Όσοι από εμάς δουλεύουν με άστατο ωράριο ή δεν έχουν μια τυπική, οικογενειακή ζωή που μεριμνά για το φαγητό της μέρας, το γεμάτο λαχανικά και φρούτα ψυγείο και τα πρωινά σε τραπέζι στρωμένο με superfoods και ροφήματα τόνωσης και ενέργειας αναζητάμε με μανία μαγαζιά που έχουν να μας προσφέρουν πιάτα όχι μόνο με γεύση αλλά και με θρεπτική αξία. Και, φυσικά, δεν θέλουμε να πληρώνουμε μια περιουσία για να μπορούμε να έχουμε μια σχέση ρουτίνας μαζί τους και να δακρύζουμε από πόνο σε κάθε μπουκιά που κατεβάζουμε.
Το Lulu είναι μια πρόσφατη και φωτεινή άφιξη στα Εξάρχεια που έχει μια τάση να αγκαλιάζει τις υγιεινές αλλά και βίγκαν επιλογές. Βρίσκεται στη γωνία Ιπποκράτους και Βαλτετσίου και θα το προσέξεις γιατί είναι απλό, μοντέρνο, πράσινο και φιλόξενο. δημιουργήθηκε από τρεις νέους ανθρώπους, την Άντζη Βαλσάμη, τον Νικόλα Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Μπάρκα, που είχαν στο μυαλό τους να φτιάξουν κάτι με ουσία και απλότητα. Φαίνεται ότι τα κατάφεραν θαυμάσια, αφού, από την πρώτη στιγμή που πέρασα την πόρτα, ένιωσα πως είχα ανακαλύψει το ιδανικό μέρος για να κατευνάσω την πείνα μου.
Τα σάντουιτς, χορταστικά και νόστιμα, προσφέρονται και σε βίγκαν εκδοχή, ενώ τα υλικά τους είναι διαλεγμένα με φροντίδα.
Στο Lulu υπάρχει πάντα ένας καλός λόγος να πας, είτε το πρωί είτε το μεσημέρι. Το πρώτο καλό πράγμα, που δεν θα χορταίνεις στα τραπεζάκια του, είναι ο ζαπατίστικος καφές που θα πιεις. Με καταγωγή από την περιοχή Τσιάπα του Μεξικού και καλλιεργημένος με αυστηρές αγρο-οικολογικές μεθόδους, ο καφές ποικιλίας 100% Arabica είναι αρωματικός, δυνατός και ικανός να σε ξυπνήσει και να σε κρατήσει ακμαίο για πολλές ώρες. Το ίδιο λαχταριστοί και τονωτικοί είναι οι χυμοί του μαγαζιού. Φτιαγμένοι από φρέσκα, βιολογικά φρούτα και εμπλουτισμένοι με αγνά υλικά, ξυπνάνε και τρέφουν εύκολα και γρήγορα το σώμα και το μυαλό.
Αν θες να ξεκινήσεις τη μέρα σου όμορφα και παραγωγικά, το Lulu θα κάνει ό,τι μπορεί για να σε βοηθήσει. Κι όταν πεινάσεις, το Lulu και πάλι κοντά σου θα είναι με ένα μικρό, αλλά σωστά δομημένο μενού για τους περιπατητές και εργαζόμενους της πόλης.
Στην ανοιχτή κουζίνα του μαγαζιού ο σεφ Andrea Nigiotti καταφέρνει να κρατά χορτάτους και χαρούμενους όλους τους επισκέπτες του. Καθημερινά υπάρχει μια σούπα που είναι ό,τι χρειάζεσαι για να ανακουφιστείς μια κρύα μέρα αλλά και διάφορα άλλα πιάτα. Τα σάντουιτς, χορταστικά και νόστιμα, προσφέρονται και σε βίγκαν εκδοχή, ενώ τα υλικά τους είναι διαλεγμένα με φροντίδα. Τα λαχανικά ολόφρεσκα, τα αυγά βιολογικά, τα τυριά και τα αλλαντικά από μικρούς παραγωγούς και το ψωμί αληθινό και εύγευστο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις σαλάτες, που είναι από μόνες τους ένα ολοκληρωμένο γεύμα, παρέχοντας όλα εκείνα τα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζεσαι για να είσαι συνεπής με τη διατροφή σου. Για παράδειγμα, η ανάμεικτη πράσινη σαλάτα με φρούτα εποχής, ξηρούς καρπούς, παρμεζάνα και ντρέσινγκ πορτοκάλι ήταν εξαίσια και συναγωνιζόταν άνετα το σάντουιτς με τα μανιτάρια και το βίγκαν τυρί που πήρα μαζί μου για το γραφείο. Πεντανόστιμη και σπιτική ήταν και η τορτίγια με τις πατάτες, τα αυγά και την παρμεζάνα. Στον κατάλογο του Lulu θα βρεις, επίσης, μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες αλλά και μερικά ποτά σε περίπτωση που σε πάρει το βραδάκι και χρειάζεσαι κάτι για να χαλαρώσεις.
Και αν το Lulu είναι νέο και ωραίο, το Petit Village, που ακολουθεί, είναι κλασικό και αγαπημένο. Βρίσκεται στη Φωκίωνος, ένα μικρό στενό που ενώνει την Ερμού με τη Μητρόπολη, έχει τον πιο γλυκόξινο ιδιοκτήτη του κόσμου και μοιάζει με τα σπίτια της Laura Ashley σε πιο μοντέρνα και αφαιρετική λογική. Το περίεργο με το Petit Village είναι πως φαίνεται να το ξέρουν όλοι, παρότι είναι μικρό και χωμένο ανάμεσα σε άλλα μαγαζιά. Βέβαια, αυτό εξηγείται και από το μενού του και από τον χαρακτήρα του Δημήτρη Χατζηπέτρου που το έχει εμπνευστεί και το δουλεύει καθημερινά και ακατάπαυστα.
Τι θα βρεις στο Petit Village; Αρχικά, την ηρεμία σου. Υπάρχει ευγένεια και γαλήνη στον χώρο. Ακόμα και αν κάτσεις στα τρία-τέσσερα, μπροστινά τραπέζια που στριμώχνονται το ένα δίπλα στο άλλο, νιώθεις ότι είσαι άνετα και ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Μεγάλο πράγμα για όσους αγαπούν να περνούν απαρατήρητοι. Βέβαια, υπάρχει και το πατάρι του μαγαζιού που προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση και ησυχία. Μικρό, χαριτωμένο και περιποιημένο, σαν τα σαλονάκια που είχαν οι θείες άλλων εποχών, είναι ό,τι πρέπει για να περάσεις την ώρα σου απολαμβάνοντας ένα βιβλίο ή δουλεύοντας με τον υπολογιστή σου, μακριά από το γραφείο.
Αγαπημένο μου ρόφημα στο «μικρό χωριό» της Αθήνας είναι αδιαμφισβήτητα η σπιτική λεμονάδα που ταιριάζει εντελώς στο ύφος του μαγαζιού και υπάρχει σε διάφορες εκδοχές για να ικανοποιεί όλα τα γούστα. Για να καταλάβεις, υπάρχει λεμονάδα με χαμομήλι και μέλι, με μαρμελάδα φράουλα και δυόσμο ή με ανανά και καρύδα, αν θέλεις λίγο καλοκαίρι μέσα στον χειμώνα. Ακόμα και αν ξεκινήσω την επίσκεψή μου με έναν καφέ, σερβιρισμένο με γκοφρετίνια σε λευκές πορσελάνες, δεν θα αντισταθώ ποτέ σε μια σπιτική λεμονάδα. Όπως πολύ δύσκολα θα πω όχι στο πιο άψογα σερβιρισμένο cheesecake της πόλης. Απόλυτα σπιτικό και αποδομημένο, ο Δημήτρης έχει αποφασίσει να το προσφέρει με δύο επιλογές για topping, γλυκό βύσσινο ή μαρμελάδα. Η κρέμα του, απαλή και ανάλαφρη, ταιριάζει τέλεια και με τα δύο.
Κάπως έτσι είναι και όλα τα πιάτα του μενού που σου δίνει την εντύπωση πως το έφτιαξαν τρεις γιαγιάδες: μία από την Ελλάδα, μία από την Ιταλία και μία από τη Γαλλία. Τόσο οι σαλάτες όσο και οι tartines είναι το κολατσιό από τα πιο αγνά υλικά που θα απολάμβανες σε μια πλατεία χωριού. Δυο φέτες ζυμωτού ψωμιού, φρυγανισμένες και στολισμένες με ό,τι λαχταρά η ψυχή σου. Λατρεμένη η tartine με σύκο και φέτα, απίστευτη η άλλη με το πέστο βασιλικού και το αγγούρι και αξεπέραστη η tartine με σάλτσα ντομάτας, θυμάρι και ελαιόλαδο που αποκλείεται να μη σε ταξιδέψει στα παιδικά σου χρόνια. Στο Petit Village θα βρεις ακόμα χυμούς, milkshakes, smoothies αλλά και σαλάτες και άλλα γλυκά. Μια επίσκεψη θα σε πείσει.
σχόλια