Όπου κι αν περιπλανηθείς στην ελληνική επικράτεια, πάντα μια μικρή ή μεγάλη πείνα θα σε σταματήσει στο καφενείο της πλατείας του μικρού και του μικρομεσαίου χωριού. Κι αν η πείνα απουσιάζει, θα σταθείς για να ξεμουδιάσεις τα πόδια σου, να πιεις τον φραπέ ή τον ελληνικό της ενέργειας που απαιτεί η συνέχεια του ταξιδιού, να τραβήξεις μερικά κολακευτικά προφίλ της απέναντι ραχούλας, της θέας κάτω στα πέρατα της ελλαδικής ομορφιάς.
Στον καφενέ του χωριού θα σε υποδεχτεί η γλυκιά δροσιά του πλάτανου, παππουδάκια διάσπαρτα στα τραπέζια, φλιτζανάκια του καφέ με χυμένο τον «ντελβέ» στα πιατάκια, τεθλασμένοι ήχοι από κουβέντες αντρικές, ενίοτε μια διάχυτη ριπή από γλυκανισάτο άρωμα τσίπουρου, ο κρότος από τα πούλια στο τάβλι. Τίποτα γύρω σου δεν θυμίζει, δεν μυρίζει φαγητό. Απουσία μενού και καταλόγου, ήδη μπαίνεις σε μια παρένθεση απορίας, αποσυντονισμένος από τη βεβαιότητα της παραγγελίας στο αστικό κέντρο.
Το «τι να παραγγείλω» οδηγεί εσένα που έρχεσαι από την πόλη στην οπωσδήποτε λάθος πρώτη παραγγελία. Φάντες και Κόκακόλες πρώτες σου έρχονται στο νου στην περίπτωση που είσαι τσακωμένος με τον φραπέ και τον ελληνικό. Αγνοείς φυσικά αυτό που ξέρουν καλά οι ντόπιοι χρήστες, πως στο ψυγείο του καφενέ κατοικούν ωραιότατα τοπικά αναψυκτικά, μπορεί και καμμιά μαμαδίστικη βυσινάδα, σπιτικό τσίπουρο, αλλά δεν είναι και σε φάση για τσίπουρο κι έπειτα, οι μόδες σε έχουν μάθει να εμπιστεύεσαι μόνο το εμφιαλωμένο.
Η «κουζίνα», ένας πάγκος με μπόλικο κουλέρ-λοκάλ, τίποτα φαγώσιμο ολόγυρα, ούτε καν ένα βάζο με περγαμόντο ή βύσινο. Μόλις, όμως, πιάσεις την οικειότητα με τον καφετζή ή τη συμβία του, το τοπίο μαγικά μεταμορφώνεται. Πεινασμένος εδώ μπορεί να μην ήρθες αλλά στη φορμάικα αίφνης προσγειώνονται σταδιακά και από το πουθενά της άδειας κουζίνας, ντόπια τυριά, μποστανίσιες ντομάτες, γάβροι μαρινάτοι, ντολμαδάκια επιμελώς τυλιγμένα, κολοκυθανθοί γεμιστοί, μερακλίδικα κεφτεδάκια, ομελέτες με αβγά από κότες κι όχι από λάμπες κοτοπουλοτροφείων, γεμιστά και γίγαντες στο φούρνο, μου’χει τύχει κι ολόκληρο γουρούνι στη λαδόκολλα. Δουλειές μπελαλίδικες που θα είχαν φέρει την αναστάτωση, τον ιδρώτα και τα υψηλότερα ντεσιμπέλ στις εστιατορικές κουζίνες, εδώ προσγειώνονται στο τραπέζι σου σχεδόν αθόρυβα, σε αλληλουχίες των οποίων αγνοείς τους ρυθμούς και το «τι έχει παρακάτω».
Καθώς δεν ξέρεις πού θα μπει η τελεία και τι σε περιμένει στο επόμενο πιατίδιο του μεζέ, βιώνεις τη γαστρονομική έκπληξη σε όλο της το μεγαλείο. Η κλασική παραγγελία μέσα από το μενού ήδη δημιουργεί εντός σου τη βεβαιότητα μιας αναμονής, βάζει σε τάξη και σιγουριά την πείνα σου. Εδώ αναγκάζεσαι να αφεθείς σε ξένες αποφάσεις, σαν τη προσμονή στο σεξ όταν ο νέος σου εραστής δεν ξέρεις πού θα το πάει και πώς θα το φέρει αλλά εσύ απλά κλείνεις τα μάτια και μπαίνεις στο πείραμα.
Φαγητό σαν να παίζεις την τυφλόμυγα: τρως με τα μάτια κλειστά παρότι ορθάνοιχτα, να κλέβουν ματιές στην κουζίνα, μπας και καταλάβεις από τις κινήσεις της μαγείρισσας το επόμενο κεφάλαιο. Που μπορεί να βγει νόστιμο ή όχι, να έχει συνέχεια ή όχι, να σε αφήσει στα κρύα του λουτρού ή, ναι: εν τέλει μεζές σημαίνει εμπιστεύομαι την ψυχή πίσω από τη γκαζιέρα της κουζίνας κι όχι τις λέξεις σε έναν κατάλογο από χαρτί.
σχόλια