Ο Άρης Βεζενές τα έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του στην εστίαση αυτής της πόλης: δημιουργεί τάσεις, κάθε του concept στέφεται με επιτυχία και, κυρίως, ξέρει πώς να προσφέρει βαθιά νοστιμιά, είτε αυτό που φτιάχνει είναι το κατά πολλούς –είμαι ανάμεσα σε αυτούς– καλύτερο μπέργκερ της Αθήνας στο Ekiben είτε βγάζει χτένια capesante από τον φούρνο για τα Sunday Roast που στήνονται στο Vezené.
Αυτό το φθινόπωρο έχει όλα τα φώτα στραμμένα πάνω του, είναι σίγουρα η σεζόν του. Μόλις άνοιξε μια νέα σάλα στη Σκούφου προκειμένου να μπορούν περισσότεροι να απολαμβάνουν ταυτόχρονα όσα προσφέρει το Ekiben, το κορυφαίο γευστικά street food concept του που ξεκίνησε με έμπνευση από την παράδοση των bento boxes, των γρήγορων γευμάτων που άνθησαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Ιαπωνίας κατά τον 19ο αιώνα, επεκτείνεται και μεγαλώνει.
Τις επόμενες μέρες ετοιμάζεται να παρουσιάσει το Birdman records, ένα δισκοπωλείο που θα λειτουργεί ως η άτυπη είσοδος στο Ekiben, θα φιλοξενεί λάιβ, ενώ θα κυκλοφορεί και τα δικά του EP. Σύντομα περιμένουμε να δούμε πώς θα μοιάζει και το Koumkan, το πολλά υποσχόμενο νέο μπαρ του Semiramis, στο οποίο ο ίδιος είναι creative director και ίσως αλλάξει την άποψή μας για το πώς πίνουμε και βγαίνουμε στα αθηναϊκά ξενοδοχεία. Και στις αρχές αυτής της εβδομάδας, στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, σε συνεργασία με τον Λέλο Γεωργόπουλο και τον Σωκράτη Τούλια, άρχισε να υποδέχεται κόσμο σε μία από τις πολυαναμενόμενες αφίξεις της σεζόν. «Πώς ήταν το μανάρι, καλό;» – αυτή η ερώτηση παίζει πολύ στα πηγαδάκια όσων σπεύδουν να τσεκάρουν ό,τι νέο και πολλά υποσχόμενο εμφανίζεται.
To Manari έχει πολλούς λόγους για να συζητιέται. Φέρνει downtown κάτι για το οποίο συνήθως οργανώνουμε ολόκληρη εκδρομή· μπορεί να μας βγάλει ο δρόμος μέχρι τα Βίλια, τη Μάνδρα, τη Χασιά, το Κορωπί, τα Σπάτα, τα Καλύβια για να δοκιμάσουμε παϊδάκια που μας τα πρότειναν.
To Manari, λοιπόν, έχει πολλούς λόγους για να συζητιέται. Φέρνει downtown κάτι για το οποίο συνήθως οργανώνουμε ολόκληρη εκδρομή· μπορεί να μας βγάλει ο δρόμος μέχρι τα Βίλια, τη Μάνδρα, τη Χασιά, το Κορωπί, τα Σπάτα, τα Καλύβια για να δοκιμάσουμε παϊδάκια που μας τα πρότειναν. Η νέα «παϊδακοταβέρνα» της Αθήνας δεν λειτουργεί σε έναν χώρο όπου θα περιμέναμε ένα τέτοιο μαγαζί.
Έχει στήσει τη σάλα της, την ανοιχτή της κουζίνα και την αυλή της σε ένα κτίριο της πλατείας Αγίων Θεοδώρων στο Μέγαρο Παπαθανασίου που χρονολογείται από το 1936 και ανήκε στον πατέρα του γνωστού διεθνώς Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου ή πιο απλά Vangelis.
Η στοά αυτού του δείγματος του αθηναϊκού μοντερνισμού ανήκει πλέον στο Manari που έχει κάτι πολύ catchy στο στήσιμό του: έχει και κοσμοπολίτικο αέρα και πολλά φολκλόρ στοιχεία, θα μπορούσε να είναι και ένα ιταλικό στο Παρίσι, την ίδια στιγμή που οι φωτογραφίες της Ιωάννας Τζετζούμη που απλώνονται στους τοίχους, ένας κεντητός πίνακας, κεραμικά τσολιαδάκια και ένα λιβανιστήρι στον χώρο μάς γυρνάνε στο παρελθόν.
Catchy είναι και το όνομά του. «Νονά» του είναι η σύζυγος του Άρη Βεζενέ και η ιδέα ήρθε από τον βοσκό παππού της στην Εύβοια που όλοι και όλα για εκείνον είναι μανάρια. «Μανάρι θα πει το εγγόνι του, μανάρι και τα ζώα του». Έχει πλάκα το όνομα, έχει και κάτι το χαλαρό, όπως χαλαρό είναι το όλο εγχείρημα, παρά τις προσεγμένες του λεπτομέρειες.
Τα τραπέζια στρώνονται με λευκά τραπεζομάντιλα, αλλά από πάνω μπαίνει ένα πάνινο, πιο «ταβερνέ», για να το κατεβάσει, μόνο το καλτ πιαστράκι λείπει – αλλά έρχεται, το έχουν παραγγείλει. Τα ποτήρια του κρασιού είναι χαμηλά, αλλά Riedel. «Είναι πέντε πράγματα που θέλεις να δεις να αλλάζουν σε μια ταβέρνα σήμερα, όπως το πού πίνεις το κρασί σου».
Το ένα από τα δύο μεγάλα δωμάτια της στοάς είναι μια κουζίνα με έναν ενιαίο πάγκο όπου μπορούμε να καθίσουμε και να παρακολουθήσουμε τα ψησίματα πάνω στη θράκα. «Θέλουμε να αναδείξουμε το πώς τρώει η Ελλάδα κρέας. Στο δικό μου το μυαλό, λοιπόν, η επιτομή της ελληνικής κρεατοφαγίας είναι το πολύ λεπτοκομμένο παϊδάκι. Και σε αυτόν τον πάγκο, πέρα από αυτά που θα παραγγείλεις, μπορεί να τσιμπήσεις και από ένα-δυο μπινελίκια που θα προκύπτουν εκείνη την ώρα».
Κατά τον Άρη Βεζενέ, η παϊδακοταβέρνα είναι ένα κάπως παραγνωρισμένο εθνικό προϊόν, «οι ξένοι, όταν ακούνε Ελλάδα, σκέφτονται ήλιο, παραλία και λιαστό χταπόδι, τη στιγμή που στα περισσότερα νησιά τρώνε κατσίκι». Όπως και σε όλα τα άλλα του εστιατορικά concepts, ο Άρης Βεζενές μένει πιστός στη φιλοσοφία του. Κάνει και εδώ ολιστική διαχείριση του κρέατος, αγοράζει και εκμεταλλεύεται ολόκληρα τα αρνιά, τα κατσίκια και τα μοσχάρια, δεν πετάει τίποτα. Αν και μας έχει συνηθίσει να κινείται σε πιο japanese μονοπάτια τα τελευταία χρόνια, οι τεχνικές, οι συνταγές, η πρώτη ύλη, όλα αυτήν τη φορά είναι ντόπια – τη μια εβδομάδα μπορεί να έχει κρέατα από τη Βόνιτσα, την άλλη από τη Λήμνο, την παράλλη από την Άρτα.
Δεν το έβαλε σκοπό να δημιουργήσει τίποτα το καινούργιο, τίποτα το προχώ, «πέρα από ένα μέρος-φόρο τιμής σε όλα εκείνα τα καλά μαγαζιά που προϋπήρχαν αυτού. Θέλω αυτή η ταβέρνα να είναι ότι το St. John για τους Άγγλους, μια ωδή σε μια nose to tail ελληνική κρεατοφαγία που όμως θα είναι προσιτή και δεν θα έχει τίποτα το εξεζητημένο. Δεν θα έχει εκπλήξεις, δεν πάμε να επανεφεύρουμε κάτι, δεν έχει ανάγκη ο κόσμος να του δείξω εγώ πώς γίνεται το παϊδάκι – πιο πολύ με αυτό εγχείρημα έρχομαι να τιμήσω μια κουλτούρα και ένα είδος μαγαζιού που εμένα μου αρέσει να πηγαίνω και με εκφράζει ως πελάτη. Το set up υπάρχει εδώ και χρόνια και όσοι έρθουν εδώ θα κρίνουν αν το αποτύπωσα σωστά ή όχι».
Το φαγητό του είναι πράγματι απλό, γνώριμο, απόλυτα comfort. Mε τα αρνίσια παϊδάκια και αυτά από πρόβατο και κοτόπουλο να πρωταγωνιστούν, όλα τα γύρω γύρω είναι αυτά που καταναλώνουμε στις ταβέρνες-στέκια μας, δοσμένα στην καλύτερη εκδοχή τους. Βάζει το ψωμί στα κάρβουνα με λάδι και ρίγανη, έχει άγρια χόρτα εποχής, αμπελοφάσουλα με ασπρομύτικα φασόλια, ντομάτα ροδέλα στα ζουμιά της με κρίταμο και ελιά τσακιστή για σαλάτα. Η τυροκαυτερή του είναι δυνατή, τα αρνίσια νεφράκια με θρούμπι είναι μεζές που πρέπει να ζήτησετε, όπως και το συκώτι του σε ξίδι ντομάτας και ελαιόλαδο.
Θα κάνει πίτα ημέρας και μαγειρευτό ημέρας – εγώ πέτυχα παστίτσιο, ήταν κλασικό και άψογο. Οι μερίδες στο Manari είναι πληθωρικές, οπότε η ορφανή μακαρονάδα που βράζει σε ζωμό από κόκαλα και θα διαβάσετε πως είναι για δύο άτομα είναι στ' αλήθεια για τρία, αν έχετε και κάτι άλλο στο τραπέζι – να τη ζητήσετε σίγουρα. Όσο ο καιρός κρυώνει, θα βρίσκουμε σούπες τις καθημερινές και σούβλες τις Κυριακές.
Αν και βρίσκεται τόσο downtown, σε μια πολύ τουριστική πλέον πιάτσα, το Μanari έχει ένα μεγάλο ατού: είναι προσιτό. Aν δύο άτομα πάρετε ένα κιλό παϊδάκια κοτόπουλο, μία σαλάτα και ένα ποτήρι κρασί θα δώσετε από 15 έως 20 ευρώ το άτομο. Είναι εκεί για να τρώμε συνέχεια, όχι για να δούμε τι κάνει μια -δυο φορές και να μην επιστρέψουμε εύκολα.
Πλ. Αγίων Θεοδώρων 3, 215 2153804