδή τι θέλετε; Να είστε εσείς οι 5-6 μάγειροι που θα συγχαίρεστε μεταξύ σας για τους νεωτερισμούς σας ενώ εμείς οι κοινοί θνητοί θα σας θαυμάζουμε λες και είστε οι γκουρού της κουζίνας;
Πολύ όμορφο το αρθρο σου αγαπητή Ελένη και πολύ αληθινό. Ξαφνικά όλες οι ελληνίδες μαγείρισες αρχισαν τα κινεζικα και τα σουσι (όπου να΄ναι και τα κάρυ) και τα ενσωμάτωσαν ως υλικά και αρώματα και στις κλασικές συνταγές τους. Θυμάμαι τη μανούλα μου, ίσως και λόγω των θεραπειών, ίσως και λόγω της Βέφας (αμφοτερες με τις ίδιες ευεργετικές και καταστροφικές συνεπειες) τα τελευταία χρόνια άρχισε τις παραλλαγες στις συνταγές της, που παρέμεναν υπέροχες, αλλά όπως λες κι εσύ έχανε την κλασική αξία της όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας.Δυστυχώς μετά το χαμό της, ο πατέρας μου σε μια κρίση θλίψης πέταξε όλα τα κιταπια και τις σημειώσεις της (ανεξήγητο) λες και έφταιγε η μαγειρική για την κατάληξη της. Έτσι χάθηκαν συνταγές για γεμιστή σπλήνα (που να την βρεις κιολας σήμερα), για χαλβά της Ρήνας, φλογέρες, ανώμαλα και ένα σωρό άλλες δοκιμασμένες στο χρόνο συνταγές. Ευτυχώς έμαθα κοντά της να μαγειρεύω κάποιες απο τις αγαπημένες μου μαμαδίστικες δημιουργίες.