1900, μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Ένα καλοκαιρινό πρωινό, μια παρέα μαθητριών ετοιμάζεται να κάνει εκδρομή στο Hanging Rock, ένα μοναδικά ατμοσφαιρικό μνημείο της φύσης που βρίσκεται στη Βικτόρια της Αυστραλίας. Τα κορίτσια απολαμβάνουν τον ήλιο, κουτσομπολεύουν, τρώνε σάντουιτς. Όταν αποφασίζουν όμως να εξερευνήσουν την περιοχή, κάτι τρομαχτικό γίνεται. Γυρνάει μόνο ένα κορίτσι σε κατάσταση υστερίας, ανίκανη να εξηγήσει τι συνέβη. Η ιστορία που αποκαλύπτεται τελικά εμπλέκει όλους.
Αν θέλετε να μάθετε το μυστικό του Hanging Rock, πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο της Joan Lindsay. Επειδή αυτό δεν είναι εύκολο, μπορείτε να δείτε την πολύ ωραία ταινία που γυρίστηκε το 1975 και βοήθησε στην αναγέννηση του σινεμά στην Αυστραλία και το ταλέντο του σκηνοθέτη Peter Weir αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο αλλά βλέποντας το τρέιλερ θυμήθηκα ότι το είδα πολύ παλιά, ίσως όταν ήμουν φοιτήτρια, χωρίς να ξέρω τι βλέπω. Χωρίς να θυμάμαι πια το μυστικό της ιστορίας, θυμάμαι ότι ήταν σοκαριστικό και καθόλου εύπεπτο.
Αν αντέχετε τα μη εύπεπτα, σας συνιστώ να το δείτε. Πού είναι το φαγητό όμως, θα μου πείτε. Τελευταία έχω βαλθεί να διαβάζω παλιά βιβλία συνταγών από διάφορες χώρες, προσπαθώντας να καταλάβω τις συνθήκες ζωής, τις προκαταλήψεις του τότε και του τώρα, τη θέση της γυναίκας και όλα όσα συμπεραίνει κανείς μέσα από το φαγητό. Για καλή μου τύχει στο αυστραλέζικο βιβλίο μαγειρικής του 1869, "General Observations on Australian Cookery”, υπάρχουν συνταγές για πικνίκ. Η καλύτερη – που λέει πολλά για τις προκαταλήψεις του τότε και του τώρα - είναι η παπαγαλόπιτα.
Οι παπαγάλοι ήταν συνηθισμένο φαγητό την εποχή των εξερευνητών και των πρώτων κατοίκων της Αυστραλίας για ευνόητους λόγους: υπήρχαν παντού, και πριν τη βιομηχανοποίηση του φαγητού, οι άνθρωποι δεν είχαν το περιθώριο να είναι εκλεκτικοί, απλώς έτρωγαν ό,τι υπήρχε. Η γεύση τους δεν πρέπει να είναι και πολύ συναρπαστική διότι ένα αστείο που κυκλοφορούσε σχετικά με την παπαγαλόπιτα ήταν το εξής:
«Πάρτε έναν παπαγάλο κι ένα τσεκούρι και βράστε τα μέχρι να μαλακώσει το τσεκούρι. Μετά πετάξτε τον παπαγάλο και φάτε το τσεκούρι.»
Αν σας περισσέψει πάντως κάποτε μία ντουζίνα παπαγάλων, η συνταγή είναι ως εξής:
Υλικά:
Μία ντουζίνα παπαγάλοι, μερικές φέτες κρύες φέτες βοδινό, 4 φέτες μπέικον, 3 σφιχτά βραστά αβγά, μαϊντανός και ξύσμα λεμονιού, αλάτι και πιπέρι, ζωμός, ζύμη σφολιάτα
Βάλτε μία στρώση του βοδινού σε ένα ταψί για πίτες, από πάνω βάλτε 6 παπαγάλους, πασπαλίστε με αλεύρι, γεμίστε τα κενά με τα αβγά κομμένα σε φέτες και αλατοπιπερώστε. Μετά βάλτε τις φέτες του μπέικον, άλλους 6 παπαγάλους, και συνεχίστε με τις υπόλοιπες φέτες βοδινού. Προσθέστε νερό ή ζωμό μέχρι σχεδόν να γεμίσει το ταψί, σκεπάστε με τη ζύμη και ψήστε για μία ώρα.
Το καλύτερο είναι ότι βρήκα και φωτογραφία!
Αν η παρουσίαση σας μοιάζει κυριλέ και καθόλου φαγητό των φτωχών, έχετε δίκιο: αυτή η παρουσίαση είναι σύμφωνα με μία βικτωριανή συνταγή. Αυτό που στους Αυστραλούς φαινόταν όπως σε μας η μπομπότα, για τους άγγλους της βικτωριανής εποχής ήταν «εξωτικό».
Πριν καταδικάσουμε τους Κινέζους που τρώνε σκύλους λοιπόν, ας θυμηθούμε και άλλα φαγητά ανάγκης που έτρωγαν οι άνθρωποι: Σκιουρόπιτα στο φτωχό Νότο της Αμερικής, κουρουνόπιτα για την εργατική τάξη της Αγγλίας, ακόμα και κορακόπιτα. Φαίνεται ότι ό,τι δεν τρώγεται με τίποτα, μπορεί θαυμάσια να γίνει πίτα.
σχόλια