Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ είναι συχνά ένας ασαφής και απρόβλεπτος τομέας. Αυτό που βρίσκεται στη σφαίρα των ονείρων είναι βαθιά προσωπικό και δύσκολο να επαληθευτεί επιστημονικά. Το γεγονός ότι η μνήμη των ονείρων είναι αποσπασματική, ελλιπής και συχνά διαμορφώνεται από τα συναισθήματα, τις πρόσφατες εμπειρίες, την υγεία, ακόμη και τα επίπεδα άγχους, το κάνει ακόμη πιο δύσκολο. Το ερώτημα πού ταξιδεύει η συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου και τι της συμβαίνει, παραμένει, προς το παρόν, ένα μυστήριο. Ωστόσο, μια πτυχή μπορεί να εξεταστεί μέσα από τον φακό της επιστημονικής μεθόδου: γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι σε θέση να θυμούνται τα όνειρά τους περισσότερο από άλλους;
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Communications Psychology διερευνά τους παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα ανάκλησης των ονείρων κατά την αφύπνιση και αναδεικνύει ποια ατομικά χαρακτηριστικά και μοτίβα διαμορφώνουν αυτό το φαινόμενο. Για τη συλλογή δεδομένων, οι επιστήμονες διεξήγαγαν μια μελέτη στην οποία συμμετείχαν 217 άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 18 έως 70 ετών, από το 2020 έως το 2024. Οι συμμετέχοντες κρατούσαν ημερολόγια ονείρων και συμπλήρωσαν ψυχομετρικές, γνωστικές και εγκεφαλογραφικές αξιολογήσεις. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης συσκευές για την παρακολούθηση των μοτίβων του ύπνου.
Η Valentina Elce, Ιταλίδα διδάκτωρ της νευροεπιστήμης και μία από τους συγγραφείς αυτής της νέας μελέτης, αναφέρει ότι «παρά την πανταχού παρουσία τους, οι μηχανισμοί μέσω των οποίων ο εγκέφαλος δημιουργεί ονειρικές εμπειρίες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι. Αυτό καθιστά τη μελέτη των ονείρων και της συνείδησης ένα από τα πιο συναρπαστικά σύνορα της νευροεπιστήμης».
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι, δεδομένου ότι ορισμένα όνειρα αντικατοπτρίζουν ανησυχίες ή προκλήσεις της πραγματικής ζωής, «η ανάκλησή τους μπορεί να βοηθήσει στην ανεύρεση λύσεων ή στην πρόβλεψη κινδύνων, παρέχοντας ένα προσαρμοστικό πλεονέκτημα».
Αν και η επιστημονική συζήτηση συνεχίζεται, η νέα μελέτη παρέχει ορισμένα «περίεργα και αποκαλυπτικά» στοιχεία, λέει ο Francisco Segarra, ψυχολόγος και μέλος της ομάδας εργασίας για την αϋπνία της Ισπανικής Εταιρείας Ύπνου, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα. Ένα βασικό εύρημα είναι ότι η ικανότητα ανάκλησης ονείρων συνδέεται, σύμφωνα με τη μελέτη, με την ευπάθεια ενός ατόμου σε «γνωστικές παρεμβολές».
«Αν αναλογιστούμε τη διαδικασία του ξυπνήματος και της ανάκλησης των ονείρων μας, συνειδητοποιούμε πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να αγνοήσουμε τον εξωτερικό κόσμο που μας βομβαρδίζει με διάφορα ερεθίσματα, όπως το να κλείσουμε το ξυπνητήρι, να ελέγξουμε την ώρα ή να βιαστούμε επειδή έχουμε αργήσει στη δουλειά», εξηγεί η Elce Όλοι αυτοί οι αντιπερισπασμοί αντιπροσωπεύουν τη γνωστική παρεμβολή που περιγράφει η μελέτη και καθιστούν τη μνήμη ενός ονείρου πρόκληση. «Είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους που φωνάζουν, ενώ προσπαθείς να ακούσεις έναν φίλο να ψιθυρίζει κάτι στη γωνία και μετά να προσπαθείς να θυμηθείς τι σου είπε».
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι με μεγαλύτερη ικανότητα να αγνοούν τους παράγοντες που αποσπούν την προσοχή τους ανακαλούν συχνότερα το περιεχόμενο των ονείρων τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι οι άνθρωποι που προσδίδουν νόημα στα όνειρά τους – που είναι περίεργοι για την ίδια τη φύση των ονείρων, τα χαρακτηριστικά και το νόημά τους – τείνουν να τα ανακαλούν συχνότερα. «Στην πραγματικότητα, ένα προηγούμενο ενδιαφέρον για τα όνειρα μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο να εφαρμόσει στρατηγικές για τη βελτίωση της ανάκλησης των ονείρων, όπως η τήρηση ημερολογίου», λέει η Elce.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι «η τάση για περιπλανήσεις του νου αναδεικνύεται στη μελέτη μας ως ένας άλλος ισχυρός θετικός παράγοντας για την ανάκληση των ονείρων». Με άλλα λόγια, όσοι είναι επιρρεπείς στην ενδοσκόπηση και τον αναστοχασμό είναι πιο πιθανό να θυμούνται τι ονειρεύτηκαν την προηγούμενη νύχτα. «Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται περισσότερο για το νόημα των ονείρων τους έχουν ένα πιο στοχαστικό μοτίβο προσωπικότητας και αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί αφιερώνουν μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτά», λέει ο Segarra.
Ο ελαφρύς ύπνος συνδέεται με μεγαλύτερη ανάκληση των ονείρων, καθώς στον βαθύ ύπνο κυριαρχεί η εγκεφαλική δραστηριότητα αργών κυμάτων, η οποία μπορεί να επηρεάσει την κωδικοποίηση της μνήμης και να μειώσει την επίγνωση της ονειρικής εμπειρίας. Η Elce εξηγεί: «Στην περίπτωση των ονείρων, ο εγκέφαλος πρέπει να τα καταγράψει πριν ξυπνήσει. Ωστόσο, ο ύπνος διαταράσσει τις διαδικασίες μνήμης και αν ένα όνειρο δεν κωδικοποιηθεί σωστά λόγω του βαθύ ύπνου, των περισπασμών κατά την αφύπνιση ή της έλλειψης προσοχής στο όνειρο, μπορεί να ξεχαστεί γρήγορα».
Άλλα ευρήματα σχετίζονται με την ηλικία. Η μελέτη δείχνει ότι, αν και η γήρανση δεν μειώνει την ικανότητα να ονειρεύεται κανείς, κάνει την ανάκληση ονείρων λιγότερο συχνή. «Οι νεότεροι άνθρωποι έχουν γενικά καλύτερη μνήμη και μεγαλύτερες ικανότητες συγκέντρωσης, οι οποίες τους βοηθούν να διατηρούν τις ονειρικές εμπειρίες. Καθώς μεγαλώνουμε, οι ικανότητες αυτές μειώνονται φυσιολογικά, καθιστώντας την ανάκληση των ονείρων πιο δύσκολη», σημειώνει η Elce.
Και όσον αφορά τις εποχές, η μελέτη διαπίστωσε ότι η ανάκληση ονείρων ήταν χαμηλότερη το χειμώνα σε σύγκριση με την άνοιξη και το φθινόπωρο, γεγονός που υποδηλώνει εποχιακή επίδραση στη συχνότητα ανάκλησης ονείρων. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την κατανόηση αυτού του φαινομένου. Μια μελέτη του 2024 πάντως διαπίστωσε ότι οι μικρότερες ημέρες το χειμώνα μπορεί να οδηγήσουν σε βαθύτερο, πιο αδιάκοπο ύπνο, ο οποίος μπορεί να μειώσει την πιθανότητα να ξυπνήσει κανείς κατά τη διάρκεια του REM (rapid eye movement) ύπνου, γνωστού και ως ύπνου ραγδαίων κινήσεων των ματιών, όταν τα όνειρα είναι συνήθως πιο εύκολο να ανακληθούν.
Δεν είναι ακόμη σαφές αν οι άνθρωποι είναι βιολογικά σχεδιασμένοι να θυμούνται τα όνειρά τους ή αν αυτή η ικανότητα προσφέρει κάποιο εξελικτικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, η ανάμνηση ορισμένων ονείρων μπορεί να είναι ευεργετική, ιδίως για τη συναισθηματική επεξεργασία, τη μνήμη και την επίλυση προβλημάτων. Η Ιταλίδα ερευνήτρια το συνοψίζει ως εξής: «Τα όνειρα συχνά μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε τους φόβους και τα άγχη και η ανάμνησή τους μπορεί να διευκολύνει τη μάθηση από προηγούμενες εμπειρίες και να βελτιώσει τη ρύθμιση των συναισθημάτων».
Οι ερευνητές πιστεύουν επίσης ότι, δεδομένου ότι ορισμένα όνειρα αντικατοπτρίζουν ανησυχίες ή προκλήσεις της πραγματικής ζωής, «η ανάκλησή τους μπορεί να βοηθήσει στην ανεύρεση λύσεων ή στην πρόβλεψη κινδύνων, παρέχοντας ένα προσαρμοστικό πλεονέκτημα». Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα όνειρα επιτρέπουν στον εγκέφαλο να προσομοιώνει απειλές και να προβάρει πιθανές αντιδράσεις σε ένα ασφαλές περιβάλλον. «Ωστόσο, το βαθύτερο ερώτημα του γιατί ονειρευόμαστε», καταλήγει η Elce, τόσο από βιολογική άποψη όσο και σε σχέση με τον αντίκτυπό του στη γνωστική ικανότητα αλλά και την ευημερία του ατόμου, παραμένει ανοιχτό».
Με στοιχεία από El Pais