Έξι μήνες μετά, η πόλη αποκτά και πάλι ζωή. Το σκηνικό είναι ελαφρώς παράξενο -και ταυτόχρονα με έναν τρόπο, συγκινητικό. Είχαμε συνηθίσει να περπατάμε με μία αίσθηση νοσταλγίας. δίπλα από κατεβασμένα ρολά και τραπεζάκια το ένα πάνω στο άλλο να «περιμένουν» υπομονετικά μέσα στις τζαμαρίες των μαγαζιών που έχουμε ζήσει τόσα πολλά.
Είχαμε συνηθίσει αυτή την αίσθηση ανυπομονησίας και μετράγαμε αντίστροφα για τη στιγμή που θα ανοίξουν επιτέλους τα αγαπημένα μας στέκια.
Και η στιγμή ήρθε. Τα ρολά ανέβηκαν και τα τραπεζάκια βρίσκονται και πάλι έξω, με κοινό διακοσμητικό τα μικρά μπουκαλάκια αντισηπτικού στη μέση. Δεν είναι, όμως, αυτά που ξεχωρίζουν. Ούτε οι καρέκλες, τοποθετημένες περιμετρικά, στις σωστές αποστάσεις. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η ενέργεια, αλλά και τα ποτήρια με δροσερή μπίρα που αντανακλούν τις αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου πάνω στα τραπέζια.
Ποτήρια και πιάτα πάνε κι έρχονται, φίλοι και γνωστοί καταφθάνουν, οι άνθρωποι της πόλης συναντιούνται ξανά στα αγαπημένα τους στέκια. Ναι, δεν υπάρχει μουσική, αλλά τα γέλια και η ζωντάνια στις συζητήσεις ακούγονται πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Σίγουρα, οι συνθήκες δεν επέστρεψαν ακόμη στο φυσιολογικό, τα μέτρα ασφαλείας υπάρχουν, γιατί είναι αναγκαίο να υπάρχουν - αλλά η αισιοδοξία είναι αισθητή, η πόλη ξεκινά να «ζει» και πάλι.
Γνώριμες φυσιογνωμίες κάθονται και πάλι στα μικρά τραπεζάκια στα πεζοδρόμιά της. Αγαπημένοι baristas και bartenders βρίσκονται ξανά στο πόστο τους. Τα συναισθήματα ποικίλλουν, οι μάσκες βρίσκονται ακόμα εκεί, αλλά τα χαμόγελα από κάτω έχουν επιστρέψει.