Πολλές φορές σκέφτομαι πως είναι λίγο γραφικό να ασχολούμαστε με τα παλιά και να αναμοχλεύουμε την ιστορία κάθε τόπου ή κάθε μαγαζιού, λες και το σήμερα μάς είναι δύσπεπτο και ψάχνουμε στο παρελθόν να βρούμε εκείνα που μας ανοίγουν την όρεξη. Από την άλλη, το φαγητό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την κουλτούρα, τη βαθιά φιλοσοφία και την ψυχή τόσο μιας περιοχής όσο και των ανθρώπων που την επέλεξαν για τόπο κατοικίας τους.
Έτσι, συνεχίζω να κάθομαι στα τραπέζια και να προσπαθώ να μάθω όσο περισσότερα μπορώ για το μαγαζί που έχω επισκεφτεί, πριν καν μπω στη διαδικασία να διαβάσω το μενού του.
Τις Τζιτζιφιές δεν τις ήξερα καθόλου. Νότια αυτές, βόρεια εγώ, δεν είχε τύχει να αναπτύξω καμιά σοβαρή σχέση μαζί τους. Εξάλλου, οι Τζιτζιφιές του σήμερα δεν έχουν καμιά σχέση με το παρελθόν τους.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το Παλαιό Φάληρο ήταν ένας από τους περιζήτητους παραθεριστικούς οικισμούς. Οι Τζιτζιφιές, που το όνομά τους το πήραν από το ομώνυμο δέντρο με τους βρώσιμους καρπούς και το απαλό άρωμα, ήταν ένας παραλιακός οικισμός. Θάλασσα, αμμουδιά, ταβέρνες και καφενεία της εποχής. Από τότε υπήρχαν στην περιοχή ψαροταβέρνες, καθώς πολλοί είχαν καΐκια και το ψάρι τότε ήταν άφθονο.
Από το 1919 η περιοχή άρχισε να αλλάζει με το κύμα των προσφύγων από την Ανατολή, που έφτασε στο αποκορύφωμά του το 1922. Οι ξεριζωμένοι, γύρω στους 20.000, με τους πιο πολλούς να έχουν καταγωγή από τον Πόντο, προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους, αρχικά σε παραπήγματα και έπειτα σε μικρά σπιτάκια που υπάρχουν ακόμη σε όλη την Καλλιθέα και αξίζει κάποιος να τα επισκεφτεί.
Εννοείται πως πρέπει να δοκιμάσεις το ψητό καλαμάρι ή τα τραγανά και πεντανόστιμα τηγανητά καλαμαράκια και οπωσδήποτε πρέπει να βάλεις στο κέντρο του τραπεζιού μια γενναία μερίδα καραβιδόψιχας και ένα βαθύ πιάτο με μύδια αχνιστά.
Εκτός από σπιτάκια χαμηλά, αμμουδιά και στενά δρομάκια όπου έπαιζαν παιδιά, οι Τζιτζιφιές είχαν πολλά μαγαζιά στα οποία εμφανίζονταν τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, η Μπέλλου, ο Ροβερτάκης, ο Περιστέρης και άλλοι πολλοί. Δεν υπήρχε ξενύχτης που να μην είχε περάσει από εκεί. Ο Καλαματιανός, το Φαληρικόν, το Χρυσό Βαρέλι, η Αθηναία, ήταν κάποια από τα μαγαζιά στα οποία όλη η «καλή» Αθήνα ξέσπαγε τα ντέρτια της και γλένταγε τις στιγμές της.
Και ενώ όλα θα μπορούσαν να είχαν συνεχίσει όμορφα, εμφανίστηκε η παραλιακή οδός στις αρχές του 1970, μπαζώθηκε η παραλία και το εξοχικό αγαπημένο μέρος άρχισε να χάνει την αίγλη του.
Βέβαια, μέχρι το 2004 παρέμεινε στην περιοχή ο ιππόδρομος και ο κόσμος του. Όχι πως τον αγαπούσαν οι κάτοικοι. Πενήντα χρόνια προσπαθούσαν να απαλλαγούν από αυτόν. Έφερνε, όμως, κόσμο στα μαγαζιά που είχαν απομείνει.
Τον ίδιο κόσμο φέρνουν σήμερα τα μεγαθήρια που έχουν χτιστεί ολόγυρα, π.χ. το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ωνάσειο και οι πολλές ναυτιλιακές.
Σε αυτό το μέρος άνοιξε το 1968 μια μικρή ταβέρνα ο Νίκος Αγγελόπουλος με τη σύζυγό του Αργυρώ. Ο Νίκος είχε μεγαλώσει στα προσφυγικά, ο πατέρας του ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν έρθει από τη Σμύρνη το 1922. Η Αργυρώ έμενε κι εκείνη στην περιοχή με την οικογένειά της και ο πατέρας της, ο Θόδωρος, ήταν ένας από τους πιο παλιούς και καλούς ψαράδες της περιοχής. Εκείνος ήταν που πρότεινε στον Νίκο να ανοίξει το μαγαζί και εκείνος του έφερνε καθημερινά την ψαριά του.
Έτσι κι έγινε. Μη φανταστείς κανένα μεγάλο μαγαζί. Μια απλή ταβέρνα της γειτονιάς που είχε το πλεονέκτημα να μαγειρεύει στην κουζίνα της η Αργυρώ. Γιατί η Αργυρώ ήταν εκείνη που φρόντιζε τα πάντα.
Μπορεί ο σοφός και εξαιρετικά μορφωμένος για την εποχή του Θόδωρος να έπιανε καλά ψάρια και μπορεί ο Νίκος να το είχε με το λέγειν και να ήξερε να κουμαντάρει τη σάλα, αλλά χωρίς την Αργυρώ δεν θα γινόταν τίποτα. Όλα περνούσαν από τα χέρια της και όλα μαγειρεύονταν από εκείνη. Νόστιμοι μεζέδες, ψητά και τηγανητά θαλασσινά, φρέσκα ψάρια και όστρακα.
Γρήγορα μαθεύτηκε το ταλέντο της Αργυρώς και τα τραπεζάκια στην ταβέρνα δεν έμεναν ποτέ άδεια. Μάλιστα, όταν γέμιζαν οι καρέκλες, έπιαναν και καθόντουσαν πάνω σε τελάρα. Σε αυτή την ταβέρνα πήγα πρώτη φορά πριν από κάποια χρόνια. Δεν υπήρχε τίποτα γυαλιστερό, εντυπωσιακό ή φλύαρο. Θυμάμαι ότι ήταν αρχή του χειμώνα, ήμασταν βιαστικοί και είχαμε επιθυμήσει κακαβιά. Δεν είχαμε παραγγείλει τίποτε άλλο. Ήρθε η σούπα και μόνο το άρωμά της ήταν αρκετό για να μας ζεστάνει και να μας γαληνέψει.
Βέβαια, η Αργυρώ και ο Νίκος δεν ζουν πια. Το 1998 έφυγε ο Νίκος και δέκα χρόνια μετά εκείνη. Πριν φύγει, όμως, έμεινε για μια δεκαετία στην κουζίνα μαζί με τον μικρότερο γιο της Θοδωρή. Μπορεί και τα τρία παιδιά του ζευγαριού να είχαν μεγαλώσει στην κουζίνα και να ήξεραν την ταβέρνα καλά, αλλά ο Θοδωρής κατέληξε να μάθει όλα τα μυστικά της από τη μάνα.
Έτσι, έμαθε ποια ψάρια να ρίχνει στην κατσαρόλα για να έχει τον ζωμό της κακαβιάς και ποια να προσθέτει για το ξεψάχνισμα. Πώς να κάνει αέρινο το τηγάνι του και απαλή σαν κρέμα την ταραμοσαλάτα του. Επίσης, έμαθε να βράζει τα λαχανικά με τον πιο σωστό τρόπο έτσι ώστε να παραμένουν ζωντανά, τραγανά και με όλη τη γεύση τους.
Σήμερα όλα περνάνε από τα χέρια του. Σηκώνεται από το πρωί, παίρνει τα μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες του από τον Άκη, τον Διχτυάρη στη Γλυφάδα και τα άλλα παραγαδιάρικα, σφυρίδες, τσιπούρες, φαγκριά, συναγρίδες από άλλους ψαράδες που γυρνάνε στον Αργοσαρωνικό και όχι μόνο. Τα λαχανικά, πάλι, είναι από γνωστό του κτήμα.
Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Μπαίνει στην κουζίνα, ρίχνει στο καζάνι τα πετρόψαρα και παίρνει τους χυμούς τους για τη σούπα. Στην κακαβιά προσθέτει μόνο τα απαραίτητα λαχανικά, μπακαλιάρο και σφυρίδα. Μόλις ετοιμαστεί η σούπα, συνεχίζει με τα υπόλοιπα.
Το μαγαζί έχει πελατεία απ’ όλη την Αθήνα. Εδώ και ενάμιση χρόνο έχει αλλάξει πόστο και βρίσκεται έναν δρόμο πιο πάνω από την παλιά ταβέρνα. Μπορεί τώρα η σάλα του να είναι πιο περιποιημένη και τα καθίσματα πιο κλασάτα, αλλά η κουζίνα έχει μείνει απείραχτη. Το ίδιο και το μενού.
Στην Κακαβιά θα ξεκινήσεις με έναν ωραίο γαύρο μαρινάτο, μια βελούδινη φάβα και μια άψογα εκτελεσμένη ταραμοσαλάτα και θα συνεχίσεις με την κακαβιά σου. Είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσεις να φας όλη τη μερίδα, αν θες να συνεχίσεις και με άλλα θαλασσινά, γι’ αυτό και θα σου προτείνουν να μοιραστείς τη σούπα σου με κάποιον άλλον. Θα σου φέρουν, μάλιστα, τη μερίδα σε δυο βαθιά πιάτα για να μπορέσετε να την απολαύσετε ανενόχλητοι.
Στη συνέχεια, ό,τι κι αν πάρεις, θα σε ευχαριστήσει. Μη φοβηθείς το τηγάνι, ο Θοδωρής έχει τον τρόπο να τηγανίζει έτσι ώστε το ψάρι να φτάνει αλάδωτο στο πιάτο. Εννοείται πως πρέπει να δοκιμάσεις το ψητό καλαμάρι ή τα τραγανά και πεντανόστιμα τηγανητά καλαμαράκια και οπωσδήποτε πρέπει να βάλεις στο κέντρο του τραπεζιού μια γενναία μερίδα καραβιδόψιχας και ένα βαθύ πιάτο με μύδια αχνιστά.
Κλέψε δυο ώρες ένα μεσημέρι και κατηφόρισε στις Τζιτζιφιές. Πιάσε ένα τραπέζι ακρούλα, βάλε ένα καλό λευκό κρασί μπροστά σου, αντάλλαξε δυο κουβέντες με τον Μάκη που βρίσκεται στη σάλα ή τον Νικόλα, ανιψιό του Θοδωρή που έχει κι αυτός μεγαλώσει μέσα στο μαγαζί, και άσε τον Θοδωρή να μαγειρέψει για χάρη σου.
Μπορεί οι παλιές Τζιτζιφιές να ανήκουν στην ιστορία, αλλά κομμάτι της ψυχής τους βρίσκεται σε αυτή την ταβέρνα. Κάτι από παλιά που κατάφερε να κρατήσει αναλλοίωτο τον εαυτό του.
Κακαβιά, Σωκράτους 231 & Ταγματάρχου Πλέσσα, 210 9411002