Μελιτζάνες ξεροψητές/Η θεία Συμέλα έχει (σχεδόν) πάντα δίκιο
Παρασκευή με ζέστη και αποπνικτική υγρασία στην ερωτική Θεσσαλονίκη και αυτή την εβδομάδα. Ο Τσέλιος, σε ένα τριτοκοσμικό και χωρίς κλιματισμό λεωφορείο κατεβαίνει στο κέντρο, στην καινούρια του δουλειά. Μάγειρας σε κουζίνα πραγματικού εστιατορίου!
«Λες να είχε δίκιο η θεία μου η Συμέλα που με λέγε να μην αφήσω την σίγουρη θέση του μυστικού εισπράκτορα στον ΟΑΣΘ;» σκεφτόταν ο Τσέλιος. «Η θεία η Συμέλα έχει συνήθως δίκιο -αυτή δεν με είχε πει να μαζεύουμε αγριόχορτα και να τα πουλάμε, τον είδες τον άλλον που έβαλε προχθές ο Mhulοt. Αυτόν που μαζεύει χόρτα και τα πουλάει μια χαρά την έφτιαξε την δουλειά ο χαμουτζής... Αμ, την άλλη την ιδέα που είχε η θεία μου η Συμέλα με τα σαλιγκάρια; Τώρα άμα την άκουγα και είχα και ένα κεφάλαιο 80.000 ευρώ(που να τα βρω ρε θεία?) ή είχα ενταχθεί σ αυτά τα ΕΣΠΑ-ΜΕΣΠΑ πως τα λένε, που δίνουν κοινοτικά κονδύλια, δεν θα είχα ανάγκη κανέναν, θα ήμουν ο άρχων των σαλιγκαριών και δεν θα έτρεχα μεσημεριάτικα να μαγειρεύω σε καυτές κουζίνες με 40 βαθμούς Κελσίου, τουλάχιστον κινούμενος με τα πόδια περνάω από ωραίες γειτονιές», σκέφτηκε ο Τσέλιος βλέποντας σε έναν τοίχο το γκράφιτι της Bjork.
Μεσημέρι, η ώρα μία στην κουζίνα του Estrella στην Παύλου Μελά 48 επικρατεί αναβρασμός. Ξεκινάει η προετοιμασία για μία δύσκολη Παρασκευή, όπως όλες άλλωστε. Όλοι κυλούν ομαλά, μόνος μέσα στην κουζίνα με μοναδική παρέα τα μαχαίρια μου και διάφορα νεκρά ζώα, όπως κοτόπουλα σε κομμάτια και τα μέρη ενός χοιρινού που αν ήταν ζωντανό όχι -δεν θα έτρεχε σε ένα όμορφο λιβάδι.
Κάπου ανάμεσα στις 3 με 5 το μεσημέρι έρχονται οι πρώτες παραγγελίες που σε βγάζουν από την νωχελική σου ηρεμία, να τεμαχίζεις διάφορα πράγματα, και σου υπενθυμίζουν ό,τι και εσύ μπορείς να γίνεις για λίγο «δημιουργός» κάτι σαν μικρός θεός αλλά σε έναν χώρο με τηγάνια, κατσαρόλες και υψηλές θερμοκρασίες.
Στις πεντέμιση έρχονται μερικοί φίλοι και κάθονται στο μπαρ. Α! ξέχασα να σας πω ότι η κουζίνα είναι ανοικτή και έχω επαφή με τους πελάτες- τους ετοιμάζω λοιπόν κάτι για να συνοδεύσουν την μπύρα τους, βγαίνω να τους χαιρετήσω και να κάνω μαζί τους ένα τσιγάρο.
Μπαίνω πάλι στην κουζίνα για να κάνω την προετοιμασία μου για το βράδυ. Τελευταία μου δουλειά είναι να φτιάξω μια περίπλοκη παραδοσιακή συνταγή από τα Σέρρας τις ξεροψητές μελιτζάνες που ο αστικός μύθος λέει ότι έδειξε η γιαγιά του στον Κοπαράνη, αλλά ο Κοπαράνης λείπει σήμερα και δεν μου έχει αφήσει το τηλέφωνο της γιαγιάς του τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω αν ζει καν η γυναίκα.
Μία μπελαλίδικη συνταγή αλλά με εξαίσιο γευστικό αποτέλεσμα. Ξεκινάω κόβοντας τις μελιτζάνες σε μπαστουνάκια, σα δάχτυλα χοντρά. για να τις ζεματίσω, να τις αλευρώσω και να τις βάλω στο φούρνο. Η ώρα περνάει ευχάριστα και παράλληλα ετοιμάζω εκείνο τον μυστικό πολτό από καρύδια, σκόρδο, ξύδι και μυρωδικά για να λούσω τις μελιτζάνες πριν μπουν στο φούρνο, συμμετέχω στην κουβέντα με τους φίλους στο μπαρ, μετά από ώρα το φαγητό είναι έτοιμο για δοκιμή. Τα σχόλια στο μπαρ δίνουν και παίρνουν για την έκβαση του φαγητού με σκοπό όπως θα έλεγαν και οι γιαγιάδες να το ματιάσουν, η γεύση και η παρουσίαση του πιάτου, έχοντας ακολουθήσει κατά γράμμα την συνταγή δεν με καλύπτουν, η πίεση μου αρχίζει να ανεβαίνει και τα σχόλια στο μπαρ με εκνευρίζουν, απομονώνομαι στον επάνω όροφο με μια μπύρα και τα τσιγάρα μου. Ύστερα από δέκα λεπτά κατεβαίνω στην κουζίνα. «Μη μου μιλήσει κανείς για την επόμενη μισή ώρα», δηλώνω. Και δεν ξέρω αν ήταν το μάτι μου που γυάλιζε μου όμως κατευθείαν σταμάτησαν τα γελάκια και τα ειρωνικά σχόλια από την ομήγυρη. Μισή ώρα και μία επανεκτέλεση συνταγής μετά, το φαγητό ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Ρουστίκ.
Σε αυτό συμφώνησαν και οι φίλοι στο μπαρ. Δεν ξέρω αν το έκαναν από φόβο ή ευγένεια, αλλά δήλωσαν πως το φαγητό είναι πραγματικά υπέροχο.
Οι τελευταίες δικές μου σκέψεις επικεντρώθηκαν στο ότι αν κάνεις κάτι που σου αρέσει πολύ ειδικά όταν μαγειρεύεις πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος και να μην κοιτάς τα κορίτσια στο μπαρ
Αυτό το τελευταίο δεν είναι συμβουλή της θείας της Συμέλας αλλά του Γιώργου Μίνου που τον είχα δει μια φορά τυχαία στην λαϊκή και όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας μου πέταξε ένα Θεσσαλονικιώτικο χαϊκού «Να ζεις,να αγαπάς και να μαθαίνεις ότι σαν την Χαλκιδική δεν έχει».
Υστερόγραφο
Με τα παιδιά στο μπαρ είμαι ακόμα φίλος
σχόλια